Ξεχωριστός Αλεξανδρινός δανδής και θρυλικός εραστής της τέχνης, έχτισε μια μοναδική “αυτοκρατορική” συλλογή (Γράμμα στον Αλέξανδρο Ιόλα)

Είναι μάλλον της μοίρας γραφτό οι Αλεξανδρινοί να έχουν εξαιρετική εκκίνηση και πλούσια σε φιλοδοξία ζωή μα σαν προσγειωθούν στην ελληνική πραγματικότητα να ζουν ένα δράμα εκτός και αν αποφασίσουν να μείνουν για πάντα μακριά από αυτή, σαν τον ποιητή μας. Δίκιο δεν έχω Αλέξανδρε, έτσι δεν έγιναν τα πράγματα και για σένα; Πόσο υπέροχος χορευτής υπήρξες, τι μαγευτικό αυτό το σαράκι της τέχνης που σε οδήγησε τόσο μακριά και έγινες ξακουστός στα πέρατα του κόσμου. Δεν σου θυμίζει άραγε εκείνον τον νεαρό που είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να κατακτήσει τον κόσμο και να γευτεί τη χαρά της ελληνικής πρωτοκαθεδρίας; Δεν ήταν εκείνος που πήρε από το χέρι τον ελληνισμό και τον έκανε ξακουστό στα πέρατα του κόσμου παρά τα όσα του καταλόγιζαν οι δήθεν αναμάρτητοι; Όπως σε εκείνον έτσι και σε σένα, που αφετηρία σου υπήρξε αυτό το κοσμοπολίτικο μεσογειακό και πνευματικό θέατρο που όμοιό του δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα ξαναυπάρξει ανά τους αιώνες, η Αλεξάνδρεια είχε την χάρη να ανδρώνει ανθρώπους μοναδικούς, καλλιεργημένους, έτοιμους να κατακτήσουν τον κόσμο όχι με τον πλούτο τους μα με την αίγλη τους και το πνεύμα τους σαν η βιβλιοθήκη με τα χειρόγραφα που κάηκαν να ήταν πάντα πυξίδα τους. Σαν ένα μαγικό ραβδί να ακούμπησε αυτό τον τόπο και να σαι τώρα Αλέξανδρε να συνεχίζεις όπως ο Καβάφης και τόσοι άλλοι την παράδοση. Έλεγες πως “η τέχνη δεν έχει λόγια. Τα λόγια δεν έχουν καμιά σχέση με την τέχνη. Αυτό είναι το μυστικό της. Την αφήνεις να σε μαγέψει. Είναι λάθος να είσαι έξυπνος και να μιλάς με γνωματεύσεις. Όταν το κάνεις αυτό, απλά γίνεσαι βαρετός. Το να μιλάς για την τέχνη μου φαίνεται πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει ένας καβγάς!!!” Αυτά ειπώθηκαν δια στόματος σου Αλέξανδρε Ιόλα Αλεξανδρινέ, εσένα που το όνομά σου έφτασε να διαδοθεί ως τα πέρατα του κόσμου, έτσι ακριβώς όπως ο ιδρυτής της Αλεξάνδρειας Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε με τα ηρωικά κατορθώματά του να διατρανώσει την φήμη του μέχρι την μακρινή Ινδία. Δεν είναι λίγοι εξάλλου οι Αλεξανδρινοί, εκτός από τον “πατριάρχη” Καβάφη, που με ορμητήριο την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια κατάφεραν να μεταλαμπαδεύσουν γνώση και αισθητική υψηλού επιπέδου και να αφήσουν έργο πίσω τους, εσύ είσαι ένας από αυτούς τους πατέρες του πνεύματος και άσε τους υπόλοιπους μίζερους και μωρούς να σε λοιδορούν. