Με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία που παραπέμπουν στη ζωή του ίδιου του συγγραφέα, ο Ναμπόκοφ γράφει αυτό το βιβλίο στα αγγλικά πολύ νωρίς και είναι το πρώτο που θα γραφτεί στα αγγλικά. Παρακολουθούμε από κοντά την αγωνία και την ανησυχία ενός συγγραφέα, του Σεμπάστιαν Νάιτ για τα γραπτά του και το μέλλον του στη συγγραφή. Μετά τον θάνατό του, ο ετεροθαλής αδελφός του καλείται να μιλήσει για τον διάσημο αδελφό του και να γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή του, μια αποστολή ιδιαίτερα δύσκολη καθώς ο ίδιος δεν διαθέτει το αφηγηματικό χάρισμα του αδερφού του. Έχει πολλούς συμβολισμούς η ιστορία που πλάθει ο Ναμπόκοφ καθώς εκτός το ότι αγγίζει πλευρές και πτυχές της δικής του ζωής όπως έκανε στο Μίλησε, μνήμη, παραθέτει και τον πυρετό δημιουργίας που νιώθει ο λογοτέχνης στην προσπάθειά του να παράγει έργο. Άρα, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τα εμπόδια και τις δυσκολίες ενός δημιουργού και ουσιαστικά παρατηρεί τις διεργασίες που γίνονται για να έρθει το αποτέλεσμα.
Η πορεία προς την δημιουργία είναι ένας δρόμος γεμάτος εμπόδια και δυσκολίες
Σημαντικό κομμάτι στην ιστορία είναι οι έρωτες του Σεμπάστιαν Νάιτ για τους οποίους μαθαίνουμε από την έρευνα που γίνεται στο όνομά του. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ όπως ο Μπαλζάκ, ο Λακλό και άλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους διαμορφωτές της φιλοσοφικής λογοτεχνίας που πραγματεύεται το θέμα των σχέσεων και δη του έρωτα, γιατί ο Ναμπόκοφ δεν γράφει απλώς, αλλά παράλληλα στοχάζεται. Ο έρωτας είναι ικανός για όλα, έχει εκείνο το μαγικό ραβδί να συγχωρεί αλλά και να κατακεραυνώνει, να σμίγει μικρούς και μεγάλους εραστές σε ένα παιχνίδι δίχως τελειωμό, χωρίς αναισθητικό, σαν τα σύννεφα που χορεύουν στο ρυθμό του ήλιου και εκείνος λατρεύει να παίζει πίσω τους το δικό του κρυφτό μέχρι να τους αποκαλυφθεί. Ο έρωτας είναι λυτρωτικός, είναι επαναστατικός, έχει εκείνη την σκόνη που διώχνει πάνω από τους διστακτικούς το μικρόβιο της αμφιβολίας ακόμα και σε δύσκολες περιστάσεις.
Κεντρικό χαρακτηριστικό που ορίζει αυτό το μυθιστόρημα, ένα αριστούργημα λογοτεχνικής φύσεως και ένα κείμενο που ο ίδιος είχε πει πως του δημιουργεί τη μεγαλύτερη ευτυχία, είναι το πεπρωμένο του ήρωά του και οι συνέπειες που ακολουθούν. Ο ήρωάς του είναι σάρκα και αίμα της τρωτής ανθρώπινης μοίρας που ορίζεται από τα τωρινά και παρελθοντικά πάθη του έρωτα και του πόθου. Είναι όμως και ένα θύμα της ίδιας του της ύπαρξης, ένας σχοινοβάτης των ονείρων του, ένας ηνίοχος του οποίου το άρμα δεν δύναται να οδηγηθεί ορθόδοξα και για αυτό παρεκκλίνει και χάνει τα πατήματά του. Πρόκειται για έναν ήρωα καθαρά τσεχοφικό, παρμένο από μια άλλη εποχή που επανασυστήνεται στον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν αλλά μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι θα κάνουν πάντα τα ίδια λάθη. Η αφηγηματική ευφυΐα του Ναμπόκοφ και η λογοτεχνική του δεξιότητα αποκαλύπτονται με υπέροχο και μοναδικό τρόπο άλλη μία φορά ενώπιόν μας και τον κατατάσσουν αναμφίβολα ως έναν από τους κορυφαίους του είδους.
