“Εμπιστεύτηκα τη διαχείριση της ιεραποστολής στα χέρια των ιθαγενών ιεραποστόλων και πολύ φοβάμαι πως η κατάσταση θα τους έχει ξεφύγει. Είναι ενάρετοι άνθρωποι, δεν έχω τίποτα να τους καταλογίσω, αληθινά χριστιανοί, ευσεβείς και θεοσεβούμενοι – η ευλάβειά τους θα έκανε πολλούς χριστιανούς στην πατρίδα να ντρέπονται -, ωστόσο τους λείπει οικτρά ο δυναμισμός”. Αυτά αναφέρει ο ιεραπόστολος κύριος Ντέιβιντσον και η σύζυγός του που όπως και εκείνος πρεσβεύουν ό,τι πιο φανατικό και δογματικά θρησκευτικό, αποστολή τους η εκ των βάθρων υποδούλωση και μετάλλαξη των ιθαγενών σε έναν τρόπο ζωής που εκείνοι θεωρούν φρόνιμο και συμβατό με την ηθική που διατυμπανίζουν, την πολύ προσωπική τους. Το έτερο ζευγάρι των Μακφαίηλ δεν απέχει πολύ, ο μόνος που σώνεται είναι ο γιατρός που απέχει από την στρατηγική αυτή των συμπατριωτών του.
Κατά τα λοιπά, η γυναίκα του γιατρού και το ζευγάρι των Ντέιβιντσον είναι άνθρωποι που φέρονται παράλογα, δυναμιτίζουν την συμβίωσή τους με τους ιθαγενείς σε κάθε στιγμή, προσβάλλουν τα δικά τους πιστεύω, επιβάλλονται με όπλο την καταπίεση και τον φόβο ενώ περιμένουν από αυτούς συμπεριφορές πλήρους υποταγής και συμμόρφωσης. Ο Μωμ είναι λάβρος κατά των ενεργειών αυτών και στέκεται αγέρωχα επικριτικός σε κάθε μορφή μισαλλοδοξίας, σε έναν κόσμο αποικιοκρατίας που εκείνη την εποχή εδραιώνεται με ρυθμούς γοργούς, έναν κόσμο που σπέρνει τον καθωσπρεπισμό αλλά βουλιάζει στο δήθεν και το μη γιατί έχει παρωπίδες. Στην “Βροχή” εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να καυτηριάσει την υποκρισία και την ηθικολογική συμπεριφορά των ανθρώπων που αδυνατούν να αποδεχτούν την διαφορετικότητα των ιθαγενών που με βία και αδικία έχουν μόλις κατακτήσει.