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν όπως έλεγε ο Χριστός. Μόνος, άρρωστος καθώς και χτυπημένος από τη νόσο του AIDS και ξεχασμένος άφησες την τελευταία σου πνοή σε κλινική της Νέας Υόρκης αφήνοντας παρακαταθήκη την ευεργετική σου προσφορά στον χώρο των τεχνών, της διανόησης και ο καλλιτεχνικός χώρος εκτός Ελλάδος που σε αναγνώρισε και σε τίμησε υπήρξε η υπέρτατη τιμή σου. Υπηρέτησες πιστά το μύθο του ανθρώπου που καταξιώθηκε και αναγνωρίστηκε εκτός Ελλάδας μαχόμενος για αυτήν χωρίς αυτήν, επέμεινες, υπέμεινες και έκανες το λάθος να επιστρέψεις για να υπηρετήσεις μια πατρίδα που εχθρεύεται όποιον της κάνει καλό και επαινεί μόνο όσους της κάνουν κακό, σαν να αυτή να είναι η αιώνια μοίρα που κουβαλάει πάνω της σαν σταυρό μαρτυρίου. Μάρτυρας και εσύ, ένας οικουμενικός άνθρωπος και μια φύση αμφιλεγόμενη μα πάνω από όλα με την αισθητική σου σε πληθώρα δεν σταμάτησες και θέλησες να μετατρέψεις το σπίτι σου σε εργαστήριο παραγωγής σκέψης και τόπο συνάντησης σπουδαίων προσωπικοτήτων. Μα με το φευγιό σου κανείς δεν σεβάστηκε τον κόπο σου, κανείς δεν εκτίμησε τη γενναιοδωρία σου, κανείς δεν αντιλήφθηκε την απόστασή σου και την απέχθειά σου για τα μικρά και τα μικροπρεπή, εσύ που συναναστράφηκες τον Μαγκρίτ, τον Γουόρχολ, τον Πικάμπια και τόσους άλλους είχες άλλες βλέψεις και ήταν αδύνατο να τις μεταδώσεις σε ένα κοινό οπισθοδρομικό που το μόνο που ήθελε ήταν η εξολόθρευσή σου. Απέδειξες δίχως άλλο εξάλλου την αγάπη σου για τον τόπο σου όταν αποφάσισες να επιστρέψεις σαν τον Οδυσσέα στην Ιθάκη σου για να δημιουργήσεις, να προσφέρεις, να αλλάξεις τον ρου της καλλιτεχνικής ιστορίας της χώρας, να ιδρύσεις ένα Μουσείο στις προδιαγραφές των Ευρωπαϊκών μουσείων που είχες επισκεφθεί και στα οποία είχες τόσο έντονα δραστηριοποιηθεί. Δυστυχώς η Πηνελόπη όχι μόνο δεν σε περίμενε γιατί είχε άλλες δουλίτσες, αλλά έκανε, άκουσον άκουσον, ότι ήταν δυνατόν για να σε καταβάλει ψυχολογικά και να σε αποθαρρύνει λες και ήθελες το κακό της. Όπως συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έγινες αποδεκτός παρά από ελάχιστους πεφωτισμένους που καταλάβαιναν αλλά σιωπούσαν γιατί οι άγριοι είχαν αρχίσει να αλαλάζουν. Έτσι ο υποβαθμισμένος εγχώριος “πολιτισμός” της εποχής δεν είχε μεγάλη αγκαλιά για να σε χωρέσει αλλά μόνο στεφάνι από αγκάθια για να σου φορέσει και να σε ταπεινώσει γιατί για αυτούς τους βλάσφημους έτσι σου άξιζε. Πίσω στον χρόνο όμως και μόλις το 1931 ξεκινάς το μακρύ ταξίδι της σχέσης σου με την τέχνη που ποτέ δεν σε πρόδωσε, σαν το χέρι του Μικελάντζελο να σε άγγιξε βαθιά μέσα σου και να σε οδήγησε να την αγαπήσεις, να την υπηρετήσεις πάντα με γνώμονα την υψηλή αισθητική, το μεράκι και την ανιδιοτελή σχέση σου μαζί της. Ναι έγινες πλούσιος χάρη σε αυτήν, ναι απέκτησες περιουσία μα μήπως αυτό ήταν παράνομο ή ανήθικο; Σε κάθε βήμα σου και σε κάθε στάδιο του βίου σου, η αποστολή σου δεν ήταν να κερδίσεις από αυτήν αλλά να την αναδείξεις και να την εκπροσωπήσεις όπως κανείς δεν είχε κάνει έως τώρα. Υπήρξες μαικήνας αναγεννησιακός σαν εκείνους τους φιλότεχνους κάθε εποχής που χρηματοδοτούσαν και βοηθούσαν για να εισπράξουν και οι ίδιοι για να συνεχίσουν να βοηθούν και κυρίως ορμώμενοι από μια τρυφερότητα για την πραγματική τέχνη που τους αιχμαλωτίζει και τους συναρπάζει μέσα στη δίνη των καιρών. Και όλα αυτά ενώ ήκμαζε η δραστηριότητά σου ως χορευτής στα επιφανέστερα