Χάινριχ Μπελ, Απόψεις ενός κλόουν, Εκδόσεις Πόλις

Ο Χάινριχ Μπελ, γεννήθηκε το 1917 στην Κολωνία της Γερμανίας προερχόμενος από μια οικογένεια με βαθιά πίστη στα ανθρωπιστικά ιδεώδη και τον καθολικισμό, αλλά και έντονη αποστροφή προς το ναζισμό. Το 1972 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη, λαμβάνοντας κανείς υπόψη την αμεσότητα του λογοτεχνικού του αφηγήματος και την απλότητα έκφρασης των πολιτικών και κοινωνικών του θέσεων. “Οι απόψεις ενός κλόουν”, είναι αυτό ακριβώς. Το παλίμψηστο του πολιτικού στίγματος ολόκληρης της μεταπολεμικής Γερμανίας. Μια εύστοχη πολιτική ανάλυση ενός διαιρεμένου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα έθνους. Το πρώτο ‘στρατόπεδο” εκφράζεται από τα ιδανικά και το σύστημα αξιών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με έδρα την τότε πρωτεύουσά του τη Βόννη και το δεύτερο “στρατόπεδο” από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και την προσήλωση στον πολιτικό άξονα του κομμουνισμού. Ο κλόουν που επιδιώκει την ελεύθερη έκφραση της ατομικότητάς του, καταπιέζεται και αποτυγχάνει να ενταχθεί κοινωνικά σε ένα πλαίσιο εντός του οποίου κυριαρχεί η υπαγόρευση των πλέον συντηρητικών ιδεών, της υποκρισίας του καθολικισμού, του ‘ξεπλύματος’ του ναζιστικού παρελθόντος, και της πολιτικής λήθης με εκφραστή τον Κόνραντ Αντενάουερ. Ωστόσο σε καμία περίπτωση ο αναγνώστης δεν αφήνεται να παραπλανηθεί ότι ο κλόουν συντάσσεται με τα κομμουνιστικά πιστεύω της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Για την ακρίβεια ο κλόουν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν κάποιου είδους ‘αναρχικός’ ενάντιος σε οποιαδήποτε θεσμοθετημένη εξουσία με στοιχεία επιβολής στην πολιτική και κοινωνική συνείδηση. Είναι εκείνος που αποκηρύσσει σε κάθε τόνο και με κάθε τρόπο τη μικροαστική έκφραση και το γίγνεσθαι του μικροαστικού περιβάλλοντος.

Από τότε, μου ήταν αδύνατον να ξαναπαίξω τον ‘Στρατηγό΄. Ο Τύπος που αυτοαποκαλείται  αριστερός έγραψε πως ολοφάνερα είχα αφήσει την αντίδραση να με πτοήσει, ο Τύπος που αυτοαποκαλείται δεξιός έγραψε πως κατά τα φαινόμενα αναγνώρισα ότι με το νούμερό μου έριχνα νερό στο μύλο της Ανατολικής Γερμανίας, κι ο ανεξάρτητος έγραψε ότι προφανώς αποκήρυξα κάθε είδους ριζοσπαστισμό και στράτευση. Η βλακεία σε όλο της το μεγαλείο. Δεν μπορούσα να παίξω πια το νούμερό μου γιατί στο νου μου ερχόταν πάντα η γριούλα, η οποία πιθανότατα τα έβγαζε πέρα με μεγάλη δυσκολία, και είχε κι από πάνω όλους να την περιγελούν και να τη χλευάζουν.

Μελαγχολικός και εντελώς εκτός του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο μεγάλωσε, γόνος μιας μεγαλοαστικής οικογένειας που έχει στην κατοχή της μετοχές λιγνίτη, με μητέρα που εργάζεται στην Επιτροπή για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, την ίδια στιγμή που στέλνει την κόρη της να εργαστεί στην αντιαεροπορική άμυνα, προκειμένου να διωχθούν οι Εβραίοι που ‘μολύνουν’ την ιερή γερμανική γη, ο κλόουν γίνεται ο ιδανικός κριτής, μιας κουλτούρας που βουλιάζει ολόκληρη στο βυθό της υποκρισίας, Η καθολική εκκλησία γίνεται συνεργός στο μεταπολεμικό οπορτουνισμό που σαρώνει τη γερμανική πραγματικότητα, αμέσως μετά τον πόλεμο.

Η Γερμανία του Αντενάουερ, στη διαδικασία της λήθης των πολιτικών εγκλημάτων των ναζί, προσπαθεί πυρετωδώς να ‘σβήσει’ τη μνήμη του ναζιστικού της παρελθόντος, σχεδόν προσποιούμενη ότι αυτό δε συνέβη ποτέ. Ακριβώς αυτή η επιδεικτική προσποίηση, είναι που εξοργίζει τον κλόουν, κάνοντάς τον να επαναστατεί ενάντια στη συγκάλυψη και τον εξωραϊσμό που επιχειρεί η κοινωνική πραγματικότητα που τον περιβάλλει, γεγονός που βρίσκει βαθιά μικροαστικό και συνεπώς ανυπόφορο.