Ο Ναμπόκοφ καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς της μοίρας του ήρωά του και να μοιραστεί μαζί μας το πεπρωμένο του που μοιάζει αναπόφευκτο, μοιάζει σαν ένα αυτοκίνητο που ήδη κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το γκρεμό ονειροπαρμένος από μια πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή. Διακρίνεται μια ομοιότητα μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και του έργου του Ναμπόκοφ καθώς διαβάζοντας το βιβλίο αναμένουμε αναμφίβολα και την έλευση της κορύφωσης, σαν ο χορός να ακούγεται από πίσω υπόκωφα ενώ η πλοκή συνεχίζει να διαδραματίζεται. Ο ετεροθαλής αδελφός και αφηγητής της ιστορίας πασχίζει να ανακαλύψει τα όσα έκρυβε ο Σεμπάστιαν Νάιτ και ανακαλύπτει πως ο ίδιος ίσως και να μην είναι ικανός να καταγράψει όλα αυτά σε ένα βιβλίο που τελικά δεν θα είναι μόνο αφιέρωμα στον αδερφό του αλλά και απόδειξη πως ο ίδιος κατέχει το άθλημα του λογοτέχνη.
“Προσπάθησα να σχηματίσω μια συνεκτική εικόνα του ετεροθαλούς αδελφού μου, όπως την έβλεπα στα παιδικά μου χρόνια μεταξύ ας πούμε 1910 (τον πρώτο χρόνο που απέκτησα συνείδηση των πραγμάτων) και 1919 (οπότε έφυγε για την Αγγλία). Αδύνατον ͘ η εικόνα του δεν υπάρχει ως αναπόσπαστο συστατικό των παιδικών μου χρόνων, και άρα ούτε ως αντικείμενο ατελείωτων παραστάσεων ούτε εμφανίζεται σε μια ακολουθία οικείων παραστάσεων αλλά μόνο ως φωτεινό απόσπασμα, λες και δεν ήταν μέλος της οικογένειας…” διαβάζουμε από τον αφηγητή σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφηθεί το ποιόν του Σεμπάστιαν Νάιτ, αυτού του τόσο αινιγματικού συγγραφέα. Ο Ναμπόκοφ, όπως και στην Απόγνωση που είχε γράψει λίγο νωρίτερα, επιλέγει να επιστρατεύσει έναν άλλο εαυτό για να μας αφηγηθεί τα αδιέξοδα που μπορεί να σκοτεινιάσουν τον ουρανό ενός ανθρώπου. Είναι πολύ πιθανόν και ο ίδιος να ένιωθε δέσμιος των φόβων του για το θέμα της συγγραφής και για αυτό να προσπαθεί να ξεκλειδώσει την σκέψη του μέσω της γραφής ώστε να λυτρωθεί από τα δεσμά της αμφιβολίας που τον έχουν καταβάλει.
Ο Ναμπόκοφ, κατά μία έννοια, ψυχογραφεί και τον άνθρωπο της εποχής του όπως και κάθε εποχής, έναν εγωιστή, συμφεροντολόγο, επιπόλαιο και εμμέσως πλην σαφώς καταδεικνύει την επιφανειακότητα των ανθρώπινων σχέσεων που βιώνουν κρίση στην περίοδο του μεσοπολέμου. Αυτή η κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις και στην αδιαφορία για τον πλησίον ενδεχομένως να αποτέλεσαν και το κρίσιμο εφαλτήριο για την κατάπτωση των αξιών και την άνοδο των ανθρώπων που έσπειραν την απόγνωση σε μία ολόκληρη χώρα. Ο ήρωας του Ναμπόκοφ, ο ετεροθαλής αδελφός, είναι σάρκα εκ της σαρκός του και καθρέφτης της ιδιοσυγκρασίας του, είναι ένας ναυαγός που αναζητά σχεδία μέσα από τη διαδικασία της δημιουργίας, μια σανίδα σωτηρίας για να αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα να μεγαλουργήσει, το αν θα το καταφέρει τελικά αυτό θα φανεί.
“Μερικές φορές ένιωθε σαν παιδί που του δίνουν ένα συνονθύλευμα συρμάτων και το διατάζουν να παράξει το θαύμα του φωτός. Και το κατάφερνε ͘ μερικές φορές δεν συνειδητοποιούσε τον τρόπο που το κατάφερνε και άλλες παίδευε τα σύρματα με τον πιο λογικό τρόπο χωρίς το παραμικρό αποτέλεσμα”