θέατρα και σε περίφημες σκηνές του κόσμου, ανακαλύπτεις τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο και με αφορμή έναν πίνακά του δηλώνεις χαρακτηριστικά: “Ένας πίνακας του Ντε Κίρικο με έκανε το 1931 να ανακαλύψω τη μοντέρνα τέχνη, αυτή που πήγαινε στο σουρεαλισμό, αυτή που λατρεύω”. Μα δεν είναι ψέμα, την λάτρεψες σαν αδερφή, σαν μητέρα, σαν μια υπέρτατη αξία που σου έδωσε ψωμί μα πριν εσύ της είχε δοθεί ψυχή τε και σώματι με όλες σου τις παραξενιές και τις σεξουαλικές προτιμήσεις, αυτές δεν ήταν καταδικαστέες γιατί δεν γελοιοποιήθηκες μα κατάφεραν να σε κρεμάσουν στα μανταλάκια της εποχής και να σε διασύρουν γιατί έτσι τροφοδοτούσαν την αμαρτημένη τους ζωή, γιατί η ανικανότητά τους να σε αφήσουν ήσυχο λόγω του φθόνου τους έπρεπε κάπου να ξεσπάσει. Παγκοσμίου φήμης συλλέκτης έργων τέχνης από τότε ήρθες σε επαφή με τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής και ανέδειξες ζωγράφους Έλληνες και ξένους όπως ο Τσαρούχης, ο Γκίκας, ο Ερνστ, ο Ντε Κίρικο, ο Πικάσο, ο Γουόρχολ και πολλούς άλλους, ζωγράφους και καλλιτέχνες με τους οποίους είχες αναπτύξει ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις και δεν σε έβλεπαν σαν έναν ματαιόδοξο έμπορο, για εκείνους ήσουν μέντορας και οξυδερκής, ένας άνθρωπος με τον οποίον μπορούσαν να επικοινωνήσουν και να εξηγήσουν τις ανησυχίες τους, τις καλλιτεχνικές τους αγωνίες, εσύ τους αφουγκραζόσουν και εκείνοι για να σε ευχαριστήσουν σου έκαναν δώρα πίνακές τους γιατί ένιωθαν πως σου χρωστούσαν τόσα πολλά μα και εσύ σε εκείνους χρωστούσες και το γνώριζες καλά. Εκπροσώπησες πολλούς από αυτούς ως ατζέντης τους, υπήρξες αποκλειστικός διαχειριστής του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Έρνστ μέχρι και τον θάνατό τους ενώ άνοιξες ο ίδιος δικές σου γκαλερί με το όνομα Αλέξανδρος Ιόλας σε όλη την Ευρώπη και την Νέα Υόρκη βέβαια. Η Νέα Υόρκη, ως άλλη Νέα Βαβυλώνα, στάθηκε για σένα το σημαντικό εφαλτήριο για να γίνει γνωστό το όνομά σου παγκοσμίως. Προσωπικότητες σαν και τη δική σου δεν υπάρχουν πολλές, είσαι περίπτωση μεγαλοφυΐας αν και εσύ δεν το πίστεψες ποτέ. Μα είναι αδιαμφισβήτητο Αλέξανδρε πως πάντα είχες το ένστικτο της ανακάλυψης μεγαλοφυϊών της τέχνης γιατί εσύ είχες το ατάραχο και αλάθητο βλέμμα, κατάφερνες να κερδίζεις την εμπιστοσύνη τους και να είσαι εκεί όχι για να αυξήσεις τα περιουσιακά του στοιχεία – μην ξεχνάμε πως καταγόσουν από ευκατάστατη οικογένεια και έφυγες από την Αλεξάνδρεια με συστατική επιστολή του ίδιου του Καβάφη – αλλά γιατί είχες ένα πάθος ασίγαστο που έκαιγε μέσα σου, η τέχνη ήταν η ζωή σου και η ζωή σου τροφοδοτούνταν από την ίδια την τέχνη. Ποιος γνωρίζει άραγε πως υπήρξες ένας εκ των δέκα ιδρυτών του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού, γνωστό ως Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, ποιος μπορεί να λησμονήσει πως εγκαινίασες το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Θεσσαλονίκη και συμμετείχες ενεργά σε βραδιές και σε