Έχοντας χωρίσει από τη μεγάλη του αγάπη τη Μαρί, η οποία τον εγκατέλειψε γιατί τη στοίχειωνε η αδυναμία του να προσκολληθεί στο άρμα της αγνότητας του καθολικισμού και το ότι δεν είχε την ίδια ανάγκη με εκείνη να αναπνέει ‘καθολικό αέρα’, με έναν τραυματισμό στο γόνατό του που δε φαίνεται να υποχωρεί, κυκλοφορεί στους σταθμούς των τραίνων παρουσιάζοντας τα διάφορά του νούμερα. Στο στόχαστρο του κλόουν, βρίσκεται η πολιτική, η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση και φυσικά η θρησκεία και ο καθολικισμός.

Είναι αληθινά αποκαλυπτικό, ότι στα χρόνια της μεταπολεμικής Γερμανίας, οι άνθρωποι που ανέλαβαν να ‘λευκάνουν το ποινικό μητρώο’ της χώρας, δεν ήταν άλλοι από εκείνους που είχαν πρωτοστατήσει στις ναζιστικές τάξεις. Οι ίδιοι άνθρωποι που άλλοτε εκτελούσαν πειράματα ευγονικής, πλέον στελέχωναν υψηλόβαθμες θέσεις του Υπουργείου Υγείας.

Η σχέση του κλόουν με τη μητέρα του, είναι εκείνη που πληγώνει τον αναγνώστη περισσότερο και από τη θλίψη του για το χωρισμό του με τη Μαρί. Μια μητέρα σκληρή, απρόσιτη, ταγμένη στην υπηρεσία του μεταπολεμικού γερμανικού θαύματος, μια γυναίκα που ακολουθεί πιστά τον αντικατοπτρισμό του ‘ευγενούς’ ειδώλου της μεγαλοαστικής τάξης στην οποία ανήκει, αναπαράγοντας συνεχώς την ίδια άμεμπτη εικόνα. Η σχέση της με το γιο της, είναι καταδικασμένη στο να αρνείται την ύπαρξή του όπως εκείνος την ορίζει. Προσπαθεί να εξωραίσει και να αλλοιώσει, ακόμα και την επαγγελματική του ιδιότητα ως απλού σαλτιμπάγκου. Τον παρουσιάζει ως καλλιτέχνη, με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Εκείνος αρνείται ότι έχει οποιαδήποτε καλλιτεχνική ανησυχία, δυσφορεί όταν λαμβάνει μέρος σε συζητήσεις που ενέχουν καλλιτεχνικό ή φιλοσοφικό υπόβαθρο, γίνεται αλλεργικός όταν διανοούμενοι προσπαθούν να ‘ξεκλειδώσουν’ την εσωτερικότητά του. Εκείνος επιμένει μέχρι το τέλος…είναι ένας απλός κλόουν και δε θέλει, δεν επιθυμεί να είναι τίποτα παραπάνω μέσα στο πλαίσιο της μεταπολεμικής Βόννης.

Ένας υπέροχος μονόλογος, που διακόπτεται από μερικά τηλεφωνήματα, κατά τα οποία προσπαθεί να έρθει σε επαφή με παλιές του γνωριμίες, ένα κείμενο γεμάτο από απόψεις που απαιτούν ενεργούς αναγνώστες, με κριτική σκέψη. Ο κλόουν μας κάνει φίλους του, μας εκμυστηρεύεται τις απόψεις του επί πολλών θεμάτων και εμείς δε χορταίνουμε να εισχωρούμε στη σκέψη αυτού του εκκεντρικού ήρωα, αυτού του παραστρατημένου αγωνιστή που εκφράζεται χωρίς υπεκφυγές και χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Δεν υπάρχει καλύτερη κρυψώνα για έναν επαγγελματία απ’οτι ανάμεσα σε ερασιτέχνες. Ακούμπησα το μαξιλαράκι στο τρίτο σκαλί από κάτω, κάθισα, έβγαλα το καπέλο μου, το άφησα πλάι μου, έβαλα μέσα το τσιγάρο, όχι ακριβώς στο κέντρο, ούτε και στην άκρη, να φαίνεται σαν να το’χει πετάξει κάποιος από ψηλά, κι έπιασα το τραγούδι: “Ο φουκαράς ο Πάπας Ιωάννης”. Κανείς δε φάνηκε να μου δίνει σημασία, καλύτερα έτσι. Έπειτα από δυο τρεις ώρες θ’άρχιζα να τραβώ την προσοχή τους. Σταμάτησα το τραγούδι μου για να ακούσω μια αναγγελία από τα μεγάφωνα-άφιξη από Αμβούργο-και συνέχισα. Αναπήδησα τρομαγμένος όταν έπεσε το πρώτο κέρμα στο καπέλο: ένα δεκαράκι, που πέτυχε το τσιγάρο και το τίναξε στην άκρη. Το ξανάβαλα στη θέση του και ξανάπιασα το τραγούδι.