Henry Miller, Ο τροπικός του καρκίνου, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Διαχυτικός, ερωτικός, προκλητικός, τρυφερός, ρομαντικός, ποιητικός, λυρικός είναι μόνο κάποια από τα επίθετα που μπορούν να χαρακτηρίσουν τον Χένρι Μίλερ, αυτόν που όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ μαγεύτηκε από την “Κινητή γιορτή” στο Παρίσι και μέσα από τα βιβλία του θέλησε να μεταδώσει στον αναγνώστη όλο τον ερωτικό παλμό και πυρετό που έζησε. Έκανε αυτό που η Αλεξάντρα Κολοντάι είχε πει κάποτε: “Σε λίγο θα κάνουμε έρωτα όπως ακριβώς πίνουμε ένα ποτήρι νερό”. Μέσα από την παρισινή τριλογία, μέρος της οποίας αποτελεί ο Τροπικός του Καρκίνου μαζί με την Μαύρη άνοιξη και τον Τροπικό του Αιγόκερω, ο συγγραφέας καταγράφει και καταθέτει όλο τον ερωτικό ψυχισμό που εκπέμπει η πόλη του φωτός με τις πόρνες, τους εραστές, έναν κόσμο που καίγεται από σαρκική επιθυμία και από σεξουαλικές διαθέσεις δίχως τέλος.

Στον αστερισμό των ατίθασων ερώτων

Τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, οι ιστορικές ανατροπές και οι εξελίξεις, οι πολλές φορές απρόβλεπτες, οδηγούν την κοινωνία, τους ανθρώπους της δηλαδή, να νιώσουν την ελευθερία της ερωτικής περιπέτειας και να εκτονωθούν μέσω ενός φτερωτού Θεού που ποτέ δεν παύει να χειραγωγεί τους ανθρώπους και να εξαπολύει τα βέλη του. Ο άνθρωπος, εκτός από πολιτικό ζώο όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι και ένα ερωτικό ον από την γέννησή του μέχρι και τον θάνατό του και αυτό η ερωτική λογοτεχνία, το αναδεικνύει περίτρανα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή. Οι πόθοι και τα πάθη αναλύονται από τους συγγραφείς και αναδεικνύουν την αδύναμη φύση των ανθρώπων που προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν τις ορέξεις τους για έρωτα, να αντισταθούν στην απιστία και να εκφράσουν τα θέλω τους ή τα όχι τους. Ο Μίλερ, με δεξιοτεχνία και αφηγηματική δεινότητα διεισδύει στην ανθρώπινη φύση του, τη δική του και στον εσωτερικό του κόσμο και μιλάει ανοιχτά για τον έρωτα.

Στο βιβλίο του Ερωτική λογοτεχνία ο Ζαν Ζακ Πωβέρ θα γράψει χαρακτηριστικά: “Η Γαλλία είναι μόνη στον κόσμο, στη νησίδα της ελευθερίας της” και “καμία χώρα δεν χαίρει παρόμοιας ελευθερίας”. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μίλερ φεύγει από την Αμερική και βρίσκει καταφύγιο στην χρόνια τώρα ελευθεριάζουσα Γαλλία των Απολιναίρ, Ζολά, Κολέτ, Αραγκόν και τόσων άλλων που εκφράζονται ελεύθερα πια περί έρωτος στον 20ο αιώνα. Η Γαλλία μετά από παλινωδίες στους προηγούμενους αιώνες έχει περάσει πια στον αστερισμό των ερωτικών και έκφυλων περιγραφών και έχει απεκδυθεί από καιρό τις πουριτανικές απόψεις και την σοβαροφανή κοσμιότητα που διέπει κοινωνίες όπως η βρετανική και η αμερικανική. Διατρέχει πια με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον τροπικό των ατελείωτων και ατίθασων ερωτικών σκηνών με κάθε λογής πρωταγωνίστριες που συρρέουν από κάθε χώρα και κυκλοφορούν ελεύθερα στα μπαρ και τα καμπαρέ της πόλης προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στον αρσενικό πληθυσμό που αδυνατεί να αντισταθεί στην ομορφιά.

Το Παρίσι, μία πόλη που δεν κοιμάται ποτέ

Εξάλλου, αυτόν τον κόσμο αγάπησαν πριν από τον Μίλερ ο Μοντιλιάνι, ο Πικάσο, ο Νταλί και τόσοι άλλοι καλλιτέχνες, ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές που επισκέφτηκαν το Παρίσι και σαγηνεύτηκαν από την απαράμιλλη ομορφιά και τον ξέφρενο ρυθμό της ζωής που δυστυχώς διακόπηκε από την έλευση του πολέμου. Ο Μίλερ και οι συμπρωταγωνιστές σε αυτήν την γιορτή δίχως τελειωμό και όρια εξέφρασαν ανοιχτά τις ερωτοτροπίες τους και μέθυσαν από το ποτό της αμαρτίας και της ερωτικής κόλασης του σαρκικού πόθου και πάθους. “Δεν αποτελούσε πλέον μυστήριο για μένα το γιατί αυτός και οι άλλοι (ο Δάντης, ο Ραμπελέ, ο Βαν Γκογκ και οι λοιποί) είχαν κάνει το προσκύνημά τους στο Παρίσι. Κατάλαβα τότε γιατί ακριβώς το Παρίσι ελκύει τους τυραννισμένους, τους παραισθησιακούς, τους μέγιστους μανιακούς του έρωτα και της αγάπης. Κατάλαβα γιατί ακριβώς εδώ, στο ίδιο το κέντρο του τροχού, μπορείς να ασπαστείς τις πιο φαντασιώδεις, τις πιο απίθανες θεωρίες, δίχως ούτε στο ελάχιστο να τις βρεις αλλόκοτες”.

