“Έχοντας ως πρωταρχικό μου σκοπό να βγάλω τη νύχτα και επιδιώκοντας να τον επιτύχω, ανέπτυξα σχέσεις συμπάθειας με ανθρώπους που κάθε νύχτα, όλο τον χρόνο, είχαν μονάχα αυτό τον σκοπό, και κανέναν άλλο”. Ο Τσαρλς Ντίκενς, βάζει τον μανδύα του επιθεωρητή και του δημοσιογράφου, του παρατηρητή και του περιπλανητή και περιδιαβαίνει τους δρόμους και τις περιοχές του Λονδίνου, τις πιο μύχιες και ανεξερεύνητες, για να καταγράψει σε αυτούς τους περιπάτους του την κρυφή ζωή ενός άγνωστου Λονδίνου. Εκεί δηλαδή που μικρά παιδιά βιώνουν δύσκολες συνθήκες και παλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, εκεί που διάφορα αποβράσματα της νυχτερινής ζωής αναμετρώνται σε “μάχες” επιβίωσης υπό το πρίσμα σκοτεινών δράσεων και μιας αστυνομίας που άλλοτε βλέπει και άλλοτε παραβλέπει, εκεί που τα στοιχήματα και ο παράνομος τζόγος δίνουν και παίρνουν υπό τα βλέμματα αδίστακτων περαστικών, έτοιμων για όλα.
Ο συγγραφέας του Όλιβερ Τουίστ, των Μεγάλων προσδοκιών και άλλων εμβληματικών μυθιστορημάτων που τον κατέστησαν ορόσημο για την παγκόσμια λογοτεχνία, εδώ σκιαγραφεί όλα αυτά που ο ίδιος βίωσε και θέλησε να μοιραστεί ως μάρτυρας ενός Λονδίνου που στην εποχή του άκμαζε αλλά πίσω από την κουρτίνα που ο κοινός θεατής δεν μπορούσε να δει, παρήκμαζε. Ο ίδιος πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και βρήκε διαφυγή στην δημοσιογραφία και τις εφημερίδες όπου θήτευσε για να μπορέσει να ορθοποδήσει οικονομικά και να βρει ένα κάποιο καταφύγιο για την ψυχή του. Όπως μαθαίνουμε από την εισαγωγή του βιβλίου, ο Ντίκενς υπέφερε σε μέγιστο βαθμό από αϋπνίες, οι οποίες τον κρατούσαν ξάγρυπνο και “βρίσκει σε αυτές τις περιπλανήσεις το καταπραϋντικό του”. Δεν φείδεται λόγων και τολμά να περιγράψει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια κάθε είδους εγκληματική ή άναρχη δραστηριότητα στα σοκάκια της μεγαλούπολης, εκεί που η ομορφιά συναντά την ασχήμια.