Arno Schmidt, Μαύροι καθρέφτες, Εκδόσεις Κίχλη

Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα κανονικό μυθιστόρημα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα δυστοπικό μυθιστόρημα, καθώς ενέχει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και μιλά για ένα αλλόκοτο μέλλον, θα μπορούσαμε ακόμα να το λογίσουμε και ως ένα μυθιστόρημα κοινωνικό ή ψυχολογικό. Και όμως δεν κατηγοριοποιείται εύκολα, είναι ένα ξεχωριστό μεταφυσικό και εκκεντρικό σύγγραμμα που συμπυκνώνει όλο τον ψυχισμό και την αγωνία του συγγραφέα για μια μεταπολεμική Ευρώπη που παραμένει πολύ ρευστή, όταν αυτό γράφεται το 1951 και το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο. Ο Σμιτ δεν είναι ένας επαγγελματίας της συγγραφής με την σημερινή ορολογία, είναι ένα ανήσυχο πνεύμα που εξωτερικεύει και καταθέτει ένα ιδιότυπο αφηγηματικό ύφος μέσα από ένα λεξιλόγιο και μια γλωσσική επεξεργασία ενίοτε δυσνόητη.

Ένας γρίφος λογοτεχνικός για δύσκολους λύτες

Είναι ουσιαστικό να μιλήσουμε για την μεταπολεμική Ευρώπη και για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής γιατί το βιβλίο εμπνέεται από την κατάσταση της περιόδου και ο ίδιος ο συγγραφέας βιώνει την περιδίνηση μέσα σε μία ατμόσφαιρα που ακόμα μυρίζει μπαρούτι. Η Ευρώπη της εποχής βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι αποφάσεων και κρίσιμων κρίσεων μετά από έναν καταστροφικό και αιματηρό Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Όπως είχε πει κάποτε και ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ “πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν”. Η επιλογή να ξανακυλήσει ο κόσμος σε μία σύρραξη δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ούτε σχέδιο συνωμοσίας και μία τέτοια εξέλιξη πρέπει να αποφευχθεί.

Ο Σμιτ μάς εντάσσει σε ένα περιβάλλον πολεμικό καθώς μόλις έχει τελειώσει ο Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος και άρα όλα γύρω έχουν υποστεί το τελικό χτύπημα το οποίο όλοι απεύχονταν. Ο κόσμος γύρω από τον Σμιτ μεταβάλλεται συνεχώς και εκείνος όπως και οι άνθρωποι εκείνης της εποχής παρακολουθούν με τρόμο τις εξελίξεις και μέσα από την αφήγηση του συγγραφέα ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν πολλές φορές παραληρηματικό λόγο γιατί αυτό συνταιριάζει και συμβαδίζει με όσα έχουν απομείνει. Ο ήρωας του Σμιτ είναι συγκλονισμένος, καταρρακωμένος αλλά ταυτόχρονα μοιάζει και λυτρωμένος και η αναδρομή του στα των Αρχαίων Ελλήνων και στους επιγόνους τους δεν είναι παράταιρα, είναι μία ενδόμυχη ανάγκη να συνδεθεί με ένα ένδοξο παρελθόν για να ξεχάσει ένα αποτρόπαιο παρόν. Ο Σμιτ γράφει με έναν τρόπο πολύ ωμό, σκληρό αλλά συνάμα και άμεσο, ο λόγος του είναι πεζός αλλά ενέχει τρομακτική ποιητικότητα που μοιάζει να γεννάται από τα όσα εκτυλίσσονται γύρω.

Με αναφορές λοιπόν στην Αρχαία Ελλάδα και με προσπάθεια, ο άνθρωπος και πρωταγωνιστής του βιβλίου αναζητά καταφύγιο σε έναν κόσμο που τον έχουν κατασπαράξει οι θύελλες του πολέμου. Ο αφηγητής αγωνίζεται και πάσχει να κρατηθεί με λιγοστές δυνάμεις έχοντας για βάση του τις αρχές του Διαφωτισμού έχοντας ήδη αποκηρύξει τα όσα παρακμιακά άφησε πίσω του ο πολιτισμός που μόλις χάθηκε. Μια εικόνα χίλιες λέξεις μέσα από τις εικόνες που συμπληρώνουν και συνοδεύουν την αφήγηση και μέσα από τον ασπρόμαυρο και εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα τους τονίζεται όσο τίποτε άλλο η τραγικότητα των όσων συμβαίνουν αλλά και η ρευστότητα των πραγμάτων για τον μοναχικό ταξιδιώτη της νέας εποχής. Αντιμέτωπος με τις ερινύες και στοχαζόμενος τα όσα συμβαίνουν, ο αφηγητής βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση προσπαθώντας παράλληλα να ερωτευτεί και να αναστήσει τη χαμένη ζωή.

Αυτή του η φιλοσοφία αποκαλύπτεται σε κάθε ευκαιρία γιατί τώρα έχει άπλετο χρόνο να σκεφτεί και συλλογιστεί τα όσα λαμβάνουν χώρα γύρω του, να τα αναλύσει και να επαναπροσδιορίσει την θέση του στον νέο κόσμο. “Το ανθρώπινο γένος έχει από τη φύση του όλες εκείνες τις παρακαταθήκες που είναι απαραίτητες για την αντίληψη, την παρατήρηση, τη σύγκριση και τη διάκριση των πραγμάτων. Γι’ αυτές τις ασχολίες δεν έχει πρόχειρο μόνο το παρόν, όπως επίσης δεν έχει στη διάθεσή του, για να γίνει σοφό, μόνο τις δικές του εμπειρίες: ελεύθερα μπορεί επιπλέον να χρησιμοποιήσει τις εμπειρίες όλων των προηγούμενων εποχών και τις παρατηρήσεις ενός αριθμού ευφυών ανθρώπων οι οποίοι, αρκετές φορές τουλάχιστον, είδαν τα πράγματα από τη σωστή σκοπιά”.

Πρόκειται για ένα κείμενο πολύ ζωντανό και πολύ επίκαιρο, όσο και αν αυτές οι λέξεις είναι κοινότοπες και χιλιοειπωμένες, εδώ ωστόσο ο αφηγητής μιλάει στο τότε αλλά βρίσκει όλη του η κατάθεση εφαρμογή στο σήμερα και στα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Είναι πιθανός ένας Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος και βρίσκεται άραγε ο πολιτισμός μας σε παρακμή; Γιατί η μετά τον πόλεμο Ευρώπη μόνο πνευματικά φτωχή δεν ήταν και όσα περιγράφει ο Σμιτ μοιάζουν να έρχονται από ένα επιταχυμένο μέλλον που ο ίδιος διαβλέπει με την οξυδέρκειά του. Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον και πόσο αυτοί οι καθρέφτες είναι δυνατόν να αντανακλούν τον χειρότερό μας εαυτό και την παρακμή που εμείς μπορούμε να προκαλέσουμε στον κόσμο γύρω μας; Ο Σμιτ, πρωτοπόρος της σκέψης και ενώπιον διλημμάτων και πολλαπλών ερωτημάτων, έριξε το κέρμα στο πηγάδι της σκέψης, μένει σε εμάς να το πάρουμε και να το εξετάσουμε με πολλή προσοχή και να αναλογιστούμε τα όσα γράφει και μετέφρασε εξαιρετικά ο Γιάννης Κοιλής, ο οποίος επιμελήθηκε και το επίμετρο του βιβλίου καθώς και τις σημειώσεις.

“…πνεύμα θα ‘πρεπε να ‘ναι κανείς: να πετάς πάνω από τα λιβάδια του φθινοπώρου, έτσι τον φαντάζομαι τον δροσερό παράδεισό μου…”

“…Κάτω από τα φαρδιά ξύλινα γεφύρια έβλεπε κανείς αναστατωμένος τις αδυσώπητες σιδηροτροχιές να προχωρούν ολόισια προς τον χλωμιασμένο ουρανό ͘  κομματιασμένα χωράφια απλώνονταν ώς το πιο μακρινό γαλάζιο͘  τα σούρβα κρέμονταν σαν φλογερά τσαμπιά από τους αγκαθερούς θάμνους, σύρμα κοκαλωμένο͘  σκόρπια δεμάτια στα χωράφια, όμοια με τυλιγμένα χρυσά σύρματα που λικνίζονται ͘  παντού να πετούν φύλλα με χρώματα μαγικά και να αντηχεί άνεμος ανάμεσα στα κόκκινα κλαδιά”