Ανταποκριτής του πολέμου και της ίδιας της ζωής μα και μοναχός καβαλάρης της αφηγηματικής τέχνης (Επιστολή στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ)

Η ζωή σου ένα μέτωπο, το ένα ο πόλεμος, το άλλο η γραφή και ενδιάμεσα τα χρόνια της ανεμελιάς και της ευζωίας σε ένα Παρίσι που έσφυζε από ζωή και εσύ την ξεζούμισες σαν να μην υπήρχε αύριο. “Δύο είναι τα μέρη στον κόσμο όπου μπορεί κανείς να ζήσει ευτυχισμένος: το σπίτι του και το Παρίσι” έγραφες πριν χρόνια. Μέθυσες, αγάπησες, μισήθηκες, πόσα έζησες άραγε θυμάσαι Έρνεστ; Ήσουν απότομος και λίγο αδέξιος στις συμπεριφορές σου γιατί το θυμικό σου ήταν πιο ισχυρό από τους καλούς σου τρόπους και πάντα έμπλεκες σε περίεργες συναντήσεις και φιλονικίες διότι ήσουν ταύρος εν υαλοπωλείω και κανείς δεν μπορούσε να σε κάνει να σταματήσεις. Και έτσι έπραξες και στη συναισθηματική σου ζωή, ένας Δον Ζουάν που δεν άντεχε τη μονιμότητα και δεν υπέφερε τη σταθερότητα, ένας πικάντικος τύπος που δεν χαριζόταν σε κανέναν και πίστευε πολλά. Επαναστάτης στα νιάτα σου μα και αργότερα που έφυγες για την Ισπανία τον καιρό του ισπανικού εμφυλίου, κατάφερες όχι μόνο να δώσεις τις ανταποκρίσεις σου από εκεί μα σε ενέπνευσε τόσο πολύ όλο αυτό το σκηνικό πολέμου που δεν άντεξες και πήρες χαρτί και μολύβι και έγραψες το “Αποχαιρετισμός στα όπλα”, ένα κορυφαίο έργο για εκείνη την τρομερή περίοδο, τότε που υπήρξες ιδιαίτερα ενεργός και πιο κινητικός με σκοπό να βοηθήσεις και να ανακαλύψεις την Ευρώπη και τα δράματά της. Μέσα από τις ανταποκρίσεις σου αυτές ξεπήδησαν τα μεγάλα μυθιστορήματα που όλοι απολαμβάνουμε σήμερα και σε τιμούμε. Στους τρεις τόμους σου που αφορούσαν στις περιόδους της έντονης ζωής σου, τα χρόνια από το 1920 μέχρι  και 1960 βάζεις την υπογραφή σου σε όσα σου συνέβησαν σε Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, Κούβα και Αφρική και χαρίζεις στον αναγνώστη μοναδικές μαρτυρίες από τα μέτωπα των συγκρούσεων ενώ του αποκαλύπτεις άγνωστα μέχρι τώρα συμβάντα και αλληλογραφία. Γιατί πάνω από όλα υπήρξες μάχιμος συντάκτης, κάτι το οποίο σε οδήγησε αναμφίβολα να ξεδιπλώσεις το αστείρευτο ταλέντο σου μέσα στην τρέλα σου και την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία σου. Αλήθεια Έρνεστ όταν έκανες το απονενοημένο διάβημα τι σκεφτόσουν, τι σε απασχολούσε, πού ταξίδευε ο νους σου, τι σου συνέβαινε μέσα σου και εμείς ακόμα προσπαθούμε να σε αποκρυπτογραφήσουμε και ίσως ποτέ να μην το κατορθώσουμε; Γέρος δεν υπήρξες ποτέ γιατί πάντα ήσουν ένας αιώνιος έφηβος μα υπήρξες μια απέραντη θάλασσα, ένας θαλασσοπόρος όμοιος του Μαγγελάνου και του Βεσπούτσι, ένας μαινόμενος Ορλάνδος, ένας παράξενος μα τόσο γοητευτικός άνδρας, ένας σκεπτόμενος και διανοούμενος που ήξερε πώς να απολαμβάνει τη ζωή του μέσα από τα δικά του μάτια και αγκαλιά με τις σκοτούρες του και τις σκέψεις που τον ταλαιπωρούσαν. Μα αλήθεια, βαρέθηκες τη ζωή και δεν άντεχες άλλο να υπάρχεις ή σου χτύπησε την πόρτα το πεπρωμένο που σε καλούσε να το συναντήσεις εδώ και τώρα; Δεν σκέφτηκες αλήθεια πως δεν είχες ακόμα φτάσει στο απόγειό σου ή μήπως η απομόνωσή σου στη