Djuna Barnes, Νυχτοδάσος, Εκδόσεις Gutenberg

Είναι πραγματικά ύψιστη η ικανοποίηση και η χαρά ενός αναγνώστη να παίρνει στα χέρια του εκδόσεις βιβλίων όπως αυτό εδώ, με την αισθητική και την ποιότητα να αναβλύζουν και αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους συντελεστές, από τον εκδότη και την εκδοτική ομάδα, μέχρι βέβαια την μεταφράστρια που επιτέλεσε ένα έργο μετάφρασης μεγαλειώδες, με πολλούς γρίφους που η ίδια κλήθηκε να λύσει. Είναι συγκλονιστική η αφήγηση αυτής της όχι και τόσο γνωστής συγγραφέως στο ελληνικό κοινό που με έναν παραληρηματικό – καλώς εννοούμενο φυσικά – αφηγηματικό οίστρο συνεπαίρνει τον αναγνώστη και τον αναγκάζει με τον μοναδικό τρόπο της να μην μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση αυτού του ιδιότυπου μυθιστορήματος που αγγίζει όμως το φάσμα της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας.

Η έκδοση μας συστήνεται με δύο εισαγωγές, μία πρώτη από τον Τ.Σ. Έλιοτ και μια δεύτερη από την εξαιρετική συγγραφέα Τζάνετ Γουίντερσον. Ο Τ.Σ. Έλιοτ γράφει την εισαγωγή αυτή με αφορμή την πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1937 και αναφέρει χαρακτηριστικά: “Το βιβλίο δεν είναι απλώς μια συλλογή ατομικών πορτρέτων ͘  οι χαρακτήρες είναι όλοι σφιχτά δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι και οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή, περισσότερο εξαιτίας αυτού που αποκαλείται τύχη ή πεπρωμένο, παρά από συνειδητή επιλογή του ενός για τη συντροφιά του άλλου: το κέντρο του ενδιαφέροντος εντοπίζεται σε ολόκληρη τη σύνθεση που σχηματίζουν, παρά στα επιμέρους συστατικά της”. Τα πρόσωπα της Μπαρνς μοιάζει να ανεβοκατεβαίνουν τον Άδη των επιθυμιών τους και των συναισθηματικών τους εξάρσεων με μία μοίρα ανθρώπινη για την οποία δεν είναι ουσιαστικά ένοχοι.

Όμορφα πρόσωπα, όμορφα καίγονται από πάθη

Το βιβλίο της Μπαρνς θυμίζει σε μένα πίνακα του Μαξ Μπέκμαν, ο οποίος αν και δεν κατηγοριοποιείται ούτε και αυτός σε κάποιο κίνημα της εποχής των καλλιτεχνικών μεταλλάξεων που λαμβάνουν χώρα στις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο προσωπογραφεί ανθρώπους σε κατάσταση σύγχυσης, εσωτερικής πολιορκίας, πρόσωπα εξπρεσιονιστικά, πρόσωπα στο μετέωρο βήμα του πελαργού, πρόσωπα κυριευμένα από τα πάθη τους, τις αγωνίες τους, πρόσωπα του καιρού τους, ενός καιρού σημαδεμένου που δεν τα αφήνει να ησυχάσουν και να γευτούν τη χαρά. Η Μπαρνς εκεί συναντά για μένα τον Μπέκμαν, σε αυτό το σταυροδρόμι της τρωτότητας και της ανθρώπινης αδυναμίας να ελέγξει τον έρωτα και τις παρεκτροπές στις οποίες μας οδηγεί. Το εξώφυλλο που φιλοτέχνησε η Δήμητρα Μπουρίτσα είναι απόλυτα συμβατό γιατί έχει στοιχεία αυτού του άμορφου που όμως καθίσταται πλήρως εκφραστικό.

Η Μπαρνς ακροβατεί ανάμεσα σε Τσέχοφ και σε Φλωμπέρ, ανάμεσα στην σκληρότητα των περιγραφών που περιγράφουν μία πυρετώδη κατάσταση ερωτικής διέγερσης που χαρακτηρίζεται από την σφοδρότατη αντίδραση της Νόρα και από την άλλη τον γιατρό που με φιλοσοφικές ενέσεις ανασύνταξης και υποστήριξης του προσώπου της Νόρας προσπαθεί να δώσει ερμηνεία στην ανθρώπινη εκφραστικότητα, τον πόνο, την υπερβολή, την απάθεια. Ο γιατρός είναι ισότιμος πρωταγωνιστής με την Νόρα και ο διάλογος τους διέπεται από θεατρικότητα, εκεί έγκειται και ο δανεισμός στοιχείων από τους Τσεχοφικούς ήρωες που με τόσο δεξιοτεχνία η Μπαρνς χτίζει για να εξωτερικεύσει και τις δικές της αγωνίες, αυτές που έχουν χαρακτήρα αυτοβιογραφικό. “Είχε τη μοίρα των ανθρώπων που έρχονται στον κόσμο χωρίς τα απαραίτητα εφόδια εκτός από το εφόδιο του εαυτού τους”.