εγκαίνια εκθέσεων; Τι άλλο έπρεπε να κάνεις για να τους κάνεις να σε μισήσουν ακόμα περισσότερο, όσα περισσότερα πρόσφερες τόσο μεγάλωνες μέσα τους τη φλόγα να σε εκδικηθούν που δεν ήσουν σαν εκείνους, υποκριτής και δήθεν, που ήσουν ένας αφοσιωμένος λάτρης και ένας αγνός καλλιτεχνικός σύμβουλος; Εσένα που θέλησες να κάνεις την Ελλάδα επίκεντρο τεχνών σε έφτυσαν κατάμουτρα, για σένα μιλούσαν όλοι και για εκείνους κανένας σημαντικός, να ο φθόνος τους. Συγκέντρωνες κόσμο στο σπίτι σου, γιατί η παρουσία προσέδιδε σε αυτές κύρος και λάμψη και η απουσία σου ήταν αδύνατη. Ήσουν πάντα παρών ως υψηλός προσκεκλημένος, ένας άνθρωπος που με την προσωπικότητά σου εξέπεμπες αληθινή λάμψη και κομψότητα παρά την αμύθητη περιουσία σου, την οποία όμως δεν σκόρπισες αλλά αντίθετα μεγάλωσες, κέρδιζες τους ανθρώπους με την απλότητα του χαρακτήρα σου, την μόρφωση και την παιδεία σου, την καλλιέργειά σου και εκμεταλλεύτηκες με τέτοιον τρόπο τις περιστάσεις που ο τηλεφωνικός σου κατάλογος είχε ονόματα όχι μόνο καλλιτεχνών αλλά και πολιτικών προσώπων όπως της Τζάκι Κένεντι. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο της Μαργκότ Φοντέιν, η οποία απευθυνόμενη στη Τζάκι Κένεντι το 1968 είπε: “Το να βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη και να μην επισκεφθείς την γκαλερί του Ιόλα είναι σαν να βρίσκεσαι στην Ελλάδα και να μην επισκεφθείς τον Παρθενώνα”. Όση τιμή δεν σου επιφύλαξαν οι εντός σου επιφύλαξαν όσοι ήταν εκτός και εσύ ένιωθες τέτοια τιμή σε αυτούς τους ανθρώπους γιατί καταλάβαιναν την αξία σου και σε σέβονταν. Εντός των τειχών πολεμήθηκες αδιαλείπτως για την προσφορά σου, χλευάστηκες για την εκκεντρικότητά σου, ατιμάστηκες για την διαφορετικότητά σου, σταυρώθηκες για την ηπιότητά σου και με την σειρά σου απογοητεύτηκες και δεν ξεπέρασες ποτέ τον πόλεμο εναντίον σου νιώθοντας διωγμένος από την ίδια σου την χώρα και προδομένος από το λαό που θέλησες να υπηρετήσεις. Σε μίσησαν γιατί ήσουν μπροστά από την εποχή σου και πρέσβευες κάτι πρωτοπόρο, κάτι ευγενές, κάτι αξιοζήλευτο μα και ξένο προς την εγχώρια μικροπρέπεια και μικρότητα των πολλών που εκμεταλλεύτηκαν τις ανθρώπινες αδυναμίες σου και την ομοφυλοφιλική σου κλίση στηλιτεύοντας σε και οδηγώντας σε στην “πυρά” και την “Ιερά εξέταση” προκαλώντας την μήνι του κοινού που όμως δεν γνώριζε ποιος ήταν πραγματικά ο Αλέξανδρος Ιόλας. Μήπως όμως αυτή δεν είναι η τύχη των εκάστοτε ευεργετών από αρχαιοτάτων χρόνων; Ξένοι και λησμονημένοι αν όχι καταδικασμένοι στο “εκτελεστικό” απόσπασμα από την ίδια τους την πατρίδα να γεύονται το πικρό ποτήρι της εξορίας; Είναι εκπληκτικά αποκαλυπτικό της ασέβειας προς έναν μαικήνα της τέχνης όπως εσύ Αλέξανδρε όλο αυτό το σκηνικό απαξίωσης της προσωπικότητάς σου κυρίως από έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων της τότε εξουσίας και των μέσων επικοινωνίας σε βαθμό αηδίας και αποτροπιασμού που δεν επιδέχεται περαιτέρω σχολιασμούς γιατί παίρνουν αξία οι επώνυμοι “αυτοκράτορες” της