Έρνστ Τόλλερ, Ήμουν ένας Γερμανός. Η αυτοβιογραφία ενός επαναστάτη, Εκδόσεις Ερατώ

Προσωπικότητα που έδρασε με σθένος και γενναιότητα μέσα σε μία ταραχώδη εποχή, ο Ερνστ Τόλλερ υπήρξε πνευματικός άνθρωπος μέσα στην επαναστατικότητα που τον ενέπνεε και τον εξέφραζε. Κυριότερο σημείο και βασικός σταθμός της ζωής του ήταν το γεγονός πως υπηρέτησε αρχικά στο μέτωπο του πολέμου στο πλευρό των Γερμανικών δυνάμεων και μάλιστα προήχθη σε υπαξιωματικό του Στρατού. Εκεί είδε όμως ιδίοις όμμασι και από νωρίς τη φρίκη και τη ματαιότητα ενός άδικου και καταστροφικού πολέμου σε τέτοιο σημείο που αρρώστησε ψυχικά και έτσι κρίθηκε ακατάλληλος για την συνέχιση του στο στράτευμα. Απαλλάχτηκε και ανέλαβε δράση επαναστατική με σκοπό την αλλαγή της πολιτικής σκυτάλης και τελικά την πολυπόθητη ειρήνη. Ο Τόλλερ υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία μιας επανάστασης που είχε ως στόχο τον άνθρωπο στο επίκεντρό της και την ανάληψη της εξουσίας στην υπηρεσία εκείνου και όχι την εξόντωσή του μέσω ενός αδηφάγου πολέμου.

Ένας ειρηνιστής με όπλο του τον λόγο

Ο Τόλλερ υπήρξε πολυπράγμων και πολυσχιδής προσωπικότητα με πολλές ανησυχίες και αγωνίες για την έκβαση του πολέμου που οδηγούσε αναντίρρητα στην εξολόθρευση του μέσου Γερμανού αλλά και του μέσου Ευρωπαίου. Ο ίδιος πίστευε σθεναρά και υποστήριζε έντονα την μετάβαση σε μία ειρήνη που θα απάλλασσε τους λαούς από τον υπέρτατο βάρος μίας άνευ λόγου σύρραξης, η οποία τελικά οδηγούσε σε αδιέξοδο. Πολέμησε για τις ιδέες του, φυλακίστηκε, βασανίστηκε, εξευτελίστηκε και όμως εκείνος έγραφε βιβλίο για τα χελιδόνια και έπαιρνε κουράγιο από τις φωλιές τους. Δεν άρεσε στους σύγχρονούς του γιατί ήταν πράος και μη βίαιος, είχε καταφύγιο τις ιδέες του και την φιλοσοφία του από την οποία δεν απέκλινε ούτε στιγμή. Προτιμούσε όπως έλεγε ο ίδιος να του ασκηθεί βία παρά να μπει στην οδυνηρή διαδικασία να ασκήσει ο ίδιος.

Έβαλλε κατά κόρον ενάντια σε όλους αυτούς που μιλούσαν για ειρήνη και από πίσω προετοίμαζαν τον πόλεμο, εξάλλου αυτή η αυτοβιογραφία του αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε, να αφυπνίσει δηλαδή τον απατημένο γερμανικό λαό για το μέλλον που προδιαγραφόταν για τον ίδιο δυσοίωνο ήδη με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Οι συνέπειες του πολέμου ολέθριες και εκείνος δεν μπορούσε, έχοντας ζήσει τον πόλεμο εκ των έσω, να παραμείνει άπραγος και αδιάφορος. Η συνείδησή του τον οδηγούσε να αναλάβει δράση εδώ και τώρα αν και δίσταζε να αναλάβει έστω και την παραμικρή εξουσία όταν του προτάθηκε. Τελικά την δέχτηκε, ωστόσο η ανατροπή των σχεδίων του έλαβε γρήγορα χώρα και βρέθηκε αιχμάλωτος και χωρίς την ελευθερία του. Είχε δε προφητεύσει ήδη από νωρίς την έλευση ενός ανθρώπου, του Χίτλερ, ο οποίος μόλις αναλάμβανε την εξουσία θα αρνιόταν να την παραδώσει.

Έγραφε χαρακτηριστικά ως προς το θέμα της ειρήνης: “Μόνο την ειρήνη σκέφτεται ο λαός, για πολύν καιρό σκεφτόταν τον πόλεμο, για πολύν καιρό πίστευε στη νίκη, γιατί δεν του είπαν την αλήθεια, εάν ακόμα και οι στρατηγοί αποθαρρύνονται, πώς θα μπορούσε να μην απελπίζεται ο λαός, μόνο όχι άλλον χειμώνα με πόλεμο, μόνο όχι πάλι πείνα, πάλι κρύο και δωμάτια δίχως θέρμανση, όχι πάλι αίμα, αρκετά πείνασε ο λαός. αρκετά μάτωσε, θέλει ειρήνη”. Είναι σαφές πως η συνθήκη των Βερσαλλιών είχε επιφέρει μία οδυνηρή ήττα και επονείδιστους όρους συνθηκολόγησης στην ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία και αυτό η γερμανική κοινή γνώμη δεν άντεχε να το αποδεχτεί. Έτσι ξεκίνησε άλλωστε και το κυνήγι μαγισσών με την εξόντωση και την εξολόθρευση του εβραϊκού στοιχείου ως υπαίτιο για αυτήν την ήττα, ήδη από την περίοδο αυτή που περιγράφει ο Τόλλερ.

Αντίστροφη μέτρηση κατάρρευσης

Μέσα σε όλο αυτό το πολεμικό σκηνικό, ειδικά στη Βαυαρία όπου η κατάσταση ήταν έκνομη και εκρηκτική, επαναστάτες όπως ο Τόλλερ που υποστήριζαν μίαν άλλη πολιτική ήταν μισητοί και πρόσωπα εχθρικά για τον ίδιο τον γερμανικό λαό. Αμέτρητοι οδηγήθηκαν στην φυλακή, λόγοι επέζησαν αλλά αυτό που είναι συνταρακτικό είναι πως η αντιμετώπισή τους ουσιαστικά προετοίμαζε το έδαφος του εθνικισμού και της προπαγάνδας περί ανώτερης φυλής. Φωνές όπως αυτή του Τόλλερ θα αποκάλυπταν την απάτη της κατασκευής του μηχανισμού που έλεγε πως εχθροί είναι Άγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι που “ήσαν οι κακοί δαίμονες που αντιστρατεύονταν με δόλια μέσα την πορεία του ανώτερου γερμανικού λαού προς κατάδειξη της θεωρούμενης φυσικής υπεροχής”. Θα κατέστρεφαν δηλαδή την προετοιμασία ενός πολεμικού κλίματος που ήταν απαραίτητο για την ανάγκη καταφυγής στον επόμενο πόλεμο.

Σύντροφοί του όπως ο Λαντάουερ και άλλοι εκτελέστηκαν γιατί θεωρούνταν προδότες και δοσίλογοι μέσα σε μία κατάσταση άκρως επικίνδυνη για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Τελικά, αποδείχτηκε πως η δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ανίκανη να διαχειριστεί τόσο την ήττα όσο και την αναγκαιότητα μετάβασης σε ένα πιο ήρεμο κλίμα αναδόμησης της χώρας και φυγής στο μέλλον. Ο ίδιος ο Τόλλερ τελικά θα αφεθεί ελεύθερος μετά από πέντε χρόνια εγκλεισμού του στη φυλακή και έχοντας μυριστεί την έλευση του Χίτλερ θα διαφύγει στο εξωτερικό όπου θα μείνει έως το τέλος της πολυτάραχης ζωής του, το 1939. Δυστυχώς, όπως και ο συμπατριώτης του Τσβάιχ θα επιλέξει τον οδό της αυτοκτονίας δι’ απαγχονισμού αφήνοντας όμως πίσω ένα έργο άξιο αναφοράς και μελέτης, το οποίο παραμένει ζωντανό όσο ποτέ και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. “Η δύναμη μου αυξάνεται, μπορώ να είμαι απλώς και μόνο αυτός που είμαι, θέλω να είμαι αντάξιός της, και αν αποτύχω, θα το υποστώ”. Συγχαρητήρια στον μεταφραστή Μιλτιάδη Αργυρόπουλο τόσο για την μετάφρασή του όσο και για το εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο με ιστορικά στοιχεία απαραίτητα για την κατανόηση του κειμένου.

“Πρέπει να υποπέσω κι εγώ στην τρέλλα των διωκτών και, αντί της γερμανικής αλαζονείας, να υιοθετήσω την εβραϊκή; Υπερηφάνεια και αγάπη δεν είναι ένα και το αυτό, και αν με ρωτούσε κάποιος πού ανήκω, θα απαντούσα: μια Εβραία μητέρα με γέννησε, η Γερμανία με έθρεψε, η Ευρώπη με μόρφωσε, σπίτι μου είναι η Γη, πατρίδα μου ο κόσμος”.

“Όλοι αυτοί οι νεκροί είναι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι νεκροί ανέπνεαν όπως εγώ, όλοι αυτοί οι νεκροί είχαν έναν πατέρα, μία μάνα, γυναίκες που τους αγαπούσαν, ένα κομμάτι γης όπου ρίζωναν, πρόσωπα που μιλούσα για τις χαρές και τις λύπες τους, μάτια που έβλεπαν το φως και τον ουρανό”.