F. Scott Fitzgerald, Η κατάρρευση, Εκδόσεις Άγρα

Θύμα μιας υπέρμετρης ευδαιμονίας με ραγισμένες εσωτερικές αντιστάσεις, ο Φιτζέραλντ έλαμψε μέσα στην πλασματική ανηφόρα που έγινε κατηφόρα και έφερε τον άνθρωπο της εποχής του στη δίνη των επερχόμενων δυσάρεστων εξελίξεων, θύμα των οποίων υπήρξε και ο ίδιος. Μέσα όμως από αυτή τη δυστυχή συγκυρία, κατάφερε και δημιούργησε μυθιστορήματα και διηγήματα που σήμερα αντιπροσωπεύουν την ιστορία μιας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στη διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό. Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί οι ιστορίες, γλαφυρά και σκωπτικά δοσμένες, σκιαγραφούνται μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που πνίγηκε στο μεθύσι της ανεμελιάς και της αγκαλιάς με το όνειρο για μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια. Η ζωή αυτή όμως, που εκείνος ονειρεύτηκε μαζί με την αγαπημένη του Ζέλντα, δεν τους χαμογέλασε τόσο ώστε να παραμείνει για πάντα χαρούμενη και απολαυστική. Έτσι τα όνειρα και οι πόθοι τους, ο φλογερός έρωτάς τους, η γιορτή που έστησαν και οι ξέφρενοι ρυθμοί υπό τους ήχους των οποίων χόρεψαν, σώπασαν γρήγορα για να δώσουν τη θέση τους σε μια απρόσμενη θλίψη.

Ένας συγγραφέας αυτοβιογραφείται και εξομολογείται

Η Κατάρρευση, αυτό το σύντομο αλλά πολύ στοχαστικό και ενδοσκοπικό αυτοβιογραφικό δοκίμιο, δημοσιεύτηκε εν έτει 1936, δηλαδή τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατο του συγγραφέα από καρδιακή προσβολή. Μοιάζει πολύ προφητικό, σαν μία προανακοίνωση του πρόωρου θανάτου του, μια κάποια αποδοχή ενός προαναγγελθέντος τραγικού γεγονότος που δεν είναι άλλο από την αποχώρηση από αυτόν τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο άνθρωπος που έζησε κάποια από τα πιο ξέφρενα χρόνια ανεμελιάς και ευδαιμονίας τη δεκαετία του ’20 ζει ξαφνικά και δίχως να το περιμένει την απόλυτη κατάρρευση από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και μετά, κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει με το περίφημο κραχ του 1929 στην Αμερική και βρήκε τον συγγραφέα και την κοινωνία σε οικονομικό τέλμα. Απόλυτα οδυνηρό και επώδυνο να μετατρέπεται η κινούμενη γιορτή για την οποία έγραφε ο Χέμινγουεϊ σχετικά με το Παρίσι σε ένα πένθιμο εμβατήριο και σε μία νοσταλγία για τα χρόνια που δεν γυρνάνε πια.

Είναι σαφώς και οι πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις εκτός από τις ερωτικές που επηρέασαν την γραφή και την ψυχοσύνθεση του πορσελάνινου Σκοτ. Δεν πρέπει επ’ουδενί βέβαια να λησμονούμε πως ο ίδιος ο Φιτζέραλντ, πέρα από τον τυφλό έρωτα και την απίστευτη ζήλεια για την Ζέλντα, βίωσε έντονα και απογοητεύτηκε και από την θητεία του στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου όπου θήτευσε σε θέση που ουσιαστικά για τον ίδιο δεν προσέφερε τίποτα. Αυτό το συμβάν σε συνδυασμό με την αγωνία του για δημιουργία και αναγνώριση, η οποία άργησε να έρθει, τον οδήγησαν στο σημείο, την απρόσμενη παραγωγή πλούτου που εξασφάλισε από την έκδοση των έργων του να την μετουσιώσει σε χρέη, μια και ξόδευε ασύστολα και αλόγιστα περισσότερα από αυτά που άντεχε η τσέπη του. Το κραχ του 1929 αποτέλεσε θεωρητικά και πρακτικά το επιστέγασμα μίας χιονοστιβάδας και κατρακύλας που κανείς δεν προέβλεψε και το αμερικανικό όνειρο βυθίστηκε στα έγκατα της γης αφήνοντας πίσω συντρίμμια και κατάθλιψη στον κόσμο.

