Κάθριν Μάνσφιλντ, Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό & άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη

Είναι κάποιοι δημιουργοί που αν και το πέρασμά τους ήταν τόσο σύντομο μπόρεσαν να αφήσουν τα σημάδια τους, τα πατήματά τους και τα χνάρια τους στον καλλιτεχνικό καμβά με τέτοιο τρόπο που μέχρι σήμερα να μνημονεύονται. Είναι οι επονομαζόμενοι καταραμένοι καλλιτέχνες γιατί η μοίρα τους είχε προδιαγράψει μια πορεία σύντομη, έζησαν λίγο αλλά δημιούργησαν πολλά και εμείς σήμερα έχουμε την χαρά, την ευτυχία και την απόλαυση να τους διαβάζουμε, να τους ακούμε, να τους βλέπουμε. Μια τέτοια δημιουργός είναι η Κάθριν Μάνσφιλντ, που παρά την πρόωρη φυγή της για άλλες πολιτείες, μπόρεσε να αφήσει το λογοτεχνικό στίγμα της συνεχίζοντας μια παράδοση ξακουστών γυναικών της λογοτεχνίας όπως η Γεωργία Σάνδη, η Τζέιν Όστιν, η Σαρλότ Μπροντέ και τόσες άλλες.

Ένα πολλά υποσχόμενο αστέρι της λογοτεχνίας που είδε όμως τα φώτα να σβήνουν νωρίς

Οι ιστορίες διαδραματίζονται στην βρετανική ύπαιθρο, εκεί όπου χτυπάει ο παλμός απλών ανθρώπων που παλεύουν για τη ζωή τους καθημερινά, εκεί όπου η ίδια η Μάνσφιλντ μετοίκησε ερχόμενη από τη Νέα Ζηλανδία, τον τόπο καταγωγής της. Ακολουθεί λοιπόν άλλη μια βασική γραμμή της παράδοσης που χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα των διάσημων Βρετανών συγγραφέων, όπως είναι ο Τόμας Χάρντυ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Ουόλτερ Σκοτ, η σπουδαία συγγραφέας Ελίζαμπεθ Γκάσκελ και τόσοι άλλοι φυσικά. Οι ιστορίες της Μάνσφιλντ είναι γεμάτες συναισθηματισμό, ενέχουν το κοινωνικό στοιχείο αλλά και εξίσου και την σάτιρα καθώς στις ανθρώπινες σχέσεις, τις τόσο εύθραυστες και ασταθείς, πάντα συμβαίνουν κάθε είδους ευτράπελα.

“Πιστεύω πως είμαστε οι μοναδικοί δύο ζωντανοί άνθρωποι που σκέφτονται όπως εμείς. Πραγματικά, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Κανείς δεν με καταλαβαίνει. Νιώθω σαν να ζω σε έναν κόσμο με παράξενα όντα, εσύ”. Και λίγο παρακάτω στο διήγημα με τίτλο Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό, που είναι και το πιο μακροσκελές στην έκδοση αυτή, η Μάνσφιλντ βάζει στο στόμα του ήρωά της τα εξής: “Σ’ αγαπώ, Έντνα. Αλλά οι Κυριακές χωρίς εσένα είναι απλά ανυπόφορες”. Η Κάθριν Μάνσφιλντ χτίζει μια ερωτική ιστορία με δόση κυνισμού και σάτιρας που εμπερικλείεται και στον τίτλο καθώς το ζευγάρι, το οποίο και μας περιγράφει βρίσκεται κλειδωμένο σε μια επικοινωνία πολλές φορές παιδιάστικη σαν να μην έχει τη δυνατότητα να ωριμάσει και να ενηλικιωθεί. Σαν αυτό που ζουν να είναι ένας απόλυτος μικρόκοσμος και ο,τιδήποτε παράξενο συμβεί τους βρίσκει ανήμπορούς να ανταποκριθούν.