Η Μπαρνς γράφει αυτό το μυθιστόρημα εν μέσω δραματικών εξελίξεων και συνταρακτικών γεγονότων στην Ευρώπη και αυτό δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη στην χειμαρρώδη και καταιγιστική αφήγηση. Αν και δεν συμπεριλαμβάνει παρά ελάχιστα τα ιστορικά δρώμενα, ωστόσο οι άνθρωποι ως μέλη μιας κοινωνίας σε πλήρη αποδόμηση και αποσταθεροποίηση βιώνουν στο πετσί τους τα όσα εκτυλίσσονται με ταχύτητα και ανεξέλεγκτα γύρω τους. Οι détraqués στους οποίους αναφέρεται σε κάποιο σημείο της αφήγησής της (οι διαταραγμένοι και παλαβοί στα ελληνικά) θα μπορούσε να συγχρονιστεί και να καθρεφτίσει τους εκφυλισμένους και περιθωριοποιημένους καλλιτέχνες που το καθεστώς λογοκρίνει και καταδικάζει με κάθε ευκαιρία. Το μυθιστόρημα αυτό θυμίζει μία βόμβα βραδυφλεγή που σε λίγο θα εκραγεί και κανείς δεν ξέρει ποιους θα παρασύρει στο διάβα της, ίσως και την ίδια την συγγραφέα.

Ο έρωτας της Νόρα προς την Ρόμπιν και η απόγνωση της πρώτης που έχει φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων της και των αντοχών της είναι μία μαχαιριά στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι μια ανθρωπιστική κρίση στην επαφή των ανθρώπων που ποτέ δεν έχει πάψει να απασχολεί. Είναι μία φωνή εσωτερική αλλά και εξωτερική που μάχεται να ερμηνεύσει τα πολλές φορές δυσερμήνευτα, η απώλεια του ερωτικού συντρόφου δεν είναι μία απλή απόρριψη και μία απλή απογοήτευση, στα μάτια μου είναι ένας αλγόριθμος προς επίλυση και ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα που αναζητά τους σταυροφόρους λύτες για να μας δώσουν τα φώτα τους. Η Μπαρνς υποδύεται τον γιατρό στο ντιβάνι και με νότες στοχασμού και απολογίας στο πρόσωπο του περίεργου όσο και εκκεντρικού ήρωα καλείται να διαχειριστεί τις ίδιες της τις σκέψεις, ίσως αυτές οι λέξεις είναι μία κάποια λύση.

Εκεί στο δάσος της νύχτας και μακριά από τα φώτα της μέρας, όλα αναζητούν τη λύση τους και εναπόκειται σε εμάς να γίνουμε αρχαιολόγοι και ανασκαφείς της ίδιας μας της φύσης και ύστερα να αποκρυπτογραφήσουμε, ει δυνατόν, κάτι από τον πλησίον μας. “Το σκοτάδι είναι το ντουλάπι όπου φωλιάζει η καρδιά της αγαπημένης σου, είναι το νυχτοπούλι που κράζει ενάντια στη δική της και στη δική σου ψυχή ρίχνοντας ανάμεσα σε σένα και σ’ εκείνη τη φριχτή χολή. Τα δάκρυά σου είναι ο αδιάλλακτος σφυγμός του. Οι άνθρωποι της νύχτας δεν θα θάβουν τους νεκρούς τους, αλλά κρεμούν αυτό το πλάσμα, το απαλλαγμένο από κάθε ίχνος ζωής, στον δικό σου πολύτιμο και ζωντανό λαιμό”. Ο λόγος της Μπαρνς με την ποιητικότητα που τη διακρίνει απευθύνεται σε όλους αυτούς που μπορούν με τον λύχνο της ψυχής του να αντέξουν τη σκιά τους.

“Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται μονάχα όταν υπολογίζει τη σκιά του όσο τον εαυτό του – και τι άλλο είναι η σκιά του ανθρώπου παρά ακέραια η κατάπληξή του;”

“Ο άνθρωπος μπορεί να πολεμά και να αποφεύγει το κακό στο δικό του επίπεδο αλλά, όταν αυτό εισχωρήσει στις θολές του ονειροπολήσεις, κυριεύει την καρδιά του, έτσι όπως εισβάλλει στην καρδιά η ζοφερή δυστυχία ενός πνιγηρού εφιάλτη που γεννιέται και διαλύεται από τον συγκεκριμένο νου”