Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο, Εκδόσεις Ίκαρος

Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις κάποιος για το χρόνο, ένα χρόνο που έχει χαρακτηριστικά θύελλας και ανέμου που όλα τα σαρώνει στο διάβα του. Είναι σαν το χρόνο του Προυστ που αναζητά στα μονοπάτια χαμένες θύμησες, χαμένες στιγμές, χαμένους παραδείσους. Είναι και ο χρόνος του Τόμας Γουλφ, ο οποίος με το “Περί χρόνου και ποταμού”, μας ταξιδεύει στα προσωπικά του βιώματα και σε ένα νοσταλγικό χρόνο, ένα χρόνο τόσων και τόσων σελίδων στις οποίες κατέθεσε όλο του το χρόνο, σαν ένα είδος μαρτυρίας. Ο συγγραφέας Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ έρχεται με αυτό το μυθιστόρημα, που κινείται και στα όρια της μαρτυρίας, να καταγράψει το δικό προσωπικό ρολόι, ένα ρολόι που άλλοτε στέκει ακίνητο και άλλοτε κινείται με τους ρυθμούς που ο ίδιος επιθυμεί.

Μια στοά γεμάτη αναμνήσεις, ένα ατελείωτο πηγάδι χρόνου

“Να είσαι ανελέητος με το παρελθόν σου. Επειδή και το παρελθόν είναι ανελέητο. Είναι σαν μολυσμένο όργανο, ένα είδος σκωληκοειδούς απόφυσης, που με τον καιρό το γυρίζει σε φλεγμονή, σε ενοχλεί και σε πονάει. Αν μπορείς να κάνεις χωρίς αυτό, κόψ’ το και κάν’ την, αν όχι μάζεψε τα κουρέλια”. Με το βλέμμα στη Βουλγαρία των δικών του χρόνων και με προοπτική μέλλοντος, ο συγγραφέας περιγράφει όλα αυτά που εμείς πολλές φορές αρνούμαστε να παραδεχτούμε, γιατί μπορεί ο χρόνος να είναι από τη μία ο καλύτερος γιατρός, μπορεί όμως και από την άλλη να αφήσει ανοιχτές πληγές μέσω της μνήμης και δεν υπάρχει δυστυχώς κανένα σφουγγάρι, ούτε και καμία γομολάστιχα να τη σβήσει από το σκληρό μας δίσκο.

Ο Γκοσποντίνοφ εκλύει αφηγηματικές δυνάμεις ισχυρές για να καταπιαστεί με μια τόσο δύσκολη έννοια, να στοχαστεί και να φιλοσοφήσει ως προς το μετέωρο βήμα του χρόνου και ο αναγνώστης, που εισάγεται και μυείται σε αυτή τη χρονομηχανή, το χρονοκαταφύγιο όπως ο ίδιος το ονομάζει, στέκεται ενεός ενώπιον των νοημάτων, των ερωτημάτων, των ανησυχιών που πραγματεύεται. Η πηγή του είναι αναμφίβολα τα προσωπικά του ημερολόγια ψυχής αλλά και τόσες πληροφορίες από την πολιτική, την ιστορία και εύλογα περιδιαβαίνει κάθε σεντούκι που κρύβει μέσα του όλα αυτά που τον απασχολούν και τον απασχόλησαν και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του. Εδώ ωστόσο, πετυχαίνει να έρθει κατά μέτωπο με το χρόνο της ίδιας του της ζωής, ένα στοίχημα εκ πρώτης όψεως κερδισμένο με μεράκι και εσωτερικές διεργασίες.

“Τι άρπαγας είναι αυτή η ζωή (και ο χρόνος), έτσι; Τι ληστής… Χειρότερη και από τους χειρότερους κλέφτες που επιτίθενται στο ειρηνικό καραβάνι από μια ενέδρα. Αυτοί οι ληστές ενδιαφέρονται μόνο για το πορτοφόλι σου και το κρυμμένο χρυσάφι σου, αν είσαι φρόνιμος και τους τα δώσεις χωρίς αντίσταση σου αφήνουν τα υπόλοιπα – τη ζωή, τη μνήμη, την καρδιά, αυτή είναι η δουλειά τους”. Αυτή είναι και η δική του μοναδική δουλειά, να μιλήσει για εμάς που πολλές φορές αρνούμαστε να δούμε κατάματα το χρόνο και να ανοίξουμε διάλογο μαζί του γιατί ένας φόβος μας κυριεύει για όσα θα μας αποκαλύψει. Αυτή λοιπόν η καταβύθιση στην έννοια του χρόνου είναι μια αποστολή ιερή, είναι ένα προσωπικό ορειβατικό και ανηφορικό σταυροδρόμι, εκεί που συναντιούνται η ζωή και ο χρόνος.

Ο Γκοσποντίνοφ μιλάει και μια γλώσσα οικεία, άμεση, δίχως φτιασιδώματα, μια γλώσσα με ανθρώπινο κώδικα που είναι εύκολα κατανοητή και την ίδια στιγμή δύσκολο να την αποκρυπτογραφήσεις. Το δικό του αλφάβητο είναι συνυφασμένο και άμεσα συνδεδεμένο με τις εμπειρίες που τον συνοδεύουν στο προσωπικό αυτό ταξίδι αυτογνωσίας, ένα ταξίδι αναγκαίο πλην τίμιο για όλη αυτή την επίπονη και επώδυνη διαδικασία να αναζητήσει αυτό που και άλλοι συγγραφείς στο παρελθόν αναζητούσαν με μανία και επιμονή. Ο συγγραφέας είναι ένας επίμονος κηπουρός του κήπου του και μας τον προσφέρει για να μυρίσουμε και εμείς λίγο από το άρωμα των λουλουδιών του. Εμπεριέχει εξάλλου πολλούς συμβολισμούς και αλληγορίες, όχι για να εντυπωσιάσει μα ίσα ίσα, για να προσδώσει στο έργο του την πολυεπίπεδη διάσταση που τόσο επιθυμεί να διαχειριστεί.

Πολιτικά γεγονότα, κοινωνικά συμβάντα, ιστορικά χρονικά, όλα είναι παρόντα σε αυτό το λεκτικό χείμαρρο που μας πλημμυρίζει και δεν μας νοιάζει που βρεχόμαστε. Ο Γκοσποντίνοφ είναι από εκείνους τους συγγραφείς που στέκεται πλάι, τόσο στο διανοούμενο όσο και στον απλό άνθρωπο που έχει τη σοφία της ζωής. Και γράφει χαρακτηριστικά σχετικά με απλές στιγμές της καθημερινότητας πλην όμως τόσο σημαντικές: “Μόνο η ρακή είναι τίμιο πράγμα, γαμώτο. Δεν σου λέει ψέματα όπως η τηλεόραση, δεν σου ρίχνει σκόνη στα μάτια, δεν λέει άσκοπα βρομιές. Χτυπάει στη μύτη σου, τσούζει όμορφα τον λαιμό σου, κατεβαίνει και ζεσταίνει από μέσα όλα όσα έχουν από κρύο παγώσει. Η ρακή είναι η βουλγάρικη ανύψωση, το βουλγαρικό μεγαλείο, η βουλγαρική τηλεόραση είναι το τελευταίο”.

“…το έθνος είναι μια ομάδα ανθρώπων που έχουν συγκεντρωθεί για να θυμούνται και να ξεχνούν τα ίδια πράγματα”

“Και όταν έστρεφαν το κεφάλι προς τα πίσω, έβλεπαν το μέλλον τους”