Ο Μίλερ και οι συν αυτώ απολαμβάνουν τη ζωή μέχρι την τελευταία της σταγόνα ανεπηρέαστοι από τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους. Ανταλλάσσουν συντρόφους, επιδίδονται σε κάθε λογής ερωτικές πράξεις δίχως να νιώθουν την παραμικρή ενοχή, είναι ένα ταξίδι στην χώρα της φλογερής και ασίγαστης επιθυμίας. Και όμως ο Μίλερ επιχειρεί και κάτι ακόμα μεγαλειώδες, μέσα από την χειμαρρώδη αφήγησή του που πλημμυρίζει σε κάθε σημείο της από ποιητικότητα και λυρικότητα δεν παύει να προβάλλει τους συλλογισμούς του, τους στοχασμούς του, τις σκέψεις του και έτσι κατακλύζει τον αναγνώστη με τις ανησυχίες και τις αγωνίες του για τον κόσμο, τη γη και ειδικά την ζωγραφική καθώς αναφέρεται για παράδειγμα με ιδιαίτερο τρόπο στον Ματίς.

Θα γράψει με γλαφυρό τρόπο έχοντας σίγουρα δει πίνακες του Ματίς σε κάποιο παρισινό μουσείο και αποδεικνύοντας πως το Παρίσι είναι η απόλυτη πόλη όπου το πνεύμα και η διανόηση ζουν και βασιλεύουν μακριά από περιορισμούς και πρέπει. “Ο κόσμος του Ματίς παραμένει όμορφος όπως ένα παλαιομοδίτικο υπνοδωμάτιο. Δεν θα δεις εδώ ρουλεμάν, μήτε βραστήρες, μήτε ένα πιστόνι, μήτε γαλλικά κλειδιά. Είναι ο ίδιος παλιός κόσμος που πήγαινε ευφρόσυνα στο δάσος της Βουλώνης τις παλιές βουκολικές ημέρες του κρασιού και της ασέλγειας. Μου φαίνεται καταπραϋντικό και αναζωογονητικό να μετακινούμαι ανάμεσα σ’ αυτά τα πλάσματα με τους ζωντανούς πόρους που ανασαίνουν, πλάσματα που το παρελθόν τους είναι σταθερό και συμπαγές όσο και το ίδιο το φως”.

Ο Μίλερ ανήκει στους ευλογημένους από την τύχη συγγραφείς που πρόλαβαν να ζήσουν όλον αυτόν τον κόσμο ευζωίας και ευδαιμονίας σε μία πόλη που ουσιαστικά δεν κοιμάται ποτέ. Και βέβαια να δει τα βιβλία του να εκδίδονται χωρίς λογοκρισία και αντιδράσεις, μπόρεσε έτσι να μεταφέρει όλη την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης που θυμίζει κινηματογραφική ταινία και σκηνικό θεάτρου. Πολλά βιβλία εξάλλου όπως ο Οδυσσέας του Τζόυς, ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι, απαγορευμένο στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταφράζονται και εκδίδονται στο Παρίσι. Βιβλία αγγλικά και από Αγγλοσάξονες συγγραφείς που είναι εγκατεστημένοι στη Γαλλία βρίσκουν εκδοτική στέγη στη Γαλλία μέσα σε ένα πνεύμα ελευθερίας και ανεξαρτησίας πρωτόγνωρο για την εποχή εκείνη. Αυτό είναι το μεταπολεμικό Παρίσι που είδε το φως να ρέει άπλετο και την έμπνευση να μην φιμώνεται και να μην εκφυλίζεται ακόμα και όταν τα ναζιστικά βέλη άρχισαν να χτυπάνε παντού.

“Στο βάθος κάθε παγωμένης καρδιάς υπάρχει μια στάλα αγάπης –  ίσα για να ταΐσει τα πτηνά”.

“Μονάχα εκείνοι που δύνανται να δεξιωθούν το φως μες στο στομάχι τους μπορούν να μεταφράσουν αυτό που βρίσκεται μες στην καρδιά”

“Τα ανθρώπινα πλάσματα είναι μια αλλόκοτη χλωρίδα και πανίδα. Από μακριά φαίνονται αμελητέα ͘  από κοντά τείνουν να φαίνονται άσχημα και κακόβουλα. Πιο πολύ απ’ όλα, έχουν ανάγκη να περιβάλλονται από επαρκή χώρο – χώρο ακόμα πιο πολύ απ ‘ό,τι χρόνο”.