Mετά την Ημερήσια διάταξη, το Κονγκό, την 14η Ιουλίου και τον Πόλεμο των φτωχών (όλα διαθέσιμα από τις εκδόσεις Πόλις), ο εξαιρετικός Ερίκ Βυϊγιάρ επανέρχεται με ένα βιβλίο που αφορά και πάλι ιστορικό γεγονός μιας διαφορετικής όμως αυτήν την φορά περιόδου. Το βιβλίο είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταβυθιστούμε στην ιστορία που δυστυχώς επαναλαμβάνεται γιατί οι άνθρωποι αν και οι εποχές αλλάζουν επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Δεν είναι διόλου εύκολο να πεις σε λίγες σελίδες όσα άλλοι δεν μπορούν να πουν σε πολλές. Και όμως ο Βυϊγιάρ έχει αυτή την δεξιοτεχνία να μας χαρίζει μοναδικές αφηγήσεις που σφραγίζονται στην μνήμη μας. Ο λόγος του συγγραφέα είναι πολλές φορές δηκτικός και ειρωνικός, είναι ένας λόγος που εμπεριέχει θυμό για τα όσα συμβαίνουν αλλά όλα αυτά υπονοούνται εμμέσως πλην σαφώς από τον αφηγητή που παραθέτει τα τραγικά γεγονότα.
Ένας πόλεμος άδικος, ένα χρονικό δραματικών γεγονότων βαφτισμένο με αίμα
Η αδηφάγος αποικιοκρατική πολιτική των παραδοσιακών μεγάλων δυνάμεων όπως για παράδειγμα, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας και λιγότερο της Πορτογαλίας και της Ιταλίας ενδυνάμωσε την παρουσία των χωρών αυτών στο παγκόσμιο στερέωμα και εδραίωσε δίχως αμφιβολία την ηγεμονία τους παρά την θέληση των γηγενών πληθυσμών προφανώς. Χάρη στις εκδόσεις Πόλις, ο Βυϊγιάρ έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό και δίκαια γιατί η γραφή από τη μία και η πάντα επίκαιρη θεματική του από την άλλη θέτει στον αναγνώστη του σήμερα προβληματισμούς και ανησυχίες για το τι μέλλει γενέσθαι σε έναν κόσμο που ολοένα και μεταβάλλεται, δυστυχώς προς το χειρότερο. Τα πλούτη και η ευγένεια, οι καλοί τρόποι έχουν πλέον δώσει την θέση τους σε αλληλοσπαραγμούς για την κατάληψη μίας θέσης στον διοικητικό θώκο και σε εικόνες βίας και δεσποτισμού απέναντι στους ιθαγενείς κατοίκους, οι οποίοι βιώνουν όσο ποτέ την σκληρότητα και την αυταρχικότητα των κατακτητών τους.
Αυτή η αποικιοκρατική πολιτική για την οποία διαβάζουμε δημιούργησε παράλληλα και αναπόφευκτα μία πραγματικότητα που θύμιζε πυριτιδαποθήκη καθώς η παρουσία των μεγάλων δυνάμεων σε χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία, η Γαλλική Πολυνησία, η Χαβάη, εδώ η Ινδοκίνα, δεν έγινε ποτέ με τη σύμφωνη γνώμη του γηγενούς πληθυσμού. Η στρατηγική των κυβερνώντων να επιβάλλουν με βία και αυταρχισμό τις πολιτικές τους, προκαλούσε αντιδράσεις από τους εξουσιαζόμενους λαούς, οι οποίοι απεχθάνονταν φυσικά την παρουσία τους και επιθυμούσαν το τέλος της καταπίεσης από τον ξένο ζυγό. Οι λογοτέχνες δεν θα μπορούσαν να μην λάβουν το λόγο σε αυτή την αλλόκοτη και απαράδεκτη συγκυρία, καθώς έγιναν οι ίδιοι κοινωνοί των πολλαπλών αντιδράσεων των ανθρώπων και με τη γραφή τους ουσιαστικά επέκριναν με καυστικό τρόπο τις απαράδεκτες μεθόδους καταστρατήγησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αλαζονείας της εξουσίας των συμπατριωτών τους.
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ έχει πάντα τον τρόπο να ξαναγράφει την Ιστορία μέσα από τα μυθιστορήματά του. Παίρνει την ιστορία ως πεδίο γνώσης, την αναμοχλεύει, την πραγματεύεται και μας την ξαναπροσφέρει μέσα από το δικό του μοναδικό πρίσμα προσδίδοντάς της μια άλλη διάσταση, μια αθέατη πλευρά στην οποία ίσως εμείς ως αναγνώστες να μην δίναμε τη δέουσα σημασία. Να λοιπόν ο θεμιτός και επιβεβλημένος, ο καθαρός ρόλος ενός στρατευμένου συγγραφέα που θέτει φλέγοντα ζητήματα και παρουσιάζει την κρυφή πλευρά της ιστορίας. Η ιστορική αλήθεια είναι πολλές φορές οδυνηρή από την πλευρά του ηττημένου σε έναν πόλεμο στον οποίο δεν είχε λόγο να αναμειχθεί αλλά που αναγκάστηκε από τις συνθήκες. Αυτό που γίνεται σαφές είναι πως τα οικονομικά συμφέροντα και οι κατά καιρούς προσπάθειες αυτών των συμφερόντων να μείνουν ως έχουν, όπως στην περίπτωση της Ινδοκίνας, οδήγησαν σε έναν πόλεμο ανούσιο, βάρβαρο και αχρείαστο που κόστισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους και κατέστρεψε τόσες χώρες ισοπεδώνοντάς τες.
Αυτό που συνέβη στην Ινδοκίνα μας θυμίζει έναν στίχο που κάποτε είχε γράψει ο δικός μας Γιώργος Σεφέρης σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του, την Ελένη το 1955 αφιερωμένο στην Κύπρο “για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη”. Αυτός ο πόλεμος ήταν ένα λάθος, ένα συνεχόμενο λάθος και ήταν το αποτέλεσμα της παρέμβασης των Γάλλων και ύστερα των Αμερικανών σε έναν τόπο όπου διακυβεύονταν τα τεράστια συμφέροντά τους διότι μεγάλες εταιρείες κολοσσοί διατηρούσαν εκεί έναν μεγάλο όγκο δραστηριοτήτων. Είναι αυτά τα συμφέροντα που όταν άρχισαν να θίγονται οδήγησαν σε ένα ανελέητο κυνηγητό, σε μια σφαγή ανθρώπων δίχως αύριο. “Ο στρατός λοιπόν δεν πολεμάει για ένα απλό προκεχωρημένο φυλάκιο, χαμένο μέσα στη ζούγκλα, ούτε για κάποιους απομονωμένους γάλλους αποίκους, και θα έπρεπε, για λόγους ακριβείας, να μετονομάσουμε τη Μάχη του Κάο Μπανγκ, με αφορμή την οποία έχει πέσει φαγωμάρα στο Κοινοβούλιο, σε Μάχη για την Ανώνυμη Εταιρεία Ορυχείων Κασσίτερου του Κάο Μπανγκ, κάτι που θα της προσέδιδε την πραγματική της σημασία”.
Πάντα με πυξίδα και όπλο τη γραφή του, ο Βυϊγιάρ εισέρχεται στα άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης και με στοχαστική διάθεση επιχειρεί να αναλύσει ποια είναι τα κίνητρα που οδηγούν τον άνθρωπο σε αποτρόπαιες πράξεις. Μέσα στο μυθιστόρημα διαβάζουμε για στρατηγούς και πολιτικούς, για παράγοντες των επιχειρήσεων που υπολόγισαν λάθος τους αριθμούς, που είδαν τη μικρή εικόνα και έχασαν τη μεγάλη ολισθαίνοντας από το ένα έγκλημα στο άλλο, σε έναν κυκεώνα λαθών και σε έναν φαύλο κύκλο θανατικού μέσω μιας δήθεν ανασύνταξης δυνάμεων χωρίς κανένα προφανές αντίκρυσμα παρά μόνο μιαν απέραντη δυστυχία και έναν αδυσώπητο όλεθρο. Ο Βυϊγιάρ για άλλη μια φορά στέκεται στο ύψος των λογοτεχνικών περιστάσεων και εμείς τυχεροί που μπορούμε και τον διαβάζουμε.
“Τα σώματα να γραπώνονται στα σχοινένια σκαλοπάτια ενώ το κασκόλ πετάει μακριά. Τι ατμόσφαιρα ήταν αυτή, σαν το τέλος του κόσμου, τι άτακτη φυγή! Για τη γελοία ελπίδα μιας αξιοπρεπούς εξόδου ξοδεύτηκαν τριάντα χρόνια, και χρειάστηκε να πεθάνουν εκατομμύρια άνθρωποι, και να πώς τελειώνει όλο αυτό! Τριάντα χρόνια για να αποχωρίσεις έτσι από τη σκηνή. Η ατίμωση θα ήταν ίσως προτιμότερη”