ανοησίας και της βαρβαρότητας που κατασκευάζουν αήθεις και παραπλανητικές ειδήσεις. Σε κάθε περίπτωση, απόρροια όλων των παραπάνω είναι η αδυναμία σου να δωρίσεις στο Ελληνικό δημόσιο την υπέροχη βίλα σου, το “Μουσείο” όπως το αποκαλούσες αφού σε αυτό στέγασες έργα από τους μεγαλύτερους Έλληνες και ξένους δημιουργούς. Αυτή η αποτυχία δωρεάς έγκειται στην πίεση που ασκήθηκε στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και την τότε Υπουργό Μελίνα Μερκούρη από διάφορα κέντρα να μην το επιτρέψουν, από αυτούς που σε διέσυραν με αφορμή μια υπόθεση δήθεν αρχαιοκαπηλίας και με αφορμή την παρακάτω δήλωσή σου: «Είμαι Έλληνας και θέλω να ζω και να αναπνέω μέσα σε αρχαίες κολώνες. Τα αρχαία που βλέπετε προέρχονται από αρχαίους ελληνικούς ναούς». Όπως αποδείχθηκε τα είχες αποκτήσει όλα νόμιμα και μάλιστα είχες επαναπατρίσει χιλιάδες αρχαία, να το ευχαριστώ τους σε όλο του το μεγαλείο. Η λάσπη όμως πολλές φορές είναι πιο δυνατή από την αλήθεια και εσένα σε κύλησαν στη λάσπη και στο βούρκο για να αποπροσανατολίσουν το κοινό από τις δικές τους βρωμιές. Κατάφεραν να σε καταστρέψουν με ψέματα και να σε βλάψουν για να κρύψουν τις δικές τους βρώμικες δουλειές, τα δικά τους ανήθικα εγκλήματα, έπεσαν πάνω σου να σε κατασπαράξουν γιατί ήσουν το ιδανικό θύμα, μα δεν κατάφεραν ούτε και θα καταφέρουν ποτέ να σπιλώσουν το όνομά σου. Αλεξανδρινέ θα είσαι πάντα ένας αυθεντικός ήρωας της τέχνης και το όνομά σου θα μνημονεύεται εις τους αιώνας των αιώνων…Χαίρε λατρευτέ των τεχνών!

——————————————————

Ο Αλέξανδρος Ιόλας (1908-1987) υπήρξε επιφανής συλλέκτης έργων τέχνης, ιδιοκτήτης γκαλερί και σπουδαίος μαικήνας της εποχής του. Δωρίζει και πουλάει έργα σε μεγάλα μουσεία, όπως τα Metropolitan Museum of Art και Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη, το Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού στο Παρίσι (δωρεές 1977), αλλά και η Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας (δωρεά 1971) ενώ εκδίδει επίσης και καταλόγους τέχνης στους οποίους προλογίζουν μεταξύ άλλων ο Andre Breton και o Pierre Restany καθώς και συλλεκτικά βιβλία καλλιτεχνών και ποιητών σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων (Μαξ Ερνστ, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης κ.α.). Τέλος, το 1953 διοργανώνει για τον Άντι Γουόρχολ την πρώτη ατομική του έκθεση και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ. Αργότερα συνεργάζεται με τους Nouveaux Realistes (Niki de Saint Phalle, Jean Tinguely, Martial Raysse κ.α.), με καλλιτέχνες της Arte Povera (Γιάννης Κουνέλλης, Pino Pascali κ.α.) και πολλούς άλλους. Το 1984, δώρισε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 47 έργα σύγχρονης τέχνης από την προσωπική του συλλογή, ενώ υποσχέθηκε να προσθέσει και άλλα στη δωρεά. Την υπόσχεσή του αυτή δεν πρόλαβε τελικά να την εκπληρώσει, καθώς το 1987 ο Αλέξανδρος Ιόλας απεβίωσε, σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, νικημένος από τη νόσο του AIDS.