Μένης Κουμανταρέας, Η κυρία Κούλα, Εκδόσεις Πατάκη

Ο Μένης Κουμανταρέας εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1961 μεταφράζοντας έργα σπουδαίων ξένων λογοτεχνών, όπως για παράδειγμα το βιβλίο Καθώς ψυχορραγώ του Φώκνερ. Συνήθως οι σπουδαίοι λογοτέχνες έχουν υπάρξει και σπουδαίοι μεταφραστές καθώς έχουν έρθει σε επαφή με την τριβή της γλώσσας και έχουν υποστεί ουσιαστικά ήδη τη βάσανο της λογοτεχνικής γραφής καθώς παράγουν ένα νέο κείμενο, πιστό μεν στο αρχικό αλλά είναι μια νέα δημιουργία. Δεν αρκεί προφανώς μόνο αυτό το στοιχείο ώστε ένας συγγραφέας να είναι αξιόλογος, όμως είναι ένα κομβικής σημασίας πλεονέκτημα. Ο Μένης Κουμανταρέας αποτελεί έναν τέτοιο λογοτέχνη που μπορεί και πλάθει τη γλώσσα με μια δεξιοτεχνία αλλά ταυτόχρονα και με μια απλότητα και αυτό το πάντρεμα ξεχύνεται στο κείμενο και αιχμαλωτίζει με γοητεία και κομψότητα τον επίδοξο αναγνώστη.

Με τη σφραγίδα ενός λογοτέχνη που γνωρίζει πώς να παρουσιάζει τους ήρωές του

Στο πλούσιο λογοτεχνικό βιογραφικό του έχει πλήθος σημαντικών έργων, πολλά από τα οποία μάλιστα βραβεύτηκαν με διάφορα κρατικά και μη βραβεία και αυτό συνέβη λόγω αυτής της μοναδικής αμεσότητας της αφήγησης που έχει καταφέρει να πετύχει. Η κυρία Κούλα, γραμμένη το 1978, ανήκει σε εκείνα τα κείμενα της πρώιμης περιόδου του που έχουν ξεχωρίσει και έχουν εντυπωθεί ως χαρακτηριστικό δείγμα μιας νέας μεταπολιτευτικής λογοτεχνικής αύρας, ενός νέου αποτυπώματος. Είναι αδιαμφισβήτητα ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα που εντάσσει τον άνθρωπο στο αστικό τοπίο, καθώς οι ήρωές του, τόσο ο Μίμης όσο και η κυρία Κούλα είναι άνθρωποι της πόλης αλλά και της διπλανής πόρτας, άνθρωποι οικείοι, καθημερινοί, άνθρωποι που θα συναντήσουμε στο δρόμο μας και μάλλον θα αγνοήσουμε. Αυτούς τους ανθρώπους όμως έρχεται ο Κουμανταρέας με τη γραφή του να τιμήσει.

Το στοιχείο του τρένου ως καθημερινό μέσο μεταφοράς είναι προσφιλές στον συγγραφέα και το συναντάμε και αργότερα στα έργα του, όπως στη Φανέλα με το νούμερο εννιά. Το τρένο και δη ο ηλεκτρικός για να είναι πιο σαφές αποτελεί μέρος της πόλης, είναι το μέσο εκείνο σταθερής τροχιάς που μεταφέρει τους ανθρώπους στη δουλειά τους και μέσα στα βαγόνια εκτυλίσσονται διάφορες σκηνές, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι. Μια τέτοια σκηνή, ευχάριστη, θα περιγράψει ως γεγονός καθώς ματιές ανταλλάσσονται ανάμεσα στο Μίμη και την κυρία Κούλα, εκεί χτίζεται το κάστρο της γνωριμίας τους και έρχονται κοντά ο ένας στον άλλον πριν τελικά καταλήξουν να μοιραστούν το ερωτικό σκίρτημα που μετατρέπεται σε φλόγα. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι πως θυμίζει αυτή η αναφορά στον ηλεκτρικό το βιβλίο μιας άλλης σπουδαίας συγγραφέως, της Μέλπως Αξιώτη, η οποία στο δικό της βιβλίο Ρεπυμπλίκ Βαστίλλη περιγράφει και αναλύει τις σκέψεις της και τους συλλογισμούς της ενώ βρίσκεται μέσα στο συρμό του παρισινού μετρό.

