Δύο λαμπρές μορφές της διανόησης, ποιητές και οι δύο της ζωής και του έρωτα, άνθρωποι και εργάτες του πνεύματος με όλη την σημασία της λέξης, ακούραστοι μελισσοκόμοι της σκέψης και όχι απλοί επισκέπτες μιας κάποιας πνευματικής διεργασίας απλά για το θεαθήναι, υπήρξαν Ελύτης και Εμπειρίκος. Εδώ συναντιούνται καθώς ο Οδυσσέας Ελύτης του Άξιον Εστί γράφει για τον εξέχοντα ταξιδιώτη ποιητή της Οκτάνας Ανδρέα Εμπειρίκο. Μιαν άλλη αναφορά στον Γκρέκο όπως είχε κάνει χρόνια νωρίτερα ο Καζαντζάκης, ένα μαγικό ταξίδι στον ποιητικό λόγο και μία απαστράπτουσα συνύπαρξη υπό έναν κοινό ουρανό. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι σαν τον Ελύτη και τον Εμπειρίκο είχαν ένα δικό τους προσωπικό και ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας, υπόγειο και αόρατο αλλά τόσο ουσιαστικό, που εμάς μας αρκεί να τους διαβάζουμε και ας μην είμαστε σε θέση παρά να κατανοήσουμε κάποια βασικά τους στοιχεία.
Ένας διαχρονικός και οικουμενικός γητευτής των λέξεων
Μήπως άλλωστε αυτή δεν είναι και η μαγεία της λογοτεχνίας και της ποίησης εν γένει; Τι νόημα θα είχε όλα να αποκαλύπτονταν με τη μία φορά και δίχως κόπο; Είμαστε τυχεροί και ευλογημένοι που έχουμε στα χέρια μας βιβλία σαν και αυτό, μαρτυρίες και αφηγήματα που κοσμούν την πνευματική κληρονομιά αυτού του τόπου που όλο και φτωχαίνει πνευματικά. Η αναδρομή στο παρελθόν μας, το πρόσφατο και απώτερο, δεν είναι παρελθοντολαγνεία, είναι κορυφαία δράση για ανάδειξη του παρελθόντος και του παρόντος μας με βλέμμα στο μέλλον. Διαβάζοντας τα λόγια του Ελύτη μόνο ενεοί και αποσβολωμένοι μένουμε εμπρός στο μεγαλείο της απλότητας και της ομορφιάς του λόγου τους. Δεν χρειάζονται τυμπανοκρουσίες και υπερβολές, ούτε φτιασιδώματα και μεγαλοστομίες. Αρκούμαστε στα λίγα για να μην ζητάμε τα πολλά και συνηθίσουμε.
Ο δικός τους κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από υλικά αλλά από κομμάτια γης, μιας γης και ενός τόπου που υμνούν στα έργα τους. Αρκεί μία κόλλα χαρτί και ένα μολύβι, μια ελιά, ένα καράβι και ένας ήλιος για να ανασυνθέσουν το τοπίο της χώρας που τους γέννησε και τώρα εγκιβωτίζει στο χώμα της. Αυτή η αναφορά είναι μια ελεγεία του ενός στον άλλον, είναι μια αναγνώριση δίχως επιφύλαξη του ενός στον άλλον δίχως αντάλλαγμα. “Αυτά που φανταστήκαμε υπήρξαν. Ή θα υπάρξουν. Ο χρόνος μέσα στα ποιήματα που γράφουμε, τώρα φανερώνεται πόσο ασύλληπτος εστάθηκε για τους επιστήμονες όλων των καιρών. Και το ζευγάρι που πρόφτασε κιόλας να φιλιέται πίσω από τις δεμένες και στερεωμένες επάνω στην κουπαστή, βάρκες, δεν είναι κατά βάθος παρά μιά επί πλέον επιβεβαίωση της αδεξιότητας που μας πλήττει μπροστά στην ιδέα του θανάτου”.
Ο Ελύτης αφιερώνει τον λόγο του στον σπουδαίο Εμπειρίκο σε μία τύπου εξομολόγηση προς έναν ποιητή λόγιο αλλά και άνθρωπο της διπλανής πόρτας παρά το αριστοκρατικό της καταγωγής του. Ο Εμπειρίκος έφερνε στην ελληνική ποίηση το μικρόβιο του υπερρεαλισμού και τις σπουδές του στην ψυχιατρική, κόμιζε στον λόγο του και σμίλευε με τις λέξεις του αυτό τον ονειρικό κόσμο των σουρεαλιστών που ζούσε κυρίως η Γαλλία στο Παρίσι της εποχής. Ταγμένος και καθισμένος στο άρμα της ανακάλυψης νέων εκφραστικών μονοπατιών, ο Ανδριώτης ποιητής κουβαλούσε τη θάλασσα και το αλάτι της και τα πάντρευε με την επιστήμη που τόσο αγάπησε και μέσα από την οποία προέκυψαν τόσες και τόσες ποιητικές συλλογές όπως η Υψικάμινος, η Οκτάνα αλλά και το εμβληματικό έργο του Μεγάλου Ανατολικού.
Εδώ λοιπόν διασταυρώνεται και συναντιέται η αγάπη για την ποίηση μέσα από τα λόγια του Ελύτη που με λυρικότητα, ποιητικότητα, τρυφερότητα αναλύει από τη μία μεριά το έργο του Εμπειρίκου ενώ από την άλλη αναφέρεται με σεβασμό αλλά και συναισθηματική φόρτιση στον εκλιπόντα ποιητή που άφησε τόσο ανεξίτηλα το στίγμα του στην ελληνική λογοτεχνία. Και γράφει για παράδειγμα σχετικά: “Μες από τις περιδινούμενες, τις ζαλιστικές φράσεις των πρώτων του ποιημάτων και κάτω από τη φαινομενική ομοιομορφία της αυτόματης γραφής, πραγματικά, τα χρώματα μιας “άλλης αυγής” διαγράφονται στον ορίζοντα. Και ο επαρκής αναγνώστης, σαν μες από ρωγμές καταφερμένες πάνω στη συμβατική πραγματικότητα, διακρίνει την έκταση μιας καινούργιας χώρας όπου η Ηδονή αφυπνίζεται και ζητά να περιβληθεί τα βασιλικά της διάσημα”.
Απλώνεται λοιπόν πάνω στον αναγνώστη όλο το πέπλο του ελληνικού λογοτεχνικού γίγνεσθαι σε συνάρτηση με την δυτική πραγματικότητα του κινήματος του σουρεαλισμού καθώς η ποίηση του Εμπειρίκου μπορεί και περνά τα ελληνικά σύνορα και διαχέεται ελεύθερη και οικουμενική σε όλη την υφήλιο με την ίδια άνεση και χάρη που εμείς ανατρέχουμε στον συγγραφέα του μανιφέστου και ποιητή Αντρέ Μπρετόν. Ο Εμπειρίκος εξάλλου συμμετείχε και συμπρωταγωνίστησε σε εκείνο το εορταστικό και άκρως καλλιτεχνικά επαναστατικό κλίμα της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. “Πάρε τη λέξη μου δώσε μου το χέρι σου” λέει ο Εμπειρίκος και αυτή είναι μία πρώτης τάξεως πρόσκληση για τον αναγνώστη να χαθεί στα λεγόμενα του Ελύτη και να προσγειωθεί με το αερόστατο της ποίησης στον διάδρομο της γραφής του Εμπειρίκου για να γνωρίσει τον άνθρωπο και δημιουργό που δεν θα πάψει να μνημονεύεται όσα χρόνια και αν περάσουν. Είθε εμείς να λαμβάνουμε για πάντα τους καρπούς της σκέψης αμφότερων!
“Αν υπάρχει κάτι πού περνάει από χέρι σε χέρι, αυτό είναι η ανθρωπιά”
“Βάζοντας σε ίση μοίρα λογικά και παράλογα, σημαντικά και ασήμαντα, δημοτικίζοντα και καθαρεύοντα, εξαλείφει τις διακρίσεις που ανέκαθεν στηρίξανε την Ελληνο-Δυτική διανόηση, προκαλώντας το επαναστατικό μας ένστικτο σε μια διέγερση πού σκοπεύει πέραν από τον τομέα των κοινωνικοπολιτικών επιδιώξεων ν’ αγκαλιάσει, στο σύνολο της ψυχοσωματικής του οντότητας, τον άνθρωπο”.