Γιάννης Ράγκος, Μυρίζει αίμα, Εκδόσεις Καστανιώτη

“Λυπάμαι πολύ για τα εγκλήματά που έγιναν χωρίς να το θέλω, αν και μπορούσα να τα αποφύγω. Αν καταδικαστώ σε θάνατο, θα είμαι άξιος της τύχης μου. Τώρα, μόλις κοιμηθώ, έχω εφιάλτες σχετικούς με τα εγκλήματά μα. Δεν μπορούσα να απελευθερωθώ από τον Ντουφτ.” Αυτά αναφέρει ο ένας εκ των δύο δολοφόνων που συγκλόνισαν την ελληνική επικράτεια, αλλά όχι μόνο, αφού η δίκη τους καλύφθηκε και από δημοσιογράφους του εξωτερικού. Σε κάθε περίπτωση, τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν είχαν κύριο κίνητρο την ληστεία για χρήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα αλλά αποδεικνύεται και μία κυρίαρχη μανία θανατικού, ένα αβυσσαλέο πάθος εκ μέρους των δολοφόνων να σκοτώσουν για να σκοτώσουν, αυτό που επιθυμούσαν διακαώς ήταν να σβήσουν τα ίχνη που άφηναν πίσω τους και να μην συνδεθούν οι διάφοροι φόνοι μεταξύ τους. Πράγμα που κατάφεραν μέχρι η τύχη να τους γυρίσει οριστικά την πλάτη.

Φονικά δίχως τέλος

“Οι δύο Γερμανοί είναι σπέρματα των βασανιστών του Νταχάου και του Άουσβιτς. Λίγο ακόμα και θα μετέβαλλαν τα βενζινάδικα της πατρίδος μας σε πρατήρια κρέατος. Οι δύο κατηγορούμενοι αποτελούν ένα αναπόσπαστο ζεύγος εγκλημάτων ίσης αξίας.” Αυτά αναφέρει ένας εκ των δικηγόρων της Πολιτικής αγωγής κατά την δημόσια τοποθέτησή του στο δικαστήριο. Είναι φανερό πως σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου οι δύο Γερμανοί επαναλαμβάνουν εγκλήματα ειδεχθή και φρικιαστικά που στο μυαλό πολλών και ενδεχομένως και στο δικό τους έχουν την φρίκη και την αρρώστια εκείνων των ναζιστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πρόκειται για στυγνούς εγκληματίες που μπροστά στην απόκτηση των πόθων τους δεν υπολογίζουν ανθρώπινη ζωή και δεν έχουν κανέναν απολύτως ηθικό φραγμό.

Μέσα από τις περιγραφές του Γιάννη Ράγκου, ο οποίος με τον ρόλο του δημοσιογράφου και αλλά και του δεξιοτέχνη συγγραφέα καταφέρνει και παντρεύει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα και παραδίδει ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, ο αναγνώστης μαθαίνει, εκτός από την ιστορία και την υπόθεση των εγκλημάτων, πολλές περιφερειακές πληροφορίες σε σχέση με την πολιτική, την ιστορία και ευρύτερα την εποχή της δικτατορίας που τόσο σημάδεψε την ελληνική ιστορία. Είναι ενδεικτικό πάντως το διαστροφικό πνεύμα των δύο αυτών ανθρώπων που έβαλαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο εξόντωσης ανθρώπων, τη δολοφονία των οποίων θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει εφόσον απέκτησαν ό,τι ήθελαν. Το μίσος και το ψυχρό αίμα πραγματικά θυμίζουν ήρωες μυθιστορημάτων, οι οποίοι δεν έχουν καμία ηθική επιταγή που να τους εμποδίζει στην ολοκλήρωση των αρρωστημένων ορέξεων για αίμα και πόνο.

Μια αμφιλεγόμενη παραδειγματική τιμωρία    

“Οι σημερινοί Έλληνες, ως οι πρόγονοί των, πιστεύουν στον Ξένιο Δία. Αλλά ο ίδιος ο θεός έχει και άλλη προσωνυμία. Ελέγετο και Τιμωρός Ζευς. Οι πράξεις τους είναι ομολογημένες. Τα δύο αυτά ανθρωπόμορφα τέρατα κατεξευτέλισαν την αξίαν του ανθρωπίνου αίματος. Δεν είναι ξέφραγο αμπέλι η Ελλάδα για κάθε κανίβαλο, για κάθε αλήτη.” Αυτά είναι τα λόγια του Προέδρου του δικαστηρίου που εκφράζει με υψηλούς τόνους τον αποτροπιασμό του για τα όσο εκτυλίχθηκαν εμπρός στα μάτια τόσων ανθρώπων και κόστισαν στις οικογένειες τους δικούς τους αθώους ανθρώπους. Υπάρχει ένα ίχνος μετάνοιας μόνο από τον έναν εκ των δύο, τον Χανς Μπασενάουερ, ο οποίος προσπαθεί να απολογηθεί για τις πράξεις του αλλά ο λόγος του είναι μάλλον προσχηματικός και όχι τόσο αληθινός.

Αυτό που εισπράττει ο αναγνώστης διαβάζοντας τις καταθέσεις τους αλλά έχοντας μάθει και για τον τρόπο με τον οποίο εξολόθρευαν τους ανυποψίαστους ανθρώπους και θύματά τους, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί όταν εκτελούσαν τις δολοφονίες τους είχαν πλήρη συνείδηση των όσων έκαναν και σε καμία περίπτωση δεν δίστασαν ακόμα και όταν ο Χανς Μπασενάουερ δίσταζε αρχικά και όπως ομολογεί σκότωσε μετά από έντονη πίεση του συνεργάτη και συνδολοφόνου Ντουφτ που ήταν και ο βασικός ιθύνων νους του σχεδιασμού τους. Είναι σαφές όμως πως κανείς δεν σκοτώνει με τόση βιαιότητα και τόση μανία αν δεν θέλει να σκοτώσει και μάλιστα όχι μία αλλά πολλές φορές, με συνεχόμενες μαχαιριές μέχρι τελικής πτώσεως του θύματος.

Η ποινή που τελικά τους επιβλήθηκε ήταν αντίστοιχη των εγκλημάτων τους και αυτό σε μία εποχή που στην Ελλάδα ήταν εντελώς διαφορετική η αντιμετώπιση στην τιμωρία των εγκληματιών. Δεν θα αποκαλύψω τι ακριβώς συνέβη για να το μάθετε από μόνοι σας, γιατί η όλη αφήγηση και η ροή της έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο ως προς την τροπή των πραγμάτων όσο και μέσα από τις καταθέσεις στο δικαστήριο τόσο των δολοφόνων όσο και των μαρτύρων. Οι δύο δράστες εξετάστηκαν και από ψυχιάτρους ως μία τελευταία σανίδα σωτηρίας που προσπάθησαν να επιστρατεύσουν οι ίδιοι και οι δικηγόροι τους για να γλιτώσουν την τελική τιμωρία, όμως φάνηκε ξεκάθαρα πως οι πράξεις τους είχαν οργανωθεί και εκτελεστεί με καθαρότητα μυαλού και απάνθρωπη αποφασιστικότητα που ολόκληρη η Ελλάδα τότε συγκλονίστηκε και τα εγκλήματα αυτά ανήκουν στην ιστορία των πιο φρικιαστικών που έγιναν ποτέ.

“Γνωστόν το τέχνασμα της ψυχιατρικής εξετάσεως, όταν πάσα άλλη ελπίς έχει εκλείψει”.

“Όταν έχεις να κάνεις αποδεδειγμένα με δολοφόνους, όλα επιτρέπονται”.