Thomas Snegaroff, Πούτζι, Εκδόσεις Gutenberg

Υπάρχουν σε κάθε ιστορική περίοδο πρόσωπα, τα οποία δρουν άλλοτε επίγεια και άλλοτε υπογείως και κινούν τα νήματα της ιστορίας με τις δράσεις τους και τις πράξεις τους και με την ισχυρή παρουσία τους στα έδρανα της πραγματικότητας, με αριθμό πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Δραστηριοποιούνται δηλαδή, κυρίως στη σκιά, σαν φαντάσματα και στέκονται έτοιμοι να δέχονται ανά πάσα στιγμή κάθε αποστολή που τους ανατίθεται υπηρετώντας αθόρυβα έναν σκοπό, συνήθως τυφλωμένοι και θολωμένοι από τον πυρήνα των αποφάσεών τους. Η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όπως και άλλες περίοδοι, είναι μια περίοδος συμπυκνωμένων γεγονότων από τα οποία ουδείς μπορεί να ξεφύγει, πολλώ δε μάλλον να μην μπει στη διαδικασία να τα σχολιάσει. Γιατί τα γεγονότα από μόνα τους φέρνουν στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που χρήζουν ερμηνείας και επεξεργασίας.

Μια αινιγματική προσωπικότητα, ένας γρίφος ανθρώπου που δύσκολα αποκρυπτογραφείται

Η μορφή και η φυσιογνωμία του Έρνστ Χανφστενγκλ αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα ανθρώπου που άφησε το στίγμα του, με κομψό ή άκομψο τρόπο στα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στο παρασκήνιο από την εποχή της προεργασίας του ναζισμού έως και την ίδια την περίοδο του πολέμου. Ο συγγραφέας Τόμας Σνεγκαρόφ έχει κατορθώσει να γράψει ένα μυθιστόρημα που χτυπάει στην καρδιά των γεγονότων με έναν τόσο άμεσο τρόπο, πραγματικά συναρπαστικό. Η ανάγνωση του βιβλίου έχει τη μορφή ενός χρονικού, μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου του οποίου παρουσιάζεται η πορεία, η σταδιοδρομία, η σχέση με τον Α.Χ. τον Αδόλφο Χίτλερ δηλαδή, στον οποίο είναι πραγματικά ταμένος και αφοσιωμένος. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον αυτή η διείσδυση στα συμβάντα της πορείας του Χίτλερ που είναι συνυφασμένη με την πορεία του Πούτζι.

“Είχε ύψος δύο μέτρα, αλλά το παρατσούκλι του ήταν Πούτζι, “ανθρωπάκος”. Έμπορος τέχνης στην μποέμ Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1910, μουσικός όποτε του έκανε κέφι, ο Έρνστ Χανφστένγκλ έγινε δέκα χρόνια αργότερα έμπιστος φίλος και προσωπικός πιανίστας του Χίτλερ” θα γραφτεί στην εισαγωγή της γαλλικής έκδοσης. Η τρυφερότητα της σχέσης του Χίτλερ με τον Πούτζι ήταν τέτοια που διαβάζουμε πως ο τελευταίος έπαιζε πιάνο για χάρη του Φίρερ και εκείνος απολάμβανε στιγμές χαλάρωσες κοντά στον πιανίστα του σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που δεν σταματούσε να του ζητά να παίζει και άλλο. Ο ίδιος άλλωστε ο Πούτζι είχε ήδη δηλώσει από την παιδική του ηλικία πως είμαι άνθρωπος της τέχνης, κυρία, προέρχομαι από οικογένεια καλλιτεχνών και εμπόρων τέχνης, και θα γίνω κι εγώ αυτό που ήταν ο πατέρας μου κι ο παππούς μου πριν από μένα.

Ο Χανφστένγκλ μαγεύεται από τη μουσική όσο και από απόψεις που θέλουν τη Γερμανία και τον λαό της καθοδηγητές του κόσμου, παρόλο που είχε γεννηθεί στις ΗΠΑ και παρόλο που δεν είχε άμεση επαφή με την γερμανική πραγματικότητα, όλα αυτά βέβαια χάρη στον Χίτλερ που τον είχε μαγέψει. Ο Πούτζι μεταξύ άλλων είχε μια αγάπη για τον Ρίχαρντ Βάγκνερ ως πρόσωπο και ως καλλιτέχνη, άκουγε όπερες δικές του και έπαιζε πολλά κομμάτια στον Χίτλερ. Ο τελευταίος δε θαύμαζε τον Βάγκνερ για τις απόψεις του, τις όχι και τόσο ανθρωπιστικές και φιλειρηνικές, μια σύμπτωση άκρως επικίνδυνη. Να σημειωθεί πως ο Βάγκνερ αναφερόταν συχνά και με έμφαση στην απαραίτητη αναγέννηση της Γερμανίας ύστερα από τα όσα είχε πάθει κατά το πρόσφατο παρελθόν με τη διάλυση της Πρωσίας – ο Βάγκνερ πεθαίνει το 1883 – όσο όμως και αργότερα, ύστερα από την ταπεινωτική ήττα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.

Ο Πούτζι λοιπόν, με τη μουσική του Βάγκνερ άνοιγε το κουτί της Πανδώρας δίχως καν να το γνωρίζει, ένα αίσθημα υπερηφάνειας άγγιζε την καρδιά του Χίτλερ μέσα από τη μουσική που του έπαιζε. Τα λόγια του Βάγκνερ είναι χαρακτηριστικά: “Η αποστολή μας δεν είναι να αναζητήσουμε το πρόσωπο. Αυτό θα μας δοθεί από τον Ουρανό ή όχι. Η αποστολή μας είναι να υψώσουμε το απαραίτητο σπαθί. Η αποστολή μας είναι να δώσουμε στον δικτάτορα, όταν θα φτάσει, έναν λαό αρκετά ώριμο γι’ αυτόν! Γερμανικέ λαέ, ξύπνα! Η μέρα αυτή έφτασε!”. Αυτό το σχέδιο του Χίτλερ ακολούθησε μέχρι τελευταία στιγμή, με πάθος και χωρίς φόβο ο Πούτζι, σε αυτόν τάχθηκε εξαρχής, τον υπηρέτησε με κάθε τρόπο, τον υποστήριξε, τον πίστεψε, τον λάτρεψε σχεδόν ακόμα και όταν ο Χίτλερ δεν ήθελε καν να ακούει το όνομά του.

Στοιχειοθετείται εδώ όλο το χρονικό της ταραγμένης ζωής αυτού του αινιγματικού μα και συνάμα πολυσχιδούς ανθρώπου που δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για τον Χίτλερ, την απελπισία του και την απόγνωσή του που δεν τον άφησε να του δείξει πόσο πολύ τον εκτιμούσε και τον ατίμασε αγνοώντας τον τελικά. Ευρισκόμενος σε δεινή θέση και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των συμμάχων για τις ναζιστικές του ιδέες άλλαξε άρδην τις αντιλήψεις του για να σταθεί στο πλευρό των ΗΠΑ – μην ξεχνάμε πως αυτές υπηρέτησε ο γιος του ενώ τα δύο αδέλφια της οικογένειας είχαν πεθάνει τόσο άδικα στο μέτωπο του Μεγάλου πολέμου υπηρετώντας τους Ναζί – και τελικά να συμβάλει με αντάλλαγμα την ελευθερία του στον αγώνα κατά του ναζισμού, στο πλευρό του Ρούζβελτ. Βέβαια, η απόφαση αυτή μάλλον σαν λύση ανάγκης εμφανίζεται παρά ως μία βούληση πραγματικής συμπόρευσης.

Είναι σαφές ωστόσο από τα συμφραζόμενα πως υποδόρια ο νους του, η ψυχή του και η καρδιά του ήταν δοσμένες και χαρισμένες στον Χίτλερ παρά τα όσα έμελλε να πάθει εξαιτίας του και παρά την ολοκληρωτική απαξίωση του ονόματός του. Η σχέση του με τον Χίτλερ θα μπορούσε να προσομοιαστεί με μια σχέση πάθους, μια σχέση ερωμένης και εραστή, διότι τέτοια στοργή, πίστη και εξάρτηση θα ήταν δύσκολο να ερμηνευτεί αλλιώς. Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημα αυτό είναι μια ακόμα πτυχή της ιστορίας που ρίχνει φως σε ένα ακόμα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, ένα πρόσωπο που δείχνει το πόσο ο Χίτλερ είχε γίνει μύθος και θεός στα μάτια ανθρώπων σαν τον Πούτζι.

“Ο Πούτζι περιπλανιόταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ποιος ήταν; Ένας άνδρας κάποιας ηλικίας, σκυμμένος πάνω από τις ξύλινες μακέτες του, με όνειρα θαμμένα στα ερείπια μιας Ιστορίας που είχε παίξει άσχημο παιχνίδι σε βάρος του και η οποία εξακολουθούσε να παίζεται ερήμην του”