Η ιστορία ανέκαθεν αποτελούσε το όχημα εκείνο πάνω στο οποίο πατάει ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από γεγονότα, κρίσεις και ανατροπές. Κατά τον Χέγκελ “το μόνο που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι τίποτε δεν μας διδάσκει η ιστορία”. Ο συγγραφέας Ανδρέας Ανδριανόπουλος σμιλεύει την ιστορία μιας πολύ άστατης μα και πολύ ενδιαφέρουσας περιόδου, αυτής της Αναγέννησης. Έχει τη δεξιοτεχνία και την αφηγηματική δεξιότητα να ξεδιπλώνει το κουβάρι της αφήγησής του για να μας φωτίσει γνωστές και άγνωστες πλευρές αυτής της τόσο μακραίωνης ιστορίας, μιας ιστορίας γεμάτη από πολέμους, συνωμοσίες, ανατροπές και συμμαχίες που εύκολα διαλύονται. Η Ευρώπη, ήδη από τον 15ο αιώνα έχει να επιδείξει ριζικές αλλαγές, οι οποίες όσο περνούν τα χρόνια και οι αιώνες γίνονται ακόμα πιο εμφανείς. Κοινωνικά, πολιτικά αλλά και πολιτιστικά, στην Ευρώπη διαμορφώνονται έντονες εξελίξεις και η Ευρώπη μετατρέπεται σε ένα κέντρο εξελίξεων παγκοσμίως, γίνεται το κέντρο του κόσμου. Στην Γηραιά ήπειρο θα συγκεντρωθούν ο πλούτος, τα επιτεύγματα, τα πρόσωπα που θα σημάνουν μία νέα εποχή για την ανθρωπότητα. Οι πόλεμοι δίχασαν τους ευρωπαϊκούς λαούς και τα πεδία μάχης αιματοκύλησαν τα εδάφη, ωστόσο ήταν ένα αναγκαίο κακό για να ανατείλει ένα καλύτερο μέλλον, θεατές του οποίου είμαστε εμείς σήμερα.
Η προσωπογραφία μιας δυναμικής γυναίκας και ο ρόλος της Ελληνίδας από τα Κύθηρα
Η περίοδος της Αναγέννησης, τόσο της πρώιμης όσο και της ύστερης με όλα τα βασίλεια, τους βασιλείς και τις βασίλισσες, τις αυλές τους, τους διάφορους πρωταγωνιστές και τις ισχυρές προσωπικότητες προσφέρονται από τους ιστορικούς και κυρίως τους συγγραφείς για αφηγήσεις γεμάτες φαντασία και δημιουργία. Μια τέτοια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα αλλά και εμποτισμένη με μυθοπλασία χτίζει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος προσφέροντας στον αναγνώστη ένα ευρύ φάσμα ιστορικής γνώσης για μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για τον ευρωπαϊκό και όχι μόνο χώρο. Πρόκειται για μια ιστορική περίοδο όχι τόσο διαδεδομένη στο ελληνικό κοινό μιας και η δική μας ιστορία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη υπό τον οθωμανικό ζυγό για ένα διάστημα 400 χρόνων. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις λόγιων Ελλήνων που διέφυγαν στην Δύση ήδη πριν από την άλωση προαισθανόμενοι τα μελλούμενα. Η αφήγηση είναι εμποτισμένη λοιπόν με ελληνικό στοιχείο, από τη ζωή της Χαράς Λεοντσίνη, αυτής της νησιωτοπούλας από τα Κύθηρα στην οποία έλαχε ο κλήρος να ζήσει κοντά στην πανίσχυρη Κατερίνα Σφόρτσα. Η Χαρά ήταν κοντά της μέχρι το τέλος και η Κατερίνα Σφόρτσα την είχε υπό την προστασία της από την πρώτη στιγμή και σε αυτήν εκμυστηρευόταν όλες της τις ανησυχίες, τις αγωνίες αλλά και τα μυστικά της.
