Τζανίν Ντι Τζιοβάνι, Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν, Εκδόσεις Δώμα

“Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη” είχε πει κάποτε ο Μαχάτμα Γκάντι. Δυστυχώς, αυτά που περιγράφει στη συγκλονιστική της μαρτυρία η δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια Τζανίν ντι Τζιοβάνι πόρρω απέχουν από αυτά που έλεγε ο ιδεαλιστής και στοχαστής Γκάντι. Στη Συρία διαπράττεται ένα φρικτό έγκλημα κατά αμάχων και αθώων ανθρώπων για το οποίο ουδείς έχει την πραγματική διάθεση να πράξει τα δέοντα για να τερματιστεί. Είναι εκπληκτικά αποκαλυπτικά όσα αναφέρει η ίδια, είναι πολλές φορές ανατριχιαστικά και πέρα από κάθε φαντασία και λογική, ξεπερνούν τον ανθρώπινο νου και αποκαλύπτουν μία κτηνώδη συμπεριφορά, μία βαρβαρότητα δίχως προηγούμενο. Θαρρώ πως οι λέξεις είναι τόσο φτωχές και λίγες για να μπορέσω να περιγράψω τα συναισθήματα που προκαλεί η ανάγνωση αυτού του σκληρού όσο και απαραίτητου βιβλίου για να μάθει ο κόσμος τι πραγματικά συμβαίνει εκεί, όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Αυτό που κρατώ σαν απλός αναγνώστης που βρίσκεται μακριά από τη ζώνη του λυκόφωτος είναι αυτό που μαρτυρά η επιμονή, η αυταπάρνηση και το θάρρος της Ντι Τζιοβάνι να καταγράψει όσα θλιβερά και αποτρόπαια εκτυλίσσονται σε αυτή τη γωνιά του κόσμου όπου το μίσος κυριαρχεί γνωρίζοντας και η ίδια πως εκείνη είναι προσωρινά εκεί και ένα ζεστό φαγητό και σπίτι την περιμένουν.

Αποχαιρετώντας τη Συρία που ξέρεις…

“Το χαμηλότερο σημείο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος είναι να βασανίσει ή να βασανιστεί. Σκοπός του βασανιστή είναι να προξενήσει αφόρητο πόνο στο θύμα του και να το αποκτηνώσει. Η πράξη αυτή καταστρέφει όχι μόνο τις ψυχές των δύο αυτών ανθρώπων, του βασανιστή και του βασανιζόμενου, αλλά και τις ίδιες τις σάρκες της κοινωνίας. Υποβάλλοντας έναν άνθρωπο στη βία, τη σεξουαλική κακοποίηση ή σε μαρτύρια ακόμη χειρότερα, τον μετατρέπεις σε κάτι κατώτερο από άνθρωπο. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να επιστρέψει στην ανθρωπότητα όταν έχει αποκτηνωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο;” θα αναρωτηθεί η συγγραφέας που έχει μείνει ενεή μπροστά στα τόσα θύματα που βασανίστηκαν άδικα και εξολοθρεύτηκαν εν ριπή οφθαλμού για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη. Ο πόλεμος, που είναι προϊόν χρόνιων εγχώριων προβλημάτων από γεννήσεως του κράτους μεταξύ των διάφορων κοινοτήτων και θρησκευτικών ομάδων που συνυπάρχουν στη Συρία, ήταν μία εξέλιξη που διαφαινόταν στον ορίζοντα αλλά κανείς δεν έκανε το παραμικρό για να την αποφύγει. Το αντίθετο μάλιστα, οι εγχώριες αντιπαλότητες κυριάρχησαν και τα διάφορα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία παίζουν με τη φωτιά και προκαλούν ανεπανόρθωτα ανθρωπιστική κρίση, κρίση την οποία βιώνουμε και εμείς στην Ελλάδα με τις ροές των μεταναστών και προσφύγων. Όσοι αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους θυσιάζοντας στο βωμό των επικίνδυνων πολιτικών τους ένα ολόκληρο έθνος, το οποίο ξεκληρίστηκε και παραμένει σε τροχιά αφανισμού, είναι υπόλογοι για τα όσα θλιβερά και απάνθρωπα συμβαίνουν εκεί.

Είναι πιθανόν στο ρου της ανάγνωσης να λυγίσετε και να δυσκολευτείτε να συνεχίσετε, γιατί οι εικόνες που περιγράφει η γενναία δημοσιογράφος είναι συγκλονιστικές, αγγίζουν τα όρια των ψυχικών αντοχών που ένας φυσιολογικός άνθρωπος δύναται να δεχτεί. Η ίδια έβαλε πολλές φορές τον εαυτό της σε δυσμενή θέση με κίνδυνο για την ίδια της τη ζωή, αλλά όπως με απόλυτη ωμότητα καταθέτει, όσα πέρασε η ίδια δεν είναι απολύτως τίποτα μπροστά σε αυτά που πέρασε και περνάει ο Συριακός λαός από μία μάχη άδικη και αχρείαστη ανάμεσα σε κυβερνητικούς, τον Συριακό στρατό και τους αντάρτες, τους υπερασπιστές της Αραβικής Άνοιξης όπως συνηθίζεται να λέγεται. Πρόκειται για μία επίδειξη δύναμης και εξουσίας,  για έναν αγώνα υπερίσχυσης που τροφοδοτείται από έναν άκρατο εγωισμό και σε αυτό τον αγώνα είναι σαφές πως δεν υπάρχει νικητής παρά μόνο ηττημένοι. Και αυτοί πέρα πάσης αμφιβολίας δεν είναι παρά οι πάμπολλοι άμαχοι που σκοτώθηκαν και ακόμα σκοτώνονται σαν ζώα που πάνε για σφαγή. Μην λησμονούμε πως όταν γράφεται το βιβλίο ο πόλεμος μαίνεται με ένταση και λειτουργεί ωσάν ταύρος εν υαλοπωλείω. Ο εμφύλιος πόλεμος με χείρα βοηθείας από τους εμπόρους όπλων διαλύει μία περιοχή κόσμημα όπως είναι η Συρία, καταστρέφει πολιτιστικούς θησαυρούς και αφανίζει ανθρώπους που μέχρι πρότινος ζούσαν μία κανονική ζωή και εργάζονταν φυσιολογικά. Ένα κίνημα ειρήνης από την αντιπολίτευση κατέληξε να μετατραπεί σε μία αρένα όπου το αίμα χύνεται σαν το γάλα από την καρδάρα.

Άνθρωποι σε ψυχική αποσύνθεση

Τα παραδείγματα ανθρώπων που βασανίστηκαν μέχρι τέλους ή που βίωσαν τον βασανισμό και τον εξευτελισμό, την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τους χωρίς να φταίνε είναι πολλά και αποσιωπήθηκαν μέχρι να τα δημοσιεύσει η συγγραφέας. Η δημοσίευσή τους αποτέλεσε αφορμή και για την δική της εξόντωση, είναι persona non grata πλέον. Κάποιοι αφέθηκαν ζωντανοί νεκροί και σώθηκαν από τύχη γιατί έτσι το ήθελε η μοίρα. “Θα σου πω εγώ τι πάει να πει να είσαι στο έλεος της μοίρας σου. Στο έλεος της μοίρας της είναι η μάνα που δεν μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά της”. Όλο αυτό το σκηνικό πολέμου και αποσύνθεσης ενός κόσμου είναι η απόδειξη πως εδώ επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια και με συνέπεια που ξεπερνά εξισώσεις και αγνώστους Χ όσα συνέβησαν χρόνια πριν στο Κόσοβο και τη Βοσνία, στη Σιέρα Λεόνε, στη Σομαλία και σε άλλες μαρτυρικές περιοχές όπου οι άνθρωποι βίωσαν παρόμοια βαναυσότητα και πολλοί από αυτούς ακόμα μετράνε τις ανεπούλωτες πληγές τους. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άνθρωποι που πληρώνουν το τίμημα του απλού γεγονότος πως απλά βρέθηκαν τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος και αιχμαλωτίστηκαν, φυλακίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια, θύματα ενός απρόσωπου μίσους που εξαπλώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς. “Όλοι νομίζουν ότι θα σκοτωθούμε μεταξύ μας, αλλά εμείς μεγαλώσαμε τα παιδιά μας να αγαπάνε και όχι να μισούν”.

Και όμως αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται όμηροι στην ίδια τους τη χώρα, να γίνονται στόχοι ενός πολέμου μεταξύ της κυβέρνησης που φέρεται με απόλυτη βαρβαρότητα και βομβαρδίζει νοσοκομεία και σχολεία εν γνώση της και της αντιπολίτευσης που σφάζει δίχως έλεος και δίχως διάκριση καθετί που θυμίζει την κυβέρνηση. Άρα, αμφότερες οι δυνάμεις ρέπουν προς κάτι που δεν έχει καμία λογική, απλά μυρίζει μπαρούτι που σύντομα θα προκαλέσει αλυσιδωτές εκρήξεις και θα διαμελίσει ό,τι έχει μείνει. Αυτή η διαμάχη δεν ερμηνεύεται, δεν αναλύεται, δεν ψυχολογείται, δεν εκλογικεύεται στη συνείδηση των ανθρώπων και η διεθνής κοινότητα είναι συμμέτοχη στο έγκλημα που διαπράττεται εκεί προεξάρχοντος του ΟΗΕ, ο οποίος είναι ο πρώτος που δια μέσου των απεσταλμένων του θα έπρεπε να είχε ήδη βρει μία κάποια συμβιβαστική λύση έστω και για μερική παύση του πυρός και ανακωχή. “Χρειάζεται να έχεις μεγάλη επιμονή προκειμένου ν’ αγωνίζεσαι ακόμα ν’ ανοίξεις ένα δρόμο για την ειρήνη, ύστερα από τέσσερα χρόνια πολέμου”. Είναι ωστόσο αρκετή και επαρκής η επιμονή και η προσήλωση στην ειρήνη όταν στο εσωτερικό καταπατάται κάθε απόφαση προσωρινής εκεχειρίας και επικρατεί ένα πνεύμα καχυποψίας, το οποίο θρέφεται από ακραίες ομάδες που διψούν για πόλεμο και αιματοχυσία; Το μέλλον θα δείξει αν η Συρία μπορεί να ξαναβρεί το παλιό της πρόσωπο, οι άνθρωποί της την κανονικότητά τους και οι ένοχοι την τιμωρία που τους αξίζει. Μέχρι τότε υπομονή και προσευχή!

 

“Αυτή δεν είναι η δική μου Συρία. Όταν βλέπω τον πόνο στις πόλεις μας, το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι αυτή δεν είναι η δική μου Συρία”.

“Απ’ τη στιγμή που σε βασανίσουν”, μου είπε, “εγκαταλείπεις το ανθρώπινο είδος”.

“Πόλεμος είναι οι άδειοι κάλυκες στους δρόμους, ο καπνός απ’ τις βόμβες που υψώνεται και γίνεται σύννεφο σε σχήμα μανιταριού, το να μαθαίνεις να διακρίνεις τον ήχο από κάθε είδος βόμβας. Μερικές φορές τον πετυχαίνεις, άλλες όχι”.