Τρέμουν στην ιδέα ο ένας να χάσει τον άλλον ή να αποχωριστούν, σαν ο κόσμος τους χωρίς να έχουν ο ένας τον άλλον πρόκειται να γκρεμιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Ένα έντονο πνεύμα ανασφάλειας τους διακρίνει και τους κυριεύει, μια ισχυρή δόση αυτοπροστασίας τους ακολουθεί και τους οδηγεί στην καθημερινότητα. Είναι άνθρωποι φοβισμένοι μα ερωτευμένοι και αδυνατούν να βγουν εκτός από την ζώνη της άνεσής τους. Η Μάνσφιλντ μας δίνει μια εξαιρετική ακτινογραφία των ανθρώπων που μάλλον η ίδια συναναστρεφόταν και άρα μπόρεσε να παρατηρήσει τις αντιδράσεις τους και να διαπιστώσει τις αδυναμίες των χαρακτήρων τους σαν κάποιος δημοσιογράφος ή ανταποκριτής που επιθυμεί να δει από την κλειδαρότρυπα και να καταγράψει ότι έχει δει. Ιστορίες, όπως αυτή, θυμίζουν πίνακες του Τζέιμς Ένσορ, ο οποίος και παρουσίαζε στα έργα του ανθρώπους ιλαρούς με πρόσωπα αλλόκοτα και γκροτέσκα, βγαλμένα από ένα πανηγύρι μασκοφόρων όπου όλα δύνανται να συμβούν.

Οι ιστορίες της Μάνσφιλντ είναι και βούτυρο στο ψωμί για θεατρική διασκευή διότι υπάρχει αυτή η έντονη διάθεση να σκηνοθετήσει τα πεπραγμένα μιας κοινωνίας που αδυνατεί να βιώσει τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα εκτός του πλαισίου του χωριού ή της κωμόπολης. Έξω στον κόσμο πραγματοποιούνται πόλεμοι, συγκρούσεις, κοσμοϊστορικά γεγονότα και όμως τίποτε από όλα αυτά δεν περνά από το δίχτυ που έχει τυλίξει τις ζωές τους σαν να ζουν μέσα σε μια υπερφουσκωμένη μπάλα, έναν μανδύα που δεν αφήνει κανέναν να κοιτάξει έξω. Όλες σχεδόν οι ιστορίες έχουν κάτι από φαρσοκωμωδία, σαν το πνεύμα του Μπωμαρσαί και άλλων θεατρικών συγγραφέων που είχαν ενδώσει σε αυτό το πλαίσιο κοινωνικής κριτικής να την έχουν αγγίξει. Εξάλλου, ό,τι παρατηρεί είναι και κάτι νέο για την ίδια μιας και η Βρετανία δεν είναι Νέα Ζηλανδία και οι άνθρωποι έχουν εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης.

Χρησιμοποιεί έντονα τα όσα ζουν οι ήρωές της για να αναδείξει τις υπερβολές και τις εξεζητημένες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα στα Τουρκικά λουτρά όπου γράφει με σκωπτικό τρόπο τα εξής: “Μα δεν μπορώ να εξηγήσω είπε η άλλη γιατί οι γυναίκες δείχνουν τόσο φρικιαστικές μες στα τουρκικά λουτρά, σαν μοσχαρίσιες μπριζόλες σε ρόμπες. Είναι από τις γυναίκες ή από την ατμόσφαιρα; Κοίτα εκείνη εκεί, για παράδειγμα, την κοκαλιάρα που διαβάζει ένα βιβλίο και ιδρώνει στο μουστάκι και τις άλλες δύο στη γωνία που κουβεντιάζουν κατά πόσο θα έπρεπε να πουν στα ανύπαρκτα μωρά τους πώς έρχονται στον κόσμο τα μωρά… και Θεέ μου!”. Η Κάθριν Μάνσφιλντ είναι μία από εκείνες τις συγγραφείς που επιθυμούμε να διαβάζουμε ξανά και ξανά και η ασχολία της με τα διηγήματα και τη μικρή φόρμα είναι εκείνη που την ανέδειξε ως μία από τις πιο επιφανείς και διαχρονικές.

“Το κουράγιο είναι σαν ανυπάκουο σκυλί, από τη στιγμή που το βάζει στα πόδια φεύγει όλο και πιο γρήγορα όσο προσπαθείς να το φωνάξεις πίσω”

“Η μοναδική εξήγηση γιατί τόσα ζευγάρια” γέλασε “επιβιώνουν είναι επειδή ο ένας φοβάται να δώσει στον άλλον τη μοιραία δόση”