Η Κατερίνα Σφόρτσα, της οποίας την προσωπογραφία φιλοτεχνεί τόσο αριστοτεχνικά ο συγγραφέας, δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα, ήταν κόρη του Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, μια γυναίκα δυναμική και μέλος της ηγετικής οικογένειας των Σφόρτσα του Μιλάνου, κόμισσα του Φορλί και της Ίμολα. Είναι όμως και η γυναίκα και μούσα που φιλοτέχνησε ένας εκ των κορυφαίων ζωγράφων της Αναγέννησης, ο περίφημος Λεονάρντο ντα Βίντσι. Δίχως άλλο οι γυναίκες του Λεονάρντο αποτελούν ένα πολύ σημαντικό και κομβικό μέρος του πλούσιου έργου του. Ο ακαδημαϊκός κανόνας στα χέρια του Λεονάρντο αλλάζει και εννοώ πως ο Λεονάρντο φέρνει τις γυναίκες στο προσκήνιο, εκεί δηλαδή που όφειλαν να βρίσκονται ως σύντροφοι και σύζυγοι, ως αδερφές, ως μητέρες και ως όντα ισότιμα με τον άνδρα, κάτι φυσικά που για την εποχή αποτελούσε σκανδαλώδη σκέψη. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως η μόνη ζωγράφος που τόλμησε να πάει ενάντια στο ρεύμα της εποχής υπήρξε η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι με το απαράμιλλο θάρρος και την γενναιότητα που την διέκριναν. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι λοιπόν, αυτός ο πολυμήχανος σύγχρονος Οδυσσέας της Αναγέννησης, υπηρέτησε την γυναίκα δια της τέχνης του μιας και ο ίδιος είχε μέσα του ένα μικρόβιο θηλυκής σχεδόν ευαισθησίας, αγαπούσε τις γυναίκες και είχε εντελώς άλλη αντίληψη από τους σύγχρονούς του.
Πίσω στην ιστορία λοιπόν, ο αναγνώστης περιδιαβαίνει στο μονοπάτι των γεγονότων και των μαχών που σημάδεψαν μια πολύ κρίσιμη περίοδο για τα ευρωπαϊκά δρώμενα της εποχής εκείνης. Συμμαχίες, «μαχαιρώματα» πίσω από την πλάτη, δολοπλοκίες και δολοφονίες ισχυρών ανδρών βρίσκονταν στο καθημερινό δελτίο και ο συγγραφέας καταθέτει όλα όσα κλόνισαν τις αυλές της Φλωρεντίας και του Μιλάνου. Η Κατερίνα Σφόρτσα είναι εκείνη που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας ενώ παράλληλα ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας της Χαράς, η οποία μετά από δραματική έκβαση καταφέρνει να βρει καταφύγιο στην τότε ιταλική επικράτεια και να καταλήξει να υπηρετεί την ισχυρή Κατερίνα Σφόρτσα ενώ με το τραγικό τέλος της Κατερίνας επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνονται οι εξελίξεις είναι χαρακτηριστικός της έντασης αλλά και της δραματικότητας των στιγμών από μια γυναίκα, την Κατερίνα Σφόρτσα, η οποία μοιάζει πιο πολύ σε άνδρα ως προς την αποφασιστικότητα και την γενναιότητά της καθώς υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τα εδάφη της.
«Η Κατερίνα Σφόρτσα, σαν νέος ζωντανός θρύλος και κυκλοφορώντας σχεδόν πάντοτε δημόσια με το γυμνό ξίφος στο χέρι και με κομμάτια της σιδερένιας αστραφτερής πανοπλίας της πάνω στο κορμί της, χάραζε στη Ρωμανία το έπος της ακατανίκητης βιράγκο. Της πολεμοχαρούς λέαινας που διατράνωνε σε εχθρούς και φίλους πως η επικράτειά της βρισκόταν σε χέρια πανίσχυρα, έτοιμα για όλα προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντά της». Ο κόσμος και η ιστορία θα θυμούνται την Κατερίνα Σφόρτσα για το σθένος της, την προσωπικότητά της και το θάρρος της ενώπιον όσων επιβουλεύονταν τα εδάφη της, ένα πρόσωπο γυναικείο που σίγουρα εμπνέει ακόμα και σήμερα. Τέτοια μυθιστορήματα μας ταξιδεύουν στον χρόνο και μας θυμίζουν πως οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι.
«Με τα ξανθά της μαλλιά ξέμπλεκα να χύνονται ανάκατα στους ώμους και να ανεμίζουν με δύναμη τον αέρα, ζωσμένη ένα γυαλιστερό ατσάλινο θώρακα και με το μακρύ ξίφος στο χέρι, έμοιαζε με επιβλητική θεότητα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας»
