Max Porter, Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, Εκδόσεις Πόλις

Ο Σαρλ Μποντλέρ ήταν αυτός που ανακάλυψε στην Ευρώπη τη λογοτεχνική ευφυΐα του Πόε και ανέλαβε τη μετάφραση και διάδοση του έργου του. Ο ίδιος είχε πει σχετικά: “Η ποίηση του Έντγκαρ Άλαν Πόε είναι βαθιά και στιλπνή σαν όνειρο, μυστηριακή και τέλεια σαν κρύσταλλο”. Ο Πόε εξαντλημένος αλλά και εμπνεόμενος από τις εξουθενωτικές, μαύρες και κακόβουλες σκέψεις του μας άφησε κληρονομιά ένα έργο πλούσιο, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο. Η παρακαταθήκη που άφησε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε στις επερχόμενες γενιές είναι πλέον αναγνωρισμένη και από τον θάνατο του έως σήμερα δεν έχει πάψει να εδραιώνεται όλο και περισσότερο ως ένας στοχαστής συγγραφέας. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το βιβλίο του Max Porter είναι μία περίτρανη απόδειξη της μεγαλειώδους επιρροής του. Ωστόσο, χρειάζεται σεβασμός από τη μία και τόλμη από την άλλη για να “συνομιλήσεις” με το έργο του Πόε, χρειάζεται πρώτα να το έχεις κάνει κτήμα σου, να το έχεις μελετήσει για να μπορέσεις να ανταποκριθείς σε αυτήν την πρόκληση. Ο Porter προσφέρει ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα, το οποίο με ρηξικέλευθο και ευφυή τρόπο μας ξανασυστήνει τον Πόε και μας προσκαλεί να ξαναδιαβάσουμε το “Κοράκι”, το πιο διάσημο ποίημα του Πόε, μέσα από το δικό του πολύ προσωπικό πρίσμα και έτσι να αναστοχαστούμε τη ζωή και την απώλειά της.

Το “Κοράκι” ξαναχτυπά

Με ένα παρόμοιας σύλληψης αφηγηματικό ποίημα, ο Porter αποφασίζει να ξαναγεννήσει την περίφημη ιστορία που ο Πόε αφηγείται στο Κοράκι αλλά να την διηγηθεί σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Το κοινό τους σημείο αναφοράς είναι η θλίψη για την απώλεια ενός οικείου προσώπου. Ο Πόε μας μιλάει για την αγαπημένη Λεονόρα την οποία ο εραστής θρηνεί και είναι εκείνη την κρίσιμη στιγμή που εμφανίζεται το Κοράκι για να τον παρηγορήσει, ο Porter αφηγείται λίγο διαφορετικά σε μορφή συγκοινωνούντων μονολόγων που θυμίζουν θεατρικό έργο την απώλεια της μητέρας δύο αγοριών και του συζύγου, τους οποίους επισκέπτεται το κοράκι και τους συνδράμει με την παρουσία του για όσο χρειαστεί. Η απόφαση του συγγραφέα να εναλλάσσει τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών διαφοροποιεί την ιστορία του από εκείνη του Πόε, της προσδίδει θεατρικότητα και δραματικότητα ενώ δεν λείπει και το υποδόριο καυστικό και πολλές φορές φλεγματικό χιούμορ ποτισμένο με πολλές δόσεις ειρωνείας από την πλευρά του πουλιού.

Ο αναγνώστης “χάνεται στη μετάφραση” των μονολόγων, συμπονά την οικογένεια και υποπτεύεται το παράξενο κοράκι. Διεκδικεί ο αναγνώστης μία καθαρή λύση στο αίνιγμα της Σφίγγας που δημιουργείται, τι να γυρεύει άραγε το κοράκι, μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας ή είναι παραπλανητική η παρουσία του εκεί; Ανοιχτά αναρωτιέται αν το κοράκι βρίσκεται εκεί για καλό ή για κακό, αν ο ρόλος του είναι τελικά όντως βοηθητικός ή λειτουργεί ως ένας ελεγκτικός μηχανισμός της λειτουργίας της οικογένειας μετά την απώλεια. Στα δαιδαλώδη νοήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις των αγοριών και του πατέρα τους, ο αναγνώστης νιώθει συμπόνια, καθίσταται αρωγός και συμμέτοχος στην βαριά απώλεια της μητέρας ενώ το κοράκι πασχίζει να βρει τη θέση του ως εξωτερικός παρατηρητής και απρόσκλητος εισβολέας σε ένα σπίτι που οι ένοικοί του ενεοί και καχύποπτοι το κοιτούν και το αισθάνονται ως μία πιθανή απειλή.

