Arthur Schopenhauer, Η τέχνη του γνώθι σαυτόν, Εκδόσεις Ροές

Η συνθήκη της γνωριμίας με τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση η αυτογνωσία της φύσης μας σε όλα τα επίπεδα είναι μια κουραστική διαδρομή αλλά παράλληλα είναι και μια προϋπόθεση ευτυχίας και ευδαιμονίας αν κάπως επιτευχθεί. Είναι η είσοδος στον κόσμο της πραγματικής και όχι της πλασματικής πραγματικότητας, είναι η δυνατότητα που έχουμε να πορευόμαστε δίχως αυταπάτες και να προοδεύουμε ως άνθρωποι, επηρεάζοντας και τους γύρω μας. Όλα αυτά ακούγονται ωραία και απλά, μα μόνο αυτονόητα δεν είναι, ειδικά στη σημερινή εποχή της ανοησίας και της έλλειψης ουσίας των πραγμάτων. Ανίδεοι άνθρωποι κινούνται πολλοί ανάμεσά μας δίχως πυξίδα, σαν ναυαγισμένοι και χαμένοι στο τώρα και το αύριο προφανώς. Καμία προεργασία πνευματική, καμία βάση διανόησης, καμία βούληση έστω και για μη βούληση. Ο Σοπενχάουερ συμπυκνώνει σε αυτό το δοκίμιο των εκδόσεων Ροές, όλη του την ξεχωριστή φιλοσοφία και γίνεται συνοδοιπόρος μας αν τον ακολουθήσουμε.

Ο κόσμος της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ που πάντα μας καλεί να στοχαστούμε εαυτούς και αλλήλους

Πρόκειται αναμφίβολα για ένα σύγγραμμα εμβληματικό, που μέσα από την αναλυτική και πλούσια επεξήγηση των θεωριών του αναδεικνύει τον Σοπενχάουερ ως έναν από τους επιφανέστερους στοχαστές όλων των εποχών. Η ανθρώπινη γνώση και οι διαστάσεις της ξεδιπλώνονται μέσα από αυτόν το πολύ διαφωτιστικό και ