«Το Μυστικό», της Ευγενίας Μπογιάνου

Ανάμεσα στα διάφορα λογοτεχνικά είδη, εκείνο που πραγματικά χαρακτηρίζεται για τον μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας του, τόσο ως προς τη συγγραφή του όσο και ως προς την πρόσληψή του από τους αναγνώστες, είναι το διήγημα. Είδος απαιτητικό και ταυτόχρονα περιοριστικό της ελευθερίας του συγγραφέα -αφού θέτει όρια και κανόνες- αποτελεί μία βασική ένδειξη -για να μην πω απόδειξη- ότι όποιος κατορθώνει να συγγράψει επιτυχημένα διηγήματα διαθέτει εκείνο το άυλο υλικό που χαρακτηρίζει αμετάκλητα  έναν Τεχνίτη του Λόγου.

Διαβάζοντας τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το Μυστικό» της Ευγενίας Μπογιάνου, είχα διαρκώς αυτήν την  αίσθηση: ότι βρισκόμουν μπροστά σε μία πραγματικά ικανή συγγραφέα που χειρίζεται με μαεστρία περισσή το υψηλών αξιώσεων είδος της «μικρής ιστορίας», προκαλώντας τον αναγνώστη να ταξιδέψει σε διάφορους τόπους και, κυρίως, να γνωρίσει ανθρώπινους τύπους που με τα  πάθη τους, τα ελαττώματά τους ή απλώς το βαρύ τους πεπρωμένο προβληματίζουν ή ακόμη και συνταράσσουν. Κι αυτό επιτυγχάνεται χαμηλόφωνα, αβίαστα και ομαλά, σαν να είναι οι λέξεις κύματα μιας ήρεμης θάλασσας,  και η πλοκή του κάθε διηγήματος η βάρκα που λικνίζεται πάνω τους. Μέσα από το λίκνισμά της βιώνει ο αναγνώστης το ταξίδι  σε διαφορετικά νερά, συναντώντας μερικές φορές θύελλες και ξέρες, αλλά πάντοτε με την καθοδήγηση ενός καπετάνιου που αγαπά τα νερά και τη βάρκα του.

Η Ευγενία Μπογιάνου πλάθει δεκαοχτώ διηγήματα διαφορετικής έκτασης και θεματολογίας, με κοινό χαρακτηριστικό τον αιφνιδιασμό. Σκορπίζοντας ανεπαίσθητα κάποια ίχνη για το τι επέρχεται, παρασύρει τον αναγνώστη στις εξαίσιες περιγραφές του φυσικού τοπίου, στην εξωτερική εμφάνιση των ηρώων της, στις διακοσμητικές λεπτομέρειες των εσωτερικών χώρων, αλλά και στις αφηγήσεις κινήσεων, σκέψεων και λόγων των προσώπων, έως ότου ξαφνικά έρχεται η ανατροπή. Κάποιο μυστικό αποκαλύπτεται, ο νεκρός δεν είναι αυτός που νομίζαμε αλλά ένα εντελώς άλλο πρόσωπο, ο χωρισμός δεν έγινε λόγω προδοσίας όπως υποθέταμε, αλλά για έναν ριζικά διαφορετικό λόγο, σπαρακτικό μα άκρως αληθινό. Η συγγραφέας μάς ωθεί να αναμετρηθούμε με τις βεβαιότητές μας και τις αντιλήψεις που στερεοτυπικά μάς οδηγούν σε αυθαίρετα συμπεράσματα. ΟΙ ανατροπές, λοιπόν, στην πλοκή είναι ανατροπές των εικόνων και απόψεων που έχουμε, ίσως, για δικούς μας ανθρώπους, για γείτονες, για κουρασμένους διαβάτες που συναντάμε και βιαστικά σχολιάζουμε την ανία τους ή την αντίδραση που μπορεί να έχουν και να μην μας αρέσει, χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε τι βασανιστικό και συχνά ολέθριο μπορεί να τους έχει συμβεί.

Η  συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων αλλάζει αυτήν ακριβώς τη στάση του αναγνώστη, τον μεταπλάθει και τον εξελίσσει. Κι αυτό είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της Λογοτεχνίας: ο εξανθρωπισμός, η οικείωση ανθρώπινων τύπων που πάσχουν, πολύ ή λίγο -όπως όλοι μας- αλλά ζητούν μεγαλόφωνα ή ξέπνοα την κατανόησή μας.

Επιλεκτικά, θα αναφερθώ σε μερικά από τα διηγήματα που ξεχώρισα, τονίζοντας ότι με μάγεψαν τα επίθετα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας και ο τρόπος που πλάθει τους χαρακτήρες της, τους οποίους φαίνεται να συμπονά και να κατανοεί, χωρίς ποτέ να  τους κατακρίνει ή να τους απορρίπτει, ακόμη κι όταν εκείνοι βυθίζονται στη φθορά και την αυτοκαταστροφή τους.

Στο πρώτο διήγημα, με τίτλο «Το μυστικό» ταξιδεύουμε σε ένα ορεινό χωριό και γνωρίζουμε τις λιγοστές μοναχές του μοναστηριού που δεσπόζει στην περιοχή. Η Μπογιάνου σκιαγραφεί χαρακτήρες αληθινούς, που θα θέλαμε να γνωρίσουμε έστω και για λίγο, ενώ στήνει ένα παράξενο σκηνικό πείθοντάς μας για την ιδιότητα ενός προσώπου, για να μας αιφνιδιάσει τελικά και να μας εκπλήξει με την πραγματική του ταυτότητα. Μάλιστα, το παιχνίδισμα συνεχίζεται, όταν στο τέλος διαβάζουμε: «Από τη στιγμή εκείνη ξεπήδησε μια καινούργια, απρόσμενη, γοητευτική και παράξενη ιστορία».

Στο δεύτερο διήγημα, με τίτλο «Η επιστροφή» αναφέρονται κάποιοι νεκροί, αλλά δεν είναι αυτοί που νομίσαμε, ενώ ο αφηγητής αναρωτιέται:   «γιατί πεθαίνει κάποιος που αγαπάς τόσο, που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν, γιατί δεν τον προστατεύει η αγάπη, γιατί αφού γεννήθηκαν μαζί,  δεν έφυγαν μαζί, αυτός την πρόδωσε ή εκείνη;»

Στο «Μετά το τέλος» ο αφηγητής κινείται στην πόλη, ψυχικά ακρωτηριασμένος από κάποια απώλεια. Μνήμες από τον Εμφύλιο αναμειγνύονται με σκηνές από τις καθημερινές του συνήθειες, με τα δυσάρεστα λόγια ενός γιατρού και με τη στάση αγνώστων μα και γνωστών ενώπιον της αναγγελίας νέων με οσμή θανάτου. «Τι νόημα έχουν όλα;» αναρωτήθηκε, «προς τι όλη αυτή η εφήμερη περιπέτεια; Όλος αυτός ο μοναχικός αυτοβασανισμός; Υπάρχει αρχή μετά το τέλος;»

Στο διήγημα με τίτλο «Ήσυχο κυριακάτικο πρωινό» ένας χωρισμός πριν από  τέσσερα χρόνια οδηγεί σε μια αλλόκοτη επανασύνδεση. Ίχνη σκορπίζονται, αλλά ο αναγνώστης ίσως δεν τα προσέχει. Χαμένα ανάμεσα σε άλλες λέξεις περνούν απαρατήρητα. «Ήσουν εσύ. Αυτός που με την απουσία του έσβησε κάθε ελπίδα βίου κανονικού», λέει η αφηγήτρια απευθυνόμενη στο έτερο πρόσωπο που δεν απαντά. Το  γιατί δεν αποκρίνεται είναι τμήμα της αλήθειας που αποκαλύπτεται και αιφνιδιάζει συγκλονίζοντας.

Στο έργο με τίτλο «Οι θυγατέρες του Νέστορα και ο εγωισμός του» η ψυχογραφική δεινότητα της συγγραφέως φτάνει στο μέγιστο σημείο, καθώς γνωρίζουμε σε βάθος τον χαρακτήρα ενός άντρα που χάνει τη γυναίκα του και δεν κατορθώνει να ξεπεράσει τον χαμό της ποτέ, αλλά και της αδελφής της νεκρής που θυσιάζεται μεγαλώνοντας τα ορφανά. Ένα ζεύγος αντιθετικό, με στόχο να προβληθεί η καλοσύνη και να στηλιτευθεί ο εγωισμός, μέσα από την αντιπαράθεση των δύο πενθούντων.

Στο διήγημα «Σαββατοκύριακα» μεταφερόμαστε στη σύγχρονη ζωή της πόλης, με τις δύσκολες συζυγικές σχέσεις, την απιστία και το διαζύγιο. Μια γυναίκα επαγγελματικά επιτυχημένη διανύει μια πορεία επούλωσης των τραυμάτων της προδοσίας, μια πορεία ανακάλυψης του εαυτού της, της ηδονής και της αυτοπαγίδευσης μέσα σε ανούσιες συνευρέσεις. Στο φόντο η χιονισμένη Αθήνα, τα σινεμά της και τα καταγώγιά της. Και η ηρωίδα που, όπως δηλώνεται, «δεν ήθελε να ερωτευθεί, να γευτεί ήθελε, να πάρει ένα μερίδιο απ’  όλες τις ηδονές και τις χάρες που στριφογύριζαν εκεί έξω και που τόσα χρόνια την αγνοούσαν επιδεικτικά και την προσπέρναγαν» θα διαπιστώσει τελικά ότι «κάπου υπάρχει λάθος,όλα τείνουν προς την ασημαντότητα».

«Η χήρα του γιου της» είναι ένα ψυχογράφημα της πονεμένης ψυχής μιας μητέρας και μιας νεαρής χήρας γυναίκας, που αναγκάζονται να συμβιώσουν σε ένα χωριό. Η αντίδραση στο πένθος, διαφορετική από την καθεμιά τους και η τραγική αλλοίωση του ψυχισμού της πρώτης που εκδηλώνεται σε ένα θλιβερό επεισόδιο με μάρτυρα τον μικρό εγγονό της. «..βρισιές και κατάρες έσπαζαν τη νυχτερινή σιωπή και γέμιζαν δάκρυα δυο φοβισμένα, διεσταλμένα παιδικά μάτια, που κοίταζαν σαν χαμένα».

Στο διήγημα «Ανείπωτη ευτυχία» η αφηγήτρια σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα μοιραστεί μαζί μας τον  έρωτά της για έναν άντρα, που «δεν ήταν ακριβώς εκρηκτικός, είχε όμως κάτι πάνω του, εντελώς δικό του, μια καλή διάθεση που πολλές φορές φάνταζε συγκατάβαση». Οι στιγμές που μοιράζονταν, που ήταν «τα πιο ωραία μεσημέρια της ζωής» της, η βίωση ενός σπαραχτικού έρωτα εκ μέρους της γυναίκας- όπως άλλωστε γίνεται συνήθως σε παρόμοιες παράνομες σχέσεις, αφού η πρωταγωνίστρια ήταν παντρεμένη-  και, τέλος, η δυσάρεστη εξέλιξη έναν χρόνο μετά. Κάπου, όμως, μια νότα αισιοδοξίας αχνοφαίνεται -σε αντίθεση με τα περισσότερα διηγήματα που προηγήθηκαν-  μια αισιοδοξία φρούδα μα ίσως αναγκαία.

«Οι δύο Κατερίνες» είναι μια ιστορία που κυλά αβίαστα και γλυκά, σε ένα περιβάλλον χωριού με ερειπωμένα σπίτια, παιδικά παιχνίδια και ένα μυστικό κλειδωμένο δωμάτιο, του οποίου η πόρτα θα ανοιχτεί κάποια μέρα απροσδόκητα από τον χαροκαμένο ιδιοκτήτη του σπιτιού. Στο φόντο μια πληθωρική ύπαρξη, η Αντιγόνη, με ένα σπίτι γεμάτο ετερόκλητα αντικείμενα και την ικανότητα να αναστήσει τελικά έναν μονήρη άνθρωπο.

Στο διήγημα «Το άρωμα και η δυσοσμία του έρωτα» ήδη από τον τίτλο υπαινικτικά δηλώνεται κάτι το παράνομο, θλιβερό και σάπιο. Η ερωμένη και η «ιδιότυπη, ανυποψίαστη αντίζηλος», -η σύζυγος του εραστή-, το «ανελέητο βύθισμα στην υποκρισία και το ψέμα» της ερωμένης και τελικά η ανατροπή, δυσάρεστη, αναπότρεπτη και οριστική. Λίγο πριν το τέλος, μένει αναπάντητη η ερώτηση της ερωμένης: «ενώνονται άραγε οι άνθρωποι όταν πονούν;».

Από όλη τη συλλογή, όμως, αγάπησα περισσότερο  το τελευταίο διήγημα, με τίτλο «Οι πολλές όψεις της γοητείας», το οποίο θεωρώ το καλύτερο, αφού συμπυκνώνει όλες τις αρετές της διηγηματογράφου:  τον ζωντανό, χωρίς κενά εσωτερικό μονόλογο, τις απαράμιλλες περιγραφές ηρώων-  ενός ζωγράφου με  «μειλίχια σαγηνευτική φωνή», ενός  δεύτερου άντρα που «στα μάτια  έχει μια υπεροψία, στους τρόπους μια εκλεπτυσμένη ευγένεια», ενός τρίτου ο οποίος «δεν είναι νέος πια, είναι όμως βαθύτατα συγκινητικός…, ένας άντρας σπασμένος, θρυμματισμένος σε χίλια κομμάτια, ένας ρομαντικός σκεπτικιστής που βασανίζει όσο κανείς άλλος τις άυπνες νύχτες» της αφηγήτριας και ενός τέταρτου που «σε καλεί με τη μυρωδιά του. Και παίζει, παίζει σαν διάολος με το βλέμμα του! Συχνά αναρωτιέμαι αν χαρίζει όσα υπόσχεται» -Έπειτα είναι τα επίθετα που βρίσκουν τη θέση τους δίπλα σε ουσιαστικά και  δημιουργούν τους νοερούς συσχετισμούς με τρόπους σαγηνευτικούς όσο και απαλόχρωμους και, φυσικά, στο τέλος, η ανατροπή, η αποκάλυψη ενός μυστικού, που κατείχε μόνο η συγγραφέας και φτάνει πια η ώρα να μοιραστεί μαζί μας.

Η Μπογιάνου δημιούργησε σε αυτήν την συλλογή διηγημάτων έναν κόσμο υπαρκτό και ταυτόχρονα λογοτεχνικό και μου γνώρισε ανθρώπους -που ξεπήδησαν μέσα από τις καλοδουλεμένες  λέξεις- τους οποίους, νομίζω, θα  αναζητώ άλλοτε σε κάποιο μοναστήρι που μπορεί να επισκεφτώ, ή σε κάποιο ολιγάνθρωπο ορεινό χωριό ή στην οδό Ιπποκράτους ή σε άλλες οδούς της πόλης από όπου -πιθανολογώ ότι- άντλησε και η ίδια την έμπνευσή της.

  • “Το Μυστικό” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΡΟΕΣ.