Rosella Postorino, Στο τραπέζι του λύκου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

Μπορεί ο ολέθριος και καταστροφικός Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος να έχει λήξει πριν από σχεδόν 75 χρόνια, όμως τα γεγονότα που έλαβαν χώρα καθ’ όλη τη διάρκειά του δεν έχουν πάψει να απασχολούν τους ιστορικούς και τους απανταχού συγγραφείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό το βιβλίο που πραγματεύεται:  τη ζωή των γυναικών εκείνων που είχαν “προσληφθεί” ή καλύτερα που είχαν επιστρατευθεί ως δοκιμάστριες του φαγητού του Φίρερ, ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση δηλητηρίασής του. Οι γυναίκες αυτές δεν προσήλθαν με τη δική τους θέληση αλλά τους επιβλήθηκε πολλές φορές, ακόμα και με βίαιο τρόπο να υπηρετήσουν την αρρωστημένη ψύχωση του δυνάστη Χίτλερ που με όπλο την εξουσία του δεν δίσταζε να εκμεταλλεύεται τον κάθε άνθρωπο προς όφελός του.

Η συγγραφέας διεισδύει στον αλλόκοτο και φοβισμένο κόσμο γυναικών που υπέφεραν τα πάνδεινα, γυναικών που παρά τη θέλησή τους και πολλές φορές ενάντια στα πιστεύω τους δέχτηκαν να γίνουν πειραματόζωα για χάρη ενός άρρωστου αλλά συνάμα και επικίνδυνου ανθρώπου. Ζούσαν την κάθε στιγμή και την κάθε μέρα της ζωής αυτής σαν να ήταν η τελευταία τους με τον διαρκή φόβο του θανάτου να τις διακατέχει. Οι περιγραφές των στιγμών που εξασφάλισε η συγγραφέας με την αφήγησή της είναι ωμές, σκληρές και αποκαλυπτικές, αλλά την ίδια στιγμή είναι πραγματικά αληθινές, είναι αποτέλεσμα τόσο έρευνας όσο και μυθοπλασίας και προσφέρουν στον αναγνώστη άγνωστες και απόκρυφες στιγμές μιας αδυσώπητης όσο και οδυνηρής πραγματικότητας. Πώς μπορεί κανείς να μην συγκλονιστεί, να εξοργιστεί ή και να συγκινηθεί όταν διαβάζει τα αποτρόπαια εγκλήματα και τις φρικιαστικές λεπτομέρειες των ιθυνόντων;

Επικίνδυνα μαγειρέματα με θύματα αθώες γυναίκες

Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή του πολέμου και ο Χίτλερ, μέσα στην παράνοιά του, νιώθει όλο και περισσότερο απειλούμενος ακόμα και από το ίδιο του το περιβάλλον, φοβάται πως κάτι του ετοιμάζουν και πως στήνεται ολόκληρη συνωμοσία εις βάρος του με σκοπό να τον αποτελειώσουν, δεν είναι καθόλου τυχαίο η απόπειρα δολοφονίας του που τελικά ο ίδιος κατά τύχη γλίτωσε και κόστισε τον σοβαρό τραυματισμό ενός συνεργάτη του κύκλου του. Σε αυτό το πλαίσιο και υπό τον διαρκή τρόμο να τον έχει ουσιαστικά αποδιοργανώσει αποφασίζει να συμπεριλάβει στην “ναζιστική μηχανή” τις λεγόμενες δοκιμάστριες που για χάρη μιας χώρας που υποτίθεται πως θα υπερασπιστούν θα δοκιμάζουν το φαγητό του και θα είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή και ώρα να θυσιαστούν τρώγοντας το δηλητήριο.

Οι γυναίκες αυτές δεν ήταν ναζίστριες, δεν ανήκαν καν στον ιδεολογικό κύκλο του Χίτλερ και των υπολοίπων αξιωματικών των Ες Ες, ήταν απλές  και καθημερινές γυναίκες, Γερμανίδες που κρίθηκαν πως μπορούσαν και έπρεπε να επιτελέσουν αυτήν την τόσο κρίσιμη και σοβαρή για το καθεστώς αποστολή. Έπρεπε να κατανοήσουν πως με αυτόν τον παράξενο τρόπο θα υπηρετούσαν έναν ανώτατο σκοπό που δεν ήταν άλλος από τη σωτηρία του Μεσσία του γερμανικού έθνους, του ανθρώπου που θα άλλαζε τον κόσμο για χάρη της Γερμανίας και θα τοποθετούσε την Γερμανία εκεί που της άξιζε μετά την ταπεινωτική ήττα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η πρωταγωνίστρια Ρόζα καταθέτει: “Την πρώτη φορά που ανέβηκα στο πουλμανάκι περίμενα να βρω μια φωλιά από ένθερμες ναζίστριες, με τραγούδια και σημαίες ͘  σύντομα κατάλαβα πως δεν ήταν η πίστη στο Κόμμα το κριτήριο επιλογής, παρά ίσως μονάχα για τις Δαιμονισμένες”.

Εδώ δινόταν μια μάχη, μια καθημερινή μάχη επιβίωσης για αυτές τις γυναίκες, οι οποίες ουσιαστικά δεν γνώριζαν αν θα ξανάβλεπαν τους δικούς τους ανθρώπους ή θα γύριζαν σπίτι τους το βράδυ. Κάθε φορά που καλούνταν να δοκιμάσουν το φαγητό ένιωθαν πως θα ήταν και η τελευταία φορά που θα ανέπνεαν, ένα συναίσθημα που περιγράφει παρακάτω και η Ρόζα, η οποία περιγράφει όσο φρικτά έζησε είναι χαρακτηριστική: “Η μάχη μου με το δηλητήριο ήταν πολύ υψηλό στοίχημα γιατί τα πόδια δεν έτρεμαν κάθε φορά που η πληρότητα χαμήλωνε τις άμυνες” {…} “Δεν αξίζω τίποτα, εκτός απ’ αυτό που κάνω: να τρώω την τροφή του Χίτλερ, να τρώω για τη Γερμανία όχι επειδή την αγαπώ, ούτε καν από φόβο. Τρώω την τροφή του Χίτλερ γιατί αυτό είναι που αξίζω, που είμαι”.

Την ίδια στιγμή η πίεση και ο συναισθηματικός εκβιασμός, οι απειλές κατά των οικείων τους ήταν καθημερινό φαινόμενο και σαφώς η άρνηση παρουσίας ήταν κάτι απαγορευτικό. Στην περίπτωση της Ρόζας για παράδειγμα δεν υπήρχε περίπτωση να μην εμφανιστούν στο σπίτι των πεθερικών αξιωματικοί των Ες Ες για να την αναζητήσουν όταν καθυστερούσε να φανεί. Το πουλμανάκι ήταν αυτό που της θύμιζε ανά πάσα στιγμή το καθήκον της προς την πατρίδα, αλλά τελικά ποια πατρίδα; Αυτήν που της πήρε μακριά τον άντρα της, τον Γκρέγκορ ή μήπως αυτήν που της σκότωσε τους γονείς και έμεινε τώρα να ζει με τα πεθερικά της. Η μήπως αυτήν που την ανάγκασε να κάνει έρωτα χωρίς τη θέλησή της με έναν αξιωματικό για να μην υποστεί χειρότερες συνέπειες; Η συγγραφέας καταγράφει όλα αυτά που εμείς δεν θα γνωρίζαμε αν δεν υπήρχαν οι μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν από τη φρίκη και βροντοφώναξαν ποτέ ξανά τέτοια μαρτύρια και τέτοιους ψυχικούς και σωματικούς βασανισμούς.

“Ζούσαμε μια ακρωτηριασμένη εποχή, που ανέτρεπε κάθε βεβαιότητα και σκόρπιζε οικογένειες, διαστρέβλωνε κάθε ένστικτο επιβίωσης”.

“Η ικανότητα προσαρμογής είναι ο μέγιστος πόρος που διαθέτουν τα ανθρώπινα πλάσματα, αλλά όσο περισσότερο προσαρμοζόμουν τόσο λιγότερο άνθρωπος ένιωθα”.