γραφή σε έκανε μελαγχολικό και αποφάσισες να δώσεις ένα τέρμα σε όλο αυτό; Αναρωτιέμαι τι ανησυχίες σε κατέτρωγαν, τι ερινύες σου στροβίλιζαν το μυαλό και σε έκαναν όμηρό τους. Ο φίλος σου ο Σκότι και ο Τόμας είχαν θέμα ασθένειας μα εσύ ήσουν παρέα και με το γέρο και με τη θάλασσα, είχες εντρυφήσει βαθιά και όπως και εκείνοι στοχαζόσουν για τα περί ζωής και εκεί κάπου ίσως να χάθηκε το παιχνίδι για σένα. Πίσω στον παρελθόντα χρόνο ήσουν ανταποκριτής στον ρημαγμένο από τον εμφύλιο τόπο της Ισπανίας, εκεί όπου ήταν και ο Τζορτζ και όπως και εκείνος έτσι και εσύ μοιράζεσαι τις εμπειρίες σου σε ένα βιβλίο μαρτυρία των πεπραγμένων στο μέτωπο του αγώνα καθώς το 1937 καλείται να καλύψει δημοσιογραφικά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Ο πρωταγωνιστής σου Ρόμπερτ Τζόρνταν είναι ο καθρέφτης ενός ανθρώπου/ήρωα που έχει σταλεί στο μέτωπο για να συμμετάσχει στη μάχη κατά του ολοκληρωτισμού που εκφράζεται από τις δυνάμεις των Εθνικιστών που αντιμάχονται τους Δημοκρατικούς. Είναι η πραγματική ιστορία μιας χαμένης αγάπης, μιας δικής σου χαμένης αγάπης μάλλον, ενός αγαπημένου ζευγαριού, του Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγού των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών και της Μάριον που έπεσαν και οι δύο νεκροί – σαν τον στρατιώτη που απαθανάτισε ο φωτογράφος Ρόμπερτ Κάπα – στον αγώνα και στο καθήκον που είχαν θέσει οι ίδιοι στον εαυτό τους για την υπεράσπιση του δικαίου. Εσύ δίκαια και επάξια αποτίνεις φόρο τιμής από το μέτωπο της Αραγονίας  όπου βρίσκεσαι, σε έναν πραγματικό ήρωα και τη γυναίκα που αγαπά και είναι γεγονός πως στις ανταποκρίσεις σου από την Ισπανία υπάρχουν προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς σου φίλους που πάλεψαν για τα δικά τους ιδανικά με όπλο και οδηγό τη συνείδησή τους. Πόσο σε πλήγωσε αυτή η ιστορία όντας και εσύ στο πλευρό αυτών των ανθρώπων να περιγράφεις την ιστορία τους και να μας τους παρουσιάζεις σε εμάς με τέτοιο μοναδικό τρόπο. Το ίδιο έπραξες άλλωστε και όταν ήσουν στο Παρίσι ευτυχώς σε καλύτερες συνθήκες μη πολεμικές αλλά το ίδιο εμπνευσμένες, βρισκόσουν σε πραγματική έκσταση μέσα σε αυτόν τον πυρετό δημιουργίας και έμπνευσης και μας είχες πει πως “αν είσαι αρκετά τυχερός για να έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε όπου και να πας την υπόλοιπη ζωή σου, μένει πάντα μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια κινητή γιορτή” . Πράγματι, η κινητή γιορτή που έζησες ήταν πραγματικότητα και για αυτό την έκανες βιβλίο, το μαρτυράς και εσύ αλλά και οι συνοδοιπόροι σου, σε μια πόλη όπου έμελλε να γίνει το πεδίο δράσης καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων και άλλων δημιουργών. Το Παρίσι αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό στην περίοδο του μεσοπολέμου και αποτέλεσε το ιδανικό χωνευτήρι σκέψης και παραγωγής έργων με παρέες όπως αυτές που συγκεντρώνονταν γύρω από την εμβληματική Γερτρούδη Στάιν και εσύ έτυχες να είσαι ευλογημένος να αποτελέσεις μέρος και αναπόσπαστο κομμάτι της, ήταν μια χρυσή εποχή σαν εκείνη του Περικλή. Γύρω στο 1920 