Το Κοράκι

“Σε άλλες εκδοχές είμαι γιατρός ή φάντασμα. 

Τέλεια τεχνάσματα: γιατροί, φαντάσματα και κοράκια.

Μπορούμε να κάνουμε ό,τι δεν μπορούν να κάνουν

οι άλλοι ήρωες, να τρώμε τη λύπη για παράδειγμα,

να θάβουμε μυστικά, ή να κάνουμε ομηρικούς καβγάδες

με τη γλώσσα και τον Θεό. Ήμουν φίλος, δικαιολογία,

deus ex machina, ανέκδοτο, σύμπτωμα, αποκύημα

της φαντασίας, φάσμα, πατερίτσα, παιχνίδι,

βρικόλακας, φάρσα, ψυχαναλυτής και μπέιμπι-σίτερ.”

Το κοράκι προσπαθεί να γίνει ο συμπαραστάτης, ο στυλοβάτης, το στήριγμα της οικογένειας, επιθυμεί να πάει ενάντια στις προκαταλήψεις και με τον τρόπο του να αποδείξει και να πείσει, έστω και αν αυτό γίνεται με τρόπο άκομψο και αντισυμβατικά συμπονετικό, πως είναι παρών μέχρι το τέλος, μέχρι δηλαδή οι ένοικοι, αγόρια και πατέρας, να ξεπεράσουν τις κακές τους σκέψεις, να αποβάλλουν όλη την κακή ενέργεια και να ανακτήσουν τις εσωτερικές δυνάμεις τους, να μην χρειάζονται άλλο πια την παρουσία του. Και όμως η έννοια κοράκι είναι συνυφασμένη με το μαύρο, το απεχθές, το απόμακρο και αλλόκοτα μακάβριο, είναι ένα ξένο σώμα που και το ίδιο νιώθει και για αυτό δυσκολεύεται να συμβιώσει, σαν να συγκρούεται και αυτό με την ίδια του την αποστολή, να μην αντέχει να βλέπει και να ακούει τις φωνές, να γνωρίζει μόνο τη θλίψη και την απώλεια.

Όλοι στο σπίτι νιώθουν το κοράκι ένα διπρόσωπο πουλί που από τη μία τους συμπαραστέκεται ενώ από την άλλη χλευάζει και γελοιοποιεί προκλητικά την απώλειά τους, αυτή η αδυναμία να δουν το κοράκι ως πραγματικό σύντροφο στα δύσκολα εγγράφεται στα λόγια τόσο των αγοριών όσο και του πατέρα και είναι έκδηλη και πασιφανής η αμηχανία τους όταν το νιώθουν κοντά τους να τους διαταράσσει την καθημερινότητα και τις απλές στιγμές. “Το Κοράκι βγήκε αναμαλλιασμένο και με γουρλωμένα μάτια. Έκλεισε απαλά πίσω του την πόρτα και ήρθε να μας βρει στο τραπέζι της κουζίνας. Χρωματίσαμε με τους μαρκαδόρους μας σχέδια με ζώα και το Κοράκι βγήκε έξω από τις γραμμές” είπαν τα αγόρια. Τελικά το Κοράκι είναι ένας σύμμαχος ή ένας ουδέτερος παρατηρητής που καλύπτει για λίγο την υποσυνείδητη ανάγκη των ενοίκων στο σπίτι να αποσπάσουν την προσοχή τους και να διώξουν μακριά τις μνήμες και το αίσθημα της θλίψης; Ή μήπως απλά είναι ένα φάντασμα της θύμησής τους, η μαύρη σκιά της απώλειας της μητέρας και συζύγου που για πάντα θα τους ακολουθεί γιατί εκείνοι δεν θέλουν και δεν έχουν τη δυνατότητα να ξεχάσουν; Άγνωσται αι βουλαί του Κορακιού…

“Τα φαντάσματα δεν στοιχειώνουν, οπισθοχωρούν. Ακριβώς όπως εσύ, όταν προσπαθείς να κοιμηθείς σκέφτεσαι τα δέντρα και τη χλόη, βρίσκεις ένα συμβολικό καταφύγιο μέσα σε μια ετοιματζίδικη εικόνα που σου προσφέρει ασφάλεια και ικανοποίηση και χρονολογείται από τα νεανικά σου χρόνια. Εκεί πάνε τα φαντάσματα”. Ο Μπαμπάς

“Είμαι απρόθυμος να μιλήσω για οτιδήποτε παράλογο με όλους εσάς που μας καταδιώκετε από καταβολής κόσμου. Τι μπορεί να προσφέρει ένα κοράκι σε ένα τσούρμο ανθρώπων που πενθούν; Ένα κουβάρι. Έναν παλμό.” Το Κοράκι