Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, Εμείς, Εκδόσεις Έρμα

Ο Τζορτζ Όργουελ με το 1984 και νωρίτερα ο Άλντους Χάξλεϊ με τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο το 1931 υπήρξαν από τους ιδρυτές αυτού του όρου που σήμερα γνωρίζουμε ως δυστοπικό μυθιστόρημα. Ένα από τα πρώτα όμως μυθιστορήματα που ενέπνευσε τους δύο αναφερόμενους συγγραφείς και άρα υπήρξε ήδη στην πρωτοπορία είναι το Εμείς του Ζαμιάτιν, ένα βιβλίο προφητικό μα και ιδιαίτερα ζωντανό έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του καθώς γράφτηκε μεταξύ 1921 και 1922 ενώ εκδόθηκε το 1924. Με τον όρο δυστοπικό εννοούμε εμμέσως πλην σαφώς το μυθιστόρημα που έχει αναφορές και πλαίσιο δράσης σε χρόνο μεταγενέστερο από τον παρόντα, είναι εκείνο που μας μεταφέρει σε μελλοντικές εποχές με όρους ουτοπίας και φαντασίας, είναι εκείνο που περιγράφει μια απόκοσμη πραγματικότητα που δύναται να συμβεί. Να σημειωθεί πως το δυστοπικό μυθιστόρημα δεν ξεπήδησε ξαφνικά από τα μυαλά των συγγραφέων, πρόκειται για ένα είδος που αντιδρά στα όσα συνέβαιναν στην κοινωνία και την βιομηχανία.

Επεξηγηματικά, η ραγδαία ανάπτυξη των αγορών ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και η ολοένα αυξανόμενη εκβιομηχάνιση οδήγησε σε απότομη αύξηση των αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό, ένα ανθρώπινο δυναμικό όμως που εργαζόταν υπό άθλιες συνθήκες εργασίας και με μορφές εργασίας μεσαιωνικές, χωρίς δικαιώματα για τους εργαζόμενους, χωρίς σεβασμό εκ μέρους των εργοδοτών. Δημιουργήθηκαν τάχιστα και χωρίς κανόνες συνθήκες μαζικής συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού για να υποστηριχθεί αυτή η νέα δυναμική της βιομηχανίας και αυτό ήταν εις βάρος των ανθρώπων. Μη λησμονούμε το περίφημο Ζερμινάλ και τους ανθρακωρύχους στο μυθιστόρημα του Ζολά ή τους περίφημους πίνακες του Βαν Γκογκ, τους Πατατοφάγους συγκεκριμένα. Υπήρχαν ήδη λοιπόν παραδείγματα για αυτή την αδηφάγα εκμετάλλευση ανθρώπων με αποκλειστικό οδηγό το κέρδος.

Η μηχανή και οι επιταγές αποτελούν ένα καθεστώς εξουσίας δαιμονικό

Αυτό είναι ένα από τα σημεία που αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο ο Ζαμιάτιν στο βιβλίο αυτό, είναι το δικό του ξέσπασμα και μια κραυγή αγωνίας στα όσα έβλεπε να εκτυλίσσονται στη Ρωσία που άφησε πίσω για το Παρίσι όπου και είχε μεταβεί για να γράψει πιο ελεύθερος. Ο Ζαμιάτιν χτίζει έναν απάνθρωπο κόσμο και τον καθιστά υπερβολικό για εκείνη την εποχή για να υπογραμμίσει και να υπερτονίσει το προς τα πού βαδίζει ο κόσμος εν γένει. Είναι μια κραυγή όμοια με του Μουνχ στη διαπίστωση πως ο άνθρωπος είναι πια υπηρέτης της μηχανής και εξαρτάται από αυτήν σε κάθε του δραστηριότητα, κάτι βέβαια που σήμερα με την τεχνολογία έχει γίνει πια θέσφατο και ευτυχώς που δε ζει ο Ζαμιάτιν. Αυτή την πραγματικότητα αναφέρει ο ίδιος ο Ζαμιάτιν διεξοδικά στο απόσπασμα με τόσο ευθύ τρόπο: “Η φιλοσοφία του γερανού, της πρέσας και της αντλίας είναι τέλεια και σαφής, σαν κύκλος χαραγμένος με διαβήτη. Μα μήπως τάχα η δική σας φιλοσοφία είναι ένας κύκλος ατελής; Η ομορφιά του μηχανισμού έγκειται στον απαρέγκλιτο και ακριβή, σαν του εκκρεμούς, ρυθμό του. Μα μήπως κι εσείς, που από παιδιά ανατραφήκατε με το σύστημα του Τέιλορ, δεν γίνατε ακριβείς σαν εκκρεμή; Και μόνο ένα διαφέρει: Ο μηχανισμός δεν έχει φαντασία”.