Αναμφίβολα, ο μοναδικός Φιτζέραλντ ανήκε στην λεγόμενη χαμένη ή αλλιώς καταραμένη γενιά που δεν μπόρεσε να γευτεί μια μακροχρόνια ευτυχία λόγω της έλευσης μιας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που κορυφώθηκε με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Μέσα όμως από αυτήν τη δυστυχή συγκυρία, κατάφερε και δημιούργησε μυθιστορήματα και διηγήματα που σήμερα αντιπροσωπεύουν την ιστορία μίας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στην διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό. Και όλα αυτά συμβαίνουν και λαμβάνουν χώρα γιατί οι ιστορίες, γλαφυρά και σκωπτικά δοσμένες, σκιαγραφούνται μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που πνίγηκε στο μεθύσι της ανεμελιάς και της αγκαλιάς με το όνειρο για μία ζωή γεμάτη πολυτέλεια.

Σε μία αποστροφή του λόγου του γράφει χαρακτηριστικά: “Ένας άλλος εκπροσωπούσε αυτό που για μένα συνιστούσε την “καλή ζωή”, αν και τον είδα μόνο μια φορά σε δέκα χρόνια και από τότε μπορεί και να τον καταπιεί η γη {…} Δεν υπήρχε λοιπόν πια ένα “Εγώ” – δεν υπήρχε μια βάση πάνω στην οποία μπορούσα να οργανώσω τον αυτοσεβασμό μου -, εκτός από την απεριόριστη ικανότητα για μόχθο την οποία φαινόταν να κατέχω πια”. Μέσα στο βιβλίο, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν άνθρωπο σε αποδρομή και σε απόλυτη αποδόμηση, έναν άνθρωπο που μοιάζει να έχει παραδοθεί στην τρικυμία και στις ατελείωτες παλινωδίες του μυαλού του. Δεν συγκρατεί πια την αποθάρρυνση για τη ζωή και βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκη, πνέει κυριολεκτικά τα λοίσθια και η κατάρρευση είναι ολοκληρωτική.

Όπως σε όλα του τα βιβλία, έτσι και εδώ συναντούμε έναν άνθρωπο που βυθίζεται σε ατέρμονες περιγραφές συναισθηματικής φύσεως, ερωτικών περιπτύξεων και αδύναμων στιγμών των πρωταγωνιστών του καθιστώντας τα τέλεια πορτραίτα της δικής του φυσιογνωμίας. Ο ίδιος βρίσκεται πολλάκις πίσω από τους ήρωές του, που τους ντύνει με το πέπλο της χαρμολύπης και της υπέρμετρης καταστροφικής ευδαιμονίας, που πολλές φορές -αν όχι πάντα- τους οδηγεί στον καταστροφικό δρόμο της αυτοδιάλυσης και της ολομέτωπης αυτοκαταστροφής. Κινεί τους ήρωές του με βάση τις δικές του συναισθηματικές εξάρσεις και τους επιφυλάσσει τραγικό ή δραματικό τέλος σαν να είχε ήδη προοικονομίσει το δικό του. Ζει ο ίδιος στο όριο των αντοχών του και είναι χαρακτηριστικό πως το ποτό παραμένει ο πιο πιστός του σύντροφος από την δεκαετία του 1920 και πέρα. Να σημειωθεί τέλος πως η έγκυρη μετάφραση του εκλιπόντος Άρη Μπερλή είναι η πινελιά που επικυρώνει την σπουδαιότητα αυτού του κειμένου που αξίζει να διαβαστεί.

“Το καπέλο του θαυματοποιού ήταν άδειο. Το ότι έβγαζα πράγματα από το καπέλο για πολύ καιρό ήταν ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο και τώρα, για να αλλάξουμε τη μεταφορά, είχα διαγραφεί για πάντα από τα μητρώα των επιδοματούχων της κοινωνικής μέριμνας”

“…είχα μια ξαφνική αίσθηση ότι έπρεπε να είμαι μόνος. Δεν ήθελα να βλέπω άλλους. Είχα δει τόσο πολλούς στη ζωή μου – ήμουν άνθρωπος μέσης κοινωνικότητας, αλλά είχα ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την τάση να ταυτίζω τον εαυτό μου, τις ιδέες μου, τη μοίρα μου, με όσους ερχόμουν σε επαφή, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως”