Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, Το τραγούδι του χιλμπίλη, Εκδόσεις Δώμα

“Το γράψιμο αυτού του βιβλίου ήταν μια απ’ τις πιο απαιτητικές αλλά και εποικοδομητικές εμπειρίες της ζωής μου. Έμαθα πολλά για την κουλτούρα μου, τον τόπο μου και την οικογένειά μου που δεν ήξερα, και ξαναέμαθα πολλά που τα είχα ξεχάσει. Χρωστώ πολλά σε πολλούς”. Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς στο τέλος του βιβλίου. Ένα βιβλίο βγαλμένο από την ψυχή του συγγραφέα που αγγίζει με το δικό του τρόπο τη μεγάλη παράδοση της αμερικανικής λογοτεχνίας των Φώκνερ, Σταινμπεκ, Ντος Πάσσος. Η ζωή του γίνεται η αφορμή να γνωρίσει ο αναγνώστης τον ιδιαίτερο κόσμο και το περιβάλλον του συγγραφέα, την Αμερική και την ιστορία της έτσι όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται μέσα από το πρίσμα της δικής του ζωής. Σκληρός αλλά και ευαίσθητος στις περιγραφές του, συγκινητικός μιλώντας για την οικογένειά του, ρεαλιστής μιλώντας για την τάξη των χιλμπίληδων, διεισδύει δίχως φόβο σε όλα αυτά που η σύγχρονη Αμερική ζει. Πρόκειται για ένα πρώτο δείγμα γραφής ενός νέου ανθρώπου που μπορεί και σαγηνεύει γιατί αφηγείται με ειλικρίνεια τις αναμνήσεις του και ξεγυμνώνει στιγμές και πρόσωπα και όσα συνέβησαν μέχρι την ενηλικίωσή του δίχως την παραμικρή ενοχή ή αναστολή.

Η ζωή ενός γενναίου “στρατιώτη”

Ο κόσμος των χιλμπίληδων είναι ανθρώπινος, με αδυναμίες και χάρες, είναι περήφανος και τίμιος. Στον πρόλογο γράφει: “Το βιβλίο όμως αυτό μιλάει για κάτι άλλο: για το τι συμβαίνει στη ζωή των πραγματικών ανθρώπων όταν η βιομηχανία παρακμάζει ͘  για το τι συμβαίνει όταν αντιδράς σε μια κακή κατάσταση με το χειρότερο δυνατό τρόπο ͘  για το τι συμβαίνει όταν οι κυρίαρχες νοοτροπίες ενισχύουν την κοινωνική φθορά αντί να την αποτρέπουν”. Οι χιλμπίληδες – στη γενιά των οποίων ανήκει και ο ίδιος ο συγγραφέας – είναι μία κατηγορία από μόνοι τους, είναι άνθρωποι του μόχθου που παλεύουν να ζήσουν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια, με υψηλό το φρόνημα και με αίσθημα περηφάνιας για την καταγωγή τους. Η οικογένεια, και αυτό φαίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, είναι για τους χιλμπίληδες μια αξία υπέρτατης σημασίας και παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Όπως επίσης, δεν διαπραγματεύεται η υπεράσπιση της δικαιοσύνης και των αδυνάτων σε μία κοινωνία που πλήττεται από νταήδες και τσαμπουκάδες. Ο συγγραφέας, ως μικρός πρίγκιπας, με αυτές τις αξίες ανδρώνεται και σκληραγωγείται δίχως εκπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο που  μνημονεύει συνεχώς τον Πάπω και τη Μέμω, είναι οι δικοί του “εξολοθρευτές” όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί, είναι οι άνθρωποι που από τα παιδικά του χρόνια μέχρι και τον θάνατό τους του στάθηκαν πιο πολύ και από μητέρα ή πατέρα. Μιλά για αυτούς με συγκίνηση και σεβασμό γιατί του εμφύσησαν τις αρχές και την πειθαρχία που στο τώρα τον έχουν καταστήσει κύριο του εαυτού του, εργατικό και οικογενειάρχη.

Οι δυσκολίες, εργαλείο αντοχής για το μέλλον

“Είχαμε μάθει να αισθανόμαστε ότι δεν μπορούσαμε να βασιστούμε πραγματικά στους ανθρώπους – ότι, ακόμη και ως παιδιά, το να ζητήσουμε από κάποιον φαγητό ή να μας βοηθήσει αν χαλούσε τ’αυτοκίνητό μας ήταν μια πολυτέλεια που δεν έπρεπε να την πολυσυνηθίσουμε, μην και στερέψει το απόθεμα καλοσύνης που είχαμε σαν βαλβίδα ασφαλείας στη ζωή μας”. Από νωρίς ο αφηγητής είχε μάθει την τέχνη του να είσαι ανεξάρτητος, να μπορείς να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις και να μη χρειαστεί να είσαι εξαρτημένος από άλλους, αλλά δεν ήταν εξ’ αρχής έτσι. Πέρασε μια δύσκολη και σκληρή εφηβεία όταν είχε να αντιμετωπίσει τις ανεξέλεγκτες αντιδράσεις, τις εξάρσεις και τις αυτοκτονικές τάσεις μιας μητέρας, η οποία ήταν εξαρτημένη από διαφόρων ειδών ουσίες και συμπεριφερόταν βίαια απέναντι στα παιδιά της και στους γύρω της. Από την άλλη όμως, είχε σε κάθε στιγμή της άστατης αυτής ζωής που περνούσε με την αδερφή του Λίντζι την αστείρευτη αγάπη και στήριξη ενός Πάπω και μιας Μέμω, αγόγγυστοι συμπαραστάτες στον αγώνα του να καταξιωθεί ως έφηβος και αργότερα ως νεαρός ενήλικας. Αυτά θυμάται με ζεστασιά και νοσταλγία, τώρα που έχει μια καθωσπρέπει εργασία, μια γυναίκα που υπεραγαπά, ένα ωραίο σπίτι. “Θα μπορούσα να πω πως το ότι είχα μια δουλειά και μάθαινα λίγα πράγματα για τον κόσμο με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τι ακριβώς ήθελα απ’ τη ζωή μου. Κοιτάζοντας τη ζωή μου εκ των υστέρων, οι εξηγήσεις αυτές βγάζουν νόημα κι είμαι βέβαιος ότι όλες τους περιέχουν ένα πυρήνα αλήθειας”.

Οι διδαχές και οι δυσκολίες του παρελθόντος ήταν ο οδηγός για το μέλλον και η πεποίθηση πως ό,τι και να συμβεί με υπομονή και δύναμη μπορεί να το αντιμετωπίσει. Έτσι συνέβη και όταν κατετάγη στον αμερικανικό στρατό και κατόρθωσε να ανταπεξέλθει για να στηρίξει τα οικονομικά του και να βοηθήσει την πατρίδα του σε μία δύσκολη περίοδο, ίσως αυτή να είναι η πεμπτουσία ενός χιλμπίλη, ένας άξιος στρατιώτης στη μάχη της ζωής. Ο ίδιος πέρασε δια πυρός και σιδήρου για να τα πετύχει αυτά και ομολογεί μάλιστα ο ίδιος πως “το ότι κατανόησα τι είχε συμβεί στη ζωή μου κι ότι ήξερα πως δεν ήμουν καταδικασμένος μου έδωσαν τη δύναμη και την αισιοδοξία να τα βάλω με τους δαίμονες της νιότης μου”. Αυτό το βιβλίο του Βανς είναι μια κατάθεση ψυχής αλλά είναι και ένα πρώτης τάξεως μάθημα για αυτόν που αναζητά να αντλήσει κουράγιο και δύναμη ψυχική, να πετύχει το ακατόρθωτο, να νιώσει αυτοδύναμος και αυτάρκης. Και όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης “η οικογένεια είναι η ένωση που καθιερώθηκε από τη φύση για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ανθρώπου”. Το βιβλίο είναι όμως και μια πράξη απολογίας για τον ίδιο, να ξαναδεί τα λάθη του, να επανακαθορίσει τις σχέσεις τους τόσο με τους ζώντες όσο και με τους πεθαμένους, να συνομιλήσει με την εσωτερική του φωνή και να πει για παράδειγμα με μια διάθεση αυτοκριτικής “ποτέ δεν πίστεψα ότι θα είχα την ικανότητα, αλλά και την ευθύνη να φροντίσω τους ανθρώπους που αγαπούσα”. Να που όμως και αυτό το κατόρθωσε ενδυόμενος το πέπλο του προστάτη τόσο απέναντι στη μητέρα του, όταν αυτή τον χρειαζόταν όσο και στο μικρό Μπράιαν που τόσο είχε την ανάγκη του.

“Αυτό που χωρίζει αυτούς που τα κατάφεραν από εκείνους που δεν τα κατάφεραν είναι οι προσδοκίες που είχαν από τη ζωή τους”.

“Στον τσακισμένο κόσμο που έβλεπα γύρω μου – και στους ανθρώπους που έδιναν μάχη μέσα σε τούτο τον κόσμο – η συμπαράσταση της θρησκείας ήταν χειροπιαστή: βοηθούσε τους ανθρώπους να μείνουν όρθιοι”.