Benito Perez Galdos, Μια τέχνη που ζει από το θάνατο, Εκδόσεις Ροές

“Ο Γκαλδός είναι η μοναδική επιρροή που μπορώ να αναγνωρίσω ότι με χαρακτηρίζει συνολικά”…Με αυτά τα λόγια, χαρακτηρίζει το έργο του πλέον επιδραστικού για τα λογοτεχνικά δρώμενα της ισπανόφωνης ιστοριογραφίας, ο Λουίς Μπουνιουέλ. Και είναι γεγονός αν επιχειρήσει να διαβάσει κανείς το έργο του. Ο Benito Perez Galdos, πραγματοποίησε τη δική του reconquista στο χώρο της ισπανικής λογοτεχνικής γραμματείας, αποτελώντας ένα είδος προδρόμου για μετέπειτα ισπανόφωνους συγγραφείς. Πρόκειται για έναν Έλ Σίντ των ισπανικών γραμμάτων και τεχνών.

Στο έργο του ‘Μια τέχνη που ζει από το θάνατο”, ο Galdos, μέσα από μία πληθώρα διηγημάτων του, τα οποία δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εποχής του, (δεύτερο μισό του 19ου αιώνα), δίνει μια νέα διάσταση στην πραγματικότητα και μια φιλοσοφική υπόσταση στο φανταστικό. Παρά το ότι ο συγγραφέας περιγράφει αρκετά παράδοξες και φανταστικές ιστορίες, ωστόσο θεωρείται εκφραστής του ρεύματος του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα και μάλιστα ο μεγαλύτερος μετά το Θερβάντες. Τα κοινωνικά σχόλια και η επιτυχής αποτύπωση της ηθογραφίας της εποχής του Galdos, τον εντάσσουν επάξια στη ρεαλιστική παράδοση.

Τα πιο ηχηρά κοινωνικά σχόλια άλλωστε, γίνονται ακριβώς μέσα από αναφορά στο δυνητικό, το φανταστικό, αυτό που δεν έχει ακόμα συμβεί και δε γνωρίζουμε και αν θα συμβεί.

Στη γραφή του Galdos, υπάρχει ένας αδιάκοπος θόρυβος από σκέψεις, που ανήκουν στη σφαίρα τόσο του πραγματικού όσο και του φανταστικού. Μπλέκονται και συνυπάρχουν τόσο αριστοτεχνικά μεταξύ τους αυτές οι δύο όψεις, ώστε ο αναγνώστης στοχάζεται πάνω σε ζητήματα της πραγματικότητας με μία αποτελεσματικότητα που δε θα επιτυγχανόταν αν δε γινόταν αναφορά σε σενάρια που διατρέχουν το φανταστικό πεδίο της νόησης.

Βρήκα εκπληκτική την περιγραφή της συνταξιδιώτισσας ενός μοναχικού ταξιδιώτη, περιηγητή των ισπανικών πόλεων και κατά κάποιο τρόπο ενός flaneur. Όπως γρήγορα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, η συνταξιδιώτισσα δεν είναι άλλη από το θέρος, που εξανθρωπίζεται σε τέτοιο βαθμό από τα χαρακτηριστικά που του αποδίδονται, ενώ ταυτόχρονα όλα αυτά τα στοιχεία ενυπάρχουν σε τέτοιο βαθμό σε μια άρρηκτη σύνδεση με την έννοια του θέρους, ώστε οι διαχωριστικές γραμμές νόησης της πραγματικότητας λειτουργούν υπερβατικά, δημιουργώντας μια όσμωση ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μη ρεαλιστικό.

“Κάναμε μπάνιο μαζί, απολαμβάνοντας τις θωπείες των κυμάτων, πιασμένοι χέρι χέρι και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, όταν άξαφνα εξαφανίστηκε, δεν ξέρω πώς ούτε από πού, αφήνοντάς με σαν αποσβολωμένο, και βυθισμένο στην απόγνωση, Έψαξα γι’αυτήν παντού, μέσα και έξω από το νερό. Δεν ήταν πουθενά. Βάλθηκα να κλαίω κι ένιωσα κρύο, ένα κρύο που έφτανε μέχρι το κόκκαλο. Θλιβερή, θλιβερότατη μέρα, φρικτή ημερομηνία! Τη θυμάμαι καλά. Ήταν 22 Σεπτεμβρίου.”

Με αυτά τα λόγια, και την εξαίσια αυτή μεταφορά, ο ταξιδιώτης αποχωρίζεται την ερωμένη του, εισερχόμενος κυριολεκτικά και μεταφορικά σε μία νέα εποχή,  που δεν είναι άλλη από το ίδιο το θέρος

Και κάπως έτσι κυλούν και τα 12 διηγήματα που μας παραδίδει ο Galdos, στο έργο του “Μια τέχνη που ζει από το θάνατο”. Η γραφή αυτού του maitre της ισπανικής λογοτεχνίας, γίνεται αντιληπτή, σαν ένα τραίνο που περνάει με ταχύτητα φωτός μέσα από το χώρο και το χρόνο, αφήνοντας πίσω του δισεκατομμύρια σωματίδια να ίπτανται σε μια χώρα όπου τα όσα διαδραματίζονται, χρειάζονται παραβολές για να γίνει εφικτό να περιγραφούν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Τα σωματίδια αυτά, μετατρέπονται σταδιακά στην πρώτη ύλη, μέσα από την οποία ξεπηδούν ιστορίες που ακροβατούν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, άλλοτε κλίνοντας περισσότερο προς τη μία πλευρά και άλλοτε προς την άλλη.

Τι συμβαίνει όταν ένας κατασκευαστής επίπλων προορισμένων να αποτελούν την τελευταία κατοικία των ανθρώπων, έχει καθηλώσει με την υποβλητική μουσική του σφυριού του πάνω σε ξύλινες επιφάνειες, μια ολόκληρη πόλη που ζει μέσα στη μυρωδιά και την παράδοξη μουσική ηχώ του θανάτου, που έχει εξαπλωθεί παντού από την επιδημία της χολέρας; τι συμβαίνει όταν και ο ίδιος θα αφήσει την τελευταία του πνοή, σε μια πόλη που μοιάζει περίκλειστη στον έξω κόσμο;

Ποια θα είναι η εξέλιξη ενός διανοούμενου που ψάχνει να βρει το κεφάλι του, το οποίο από όσο θυμάται την τελευταία φορά που το είδε, το είχε αποθέσει στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαράς του, προκειμένου να ελαφρύνει λίγο το σώμα του και να ξεκουραστεί;

Είναι γεγονός ότι μέσα από την αφήγηση του Benito Perez Galdos, αναγνωρίζει κανείς στοιχεία μυθοπλασίας μετέπειτα κορυφαίων λογοτεχνών που επίσης πέτυχαν με τεράστια δεξιοτεχνία η γραφή τους να φυλλορροεί από το δέντρο της λογικής και να  πέφτει πάνω στο πέπλο ενός ονείρου με πρωταγωνιστές ωστόσο δανεισμένους από την πραγματικότητα. Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου, ο Χούλιο Κορτάσαρ, είναι μερικοί μόνο στους οποίους δύναται κανείς να εντοπίσει επιρροές από το έργο του Galdos.

Θα υπάρξει άραγε νικητής όταν οι λέξεις που βρίσκονται αραδιασμένες μέσα σε ένα λεξικό της καστιλλιάνικης γλώσσας, με μέγεθος τόσο κολοσσιαίο που ξεπερνά κάθε φαντασία, αποφασίζουν να στασιάσουν και να ξεπηδήσουν από τα κελιά τους, απηυδησμένες από την κακή χρήση που τους επιφυλάσσουν οι Ισπανοί λογοτέχνες; Την έκβαση αυτής της διαμάχης, θα την παρακολουθήσουμε μέσα από τις αψιμαχίες της λέξης “μουσική” με τη λέξη “φιλοσοφία” και στη συνέχεια τον άκαρπο διαξιφισμό ανάμεσα στις λέξεις “συναίσθημα” και “λογική”.

“Το Flos sanctorum” με διαβεβαιώνει πως η Γραμματική δεν παρέλειψε να αποστείλει στο Λεξικό μια πρεσβεία από γένη, αριθμούς και εγκλίσεις, για να δει αν θα διορθωνόταν αναίμακτα και ουχί δια της βίας η ανώμαλη κατάσταση της Καστιλλιάνικης Γλώσσας”.