Η γνωριμία των δύο πρωταγωνιστών και η μετέπειτα ερωτική τους σχέση αλλά και το πρόσκαιρο της διάρκειας αυτής αποτελεί βασικό πυρήνα της αφήγησης του Κουμανταρέα. Έτσι όπως τα τρένα και τα βαγόνια του ηλεκτρικού παίρνουν και αφήνουν επιβάτες, έτσι και το εφήμερο είναι ένας παράγοντας βασικός στην τροπή της σχέσης του Μίμη με την Κούλα. Τέτοιοι ήταν και οι έρωτες στα βιβλία του Μωπασάν, εκεί όπου η ανθρώπινη επιθυμία για έρωτα και το παροδικό έκαναν γιορτή μέσα από μια ζωή που όλο αλλάζει και άρα παρασύρει τους ανθρώπους σε πρόχειρες γνωριμίες δίχως βάθος, παρά τις πολύ καλές εκκινήσεις και προθέσεις. Η διαφορά ηλικίας του Μίμη με την Κούλα είναι το κλειδί που ανοίγει το σεντούκι της αποκρυπτογράφησης και κατανόησης της σχέσης τους, δύο άνθρωποι εντελώς παράταιροι και διαφορετικοί που έτυχε να σμίξουν για λίγο με όχημα μια πρόσκαιρη έλξη και μια σαγήνη με φλεγόμενο παρόν μα δίχως αύριο.

Ο αναγνώστης, δια χειρός Κουμανταρέα και μέσα από πλάνα που μάλλον κινηματογράφο θυμίζουν, πέφτει σε πλάνη, αναρωτιέται, προβληματίζεται, ερωτεύεται ο ίδιος και ίσως και να ταυτίζεται, γιατί ο συγγραφέας δεν μένει στην επιφάνεια του συναισθήματος αλλά το εξιστορεί, το διανθίζει με διαλόγους έντονους και ενίοτε δραματικούς, είναι ένας έρωτας χωρίς επαύριον για να θυμηθούμε και το βιβλίο του Vivant Denon, είναι ένας έρωτας που συμβαίνει στο τότε και όχι στο μετά, είναι μια σχέση πάθους και πόθου που δεν θα μπορούσε να πάει πιο μακριά, έτσι η Κούλα γυρίζει στα δικά της συζυγικά καθήκοντα ενώ ο Μίμης που μόλις ξεκίνησε την ερωτική του εμπειρία τοποθετεί ένα παράσημο στη συλλογή των τροπαίων, δηλαδή τις γυναικείες κατακτήσεις. Ένα σημαντικό έπαθλο είναι για εκείνον αυτή η σχέση και είναι ουσιαστικά εκείνος που αποφασίζει να θέσει τέλος στη σχέση του με την Κούλα.

Δεν πρόκειται για μια απλή ιστορία έρωτα ή γνωριμίας, δεν είναι ένα μυθιστόρημα επιφανειακό που εστιάζει μόνο σε μια σχέση δύο ανθρώπων καθώς ο Κουμανταρέας ψυχογραφεί μια νέα εποχή – μη λησμονούμε πως βρισκόμαστε λίγο μετά τη Μεταπολίτευση – που φέρνει νέα ήθη και άρα μια νέα περίοδο και στις κοινωνικές συναναστροφές ξεφεύγοντας ή επιθυμώντας ουσιαστικά μια φυγή προς το μέλλον σε κοινωνικό επίπεδο. Είναι άνθρωποι που στην αυγή νέων προκλήσεων δοκιμάζονται και δοκιμάζεται έτσι η υπομονή τους, οι προσμονές τους, οι προσδοκίες τους και βέβαια η προσωπική τους κατάσταση. Το τέλος της σχέσης – όπως και στο βιβλίο του Γκράχαμ Γκριν έτσι και εδώ – είναι μια επώδυνη διαδικασία, είναι η επιβίβαση σε ένα οδυνηρό συναίσθημα με το οποίο έρχεται η Κούλα μετά το πέρας μιας σχέσης που την φέρνει αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα με την επιστροφή της στον ρόλο της φιλήσυχης συζύγου και άρα σε μια μονότονη καθημερινότητα δίχως ενδιαφέρον. Ο Κουμανταρέας σε ρόλο ιμπρεσιονιστή και με ρεαλισμό μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα βαθιά ανθρώπινο και εμπνευσμένο, ένα βιβλίο από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο.

“Το κεφάλι της γύριζε, το σώμα της έκαιγε σαν καλοριφέρ. Με τα δύο σώματα ενωμένα, ήταν σαν κάποιο δαιμόνιο να τους είχε δέσει μαζί, έτσι που δύσκολα θα ξέμπλεκαν”

“Μέσα στο τρένο είχε αρχίσει να βλέπει παντού εχθρούς. Μπαίνοντας στο βαγόνι, πρώτη της δουλειά να εξακριβώσει ποιος καθόταν δίπλα στον Μίμη”