Να λοιπόν η επανάσταση του Ζαμιάτιν που ξετυλίγεται μέσα από τα λεγόμενά του, ο άνθρωπος του μέλλοντος όμηρος και έρμαιο των εξελίξεων ζει μια ζωή ψεύτικη ευρισκόμενος πίσω από τα κάγκελα ενός μηχανισμού δαιμονικού που τον έχει αιχμαλωτίσει και αδυνατεί να σπάσει τα δεσμά. Ξεφεύγοντας από μια άμεση αναφορά αλλά ασκώντας εμμέσως αυστηρή πολιτική κριτική στον Στάλιν, του οποίου εδραιωνόταν η εξουσία, ο Ζαμιάτιν εναντιώνεται στα όσα βιώνει η κοινωνία της δικής του εποχής και αντιστέκεται στην ιδέα ενός καθεστώτος μονοπρόσωπου που όλα τα καθορίζει και όλα τα ελέγχει. Στα όσα μας περιγράφει με μοναδικά ωμό τρόπο και μέσα από το δικό του αφηγηματικό πρίσμα ξεδιπλώνεται μια απόκοσμη πραγματικότητα σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν πια άνθρωποι με ονόματα αλλά με αριθμούς, άνθρωποι υποχείρια, άνθρωποι σχεδόν μηχανές χωρίς εμφανή συναισθήματα, άνθρωποι σχεδόν άβουλοι. Εκεί που ζουν μοιράζονται κουπόνια ακόμα και για να συνουσιαστούν, εκεί επικρατεί το Μονοκράτος που όλα τα ελέγχει και τα παρακολουθεί, εκεί η δύναμη βρίσκεται και συγκεντρώνεται σε έναν και μόνο αποκαλούμενο Ευεργέτη.

Στο ένα από τα δύο επίμετρα του βιβλίου αυτής της εξαιρετικής έκδοσης και μετάφρασης από τη Σοφία Αυγερινού, ο Όργουελ αναφέρει σχετικά με το βιβλίο: “…Είναι στ’αλήθεια μια σπουδή πάνω στη Μηχανή, αυτό το τζίνι που ο άνθρωπος έβγαλε αστόχαστα από το μπουκάλι και δεν μπορεί να το ξαναβάλει μέσα. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να αναζητήσει κανείς, όταν δημοσιευτεί στα αγγλικά”. Ο Ζαμιάτιν είναι μια φωνή που ακούγεται παντού καθώς το μυθιστόρημά του είναι οικουμενικό και αγγίζει πολλές εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, έτσι όπως ποτέ δεν έγινε μεταγενέστερα. Αν μπορούσαμε να κάνουμε την παραπομπή και την αναγωγή σε κάποιον πίνακα ζωγραφικής της εποχής, ο Μαξ Μπέκμαν με την αυτοπροσωπογραφία του και συνολικά το έργο του θα ήταν ο ιδανικός εκπρόσωπος σε εικόνα των όσων περιγράφει ο Ζαμιάτιν. Πρόσωπα προβληματισμένα και βαθιά θλιμμένα αναζητούν απαντήσεις σε ερωτήσεις που δύσκολα βρίσκουν απάντηση.

 “Το παράξενο με τους Ρώσους είναι ότι πράγματι πιστεύουν στην τέχνη, στη δύναμη της τέχνης να αλλάζει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος που τη λογοκρίνουν. Αυτός επίσης είναι ο λόγος που έχουν έναν Σολζενίτσιν. Κάποιος είπε ότι κάθε χώρα έχει την κυβέρνηση που της αξίζει. Εγώ θα προσέθετα ότι κάθε λαός έχει τους καλλιτέχνες που του αξίζουν” γράφει η σπουδαία Ούρσουλα λε Γκεν σχεδόν πενήντα χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου στα αγγλικά το 1924 αφού στα ρωσικά θα μεταφραστεί πολύ αργότερα. Θα προσέθετα και εγώ σε αυτά που αναφέρει η Λε Γκεν πως ήδη από τον Πούσκιν, τον Γκόγκολ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι η τέχνη στη Ρωσία δείχνει τα δόντια της απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα αλλά και ασκεί κριτική στον τρόπο συλλογισμού των ανθρώπων με τη μόνη διαφορά πως στον 20ο αιώνα δυστυχώς οι Ρώσοι σκεπτόμενοι δημιουργοί μπόρεσαν να δράσουν χωρίς περιορισμούς μόνον εκτός Ρωσίας για να μην διωχθούν, λ.χ. Σολζενίτσιν, Ναμπόκοφ, Πάστερνακ και τόσοι άλλοι

“Τι είναι όνειρο, τι είναι αλήθεια – παράλογα μεγέθη συνεχίζουν ν’ απλώνουν τις ρίζες τους μέσα σε καθετί στέρεο, συνηθισμένο, τρισδιάστατο, και στη θέση των σταθερών, λεκιασμένων επιπέδων – υπάρχει γύρω μου κάτι ροζιασμένο, τριχωτό…”

“Με δυσκολία κρατώ την πένα στο χέρι μου: τόση απροσμέτρητη κούραση ύστερα από τα γεγονότα του σημερινού πρωινού, γεγονότα που δεν τα χωράει ο νους”