βρίσκεσαι στην Αμερική στα πολύ πρώτα συγγραφικά σου βήματα, στα πρώτα λογοτεχνικά πατήματα και αναζητάς ερεθίσματα για να ξεκινήσεις τη λαμπρή σταδιοδρομία που συνέχισες έπειτα, αναζητάς την λογοτεχνική του ταυτότητά σου και εργάζεσαι ως δημοσιογράφος για τα προς το ζην. Ήσουν ανέκαθεν μοναχικός τύπος και ειδικά προς το τέλος, επένδυσες στη μοναξιά με το ποτό που σε καθοδηγούσε και αυτό σε τελείωσε ουσιαστικά γιατί χωρίς αυτό ήσουν σκιά του εαυτού σου. Ο παρισινός κόσμος είχε τα όμορφα και τα άσχημα, είχε στιγμές ανείπωτης χαράς και μέθεξης όπως η γέννηση του παιδιού σου με την πρώτη σου σύζυγο, είχε πολλά ταξίδια, είχε συναντήσεις με ενδιαφέροντες ανθρώπους κάποιες από τις οποίες μετατράπηκαν σε πολύτιμες φιλίες, είχε όμως από την άλλη και πολύ δραματικές στιγμές. Όλοι γνωρίζουν πως ήσουν ιδιαίτερα ελκυστικός και εσύ Έρνεστ είχες ιδιαίτερη αγάπη για τις γυναίκες και αυτό προκαλούσε εύλογα την ζήλια της πρώτης σου γυναίκας και προξενούσε συνεχείς καυγάδες και εντάσεις μεταξύ σας. Ο οξύθυμος χαρακτήρας σου, αυτή η εκρηκτική σου ιδιοσυγκρασία που προκαλούνταν και μέσω του ποτού είχε αποτέλεσμα να απομονωθείς ως ο παράξενος, ο καβγατζής και η επερχόμενη και αναμενόμενη εκδοτική του επιτυχία άρχισαν να σε επηρεάζουν αρνητικά διώχνοντας μακριά τους μέχρι πρότινος μέντορές σου όπως ο Σέργουντ Άντερσον και η Γερτρούδη Στάιν, τους οποίους πια αγνοούσες. Το ποτό είχε και αυτό μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην πολλές φορές αγενή σου και άσεμνη συμπεριφορά σε σημείο που να μην κατανοείς τις πράξεις του. Η μοναξιά σε έκανε να πίνεις τόσο πολύ που είχες πει πως το ιδανικό είναι να γράφεις μεθυσμένος και να διορθώνεις ξεμέθυστος, και όταν έπινες δεν κοιμόσουν, και όταν δεν κοιμόσουν ανασύρονταν από τα βάθη οι κακές φωνές και οι κακές σκέψεις, και τότε έπινες ακόμη πιο πολύ για να τις κάνεις να σωπάσουν. Αυτή η μοναξιά που σε έπνιγε και σου είχε γίνει θηλιά στο λαιμό σου σε οδήγησε να βγάλεις και το παρακάτω συμπέρασμα με φλεγματικό και ειρωνικό τρόπο μα τόσο πραγματικό, σε καταλαβαίνω. Μερικές φορές, ένας έξυπνος άνθρωπος αναγκάζεται να μεθύσει, για να περάσει την ώρα του με ηλίθιους και η αλήθεια είναι πως δεν άντεχες ούτε τη βλακεία ούτε την ανοησία των ανθρώπων και για αυτό σε απέφευγαν και εσύ με τη σειρά σου τους απέφευγες Έρνεστ, μπορείς να το παραδεχτείς πια. Βέβαια αργότερα από την πρώτη αγάπη σου θα παντρευόσουν άλλες τρεις φορές γιατί είχες έφεση στις γυναίκες και ήταν ο λόγος της αλλαγής που σε καθόριζε, βαριόσουν εύκολα αλλά μοιάζει η πρώτη αγάπη σου να ήταν και παντοτινή. Σε κάθε περίπτωση, η γραφή για σένα ήταν μια απόλυτα λυτρωτική πράξη, ένας απελευθερωτικός παράγοντας και δόθηκες ψυχή τε και σώματι σε αυτή την τόσο ιερή τελετουργία γιατί για σένα Έρνεστ η γραφή ήταν ό,τι ήταν για άλλους ανθρώπους η θρησκεία. Και τώρα μας έχεις αφήσει εδώ κάτω στο μάταιο κόσμο, από τον οποίο αποφάσισες να φύγεις, εμάς τους κοινούς θνητούς να προσπαθούμε ακόμα να σε αποκρυπτογραφήσουμε χωρίς να μας έχεις δώσει καμία λύση και κανέναν κώδικα αναγνώρισης και όμως εμείς σε ευχαριστούμε.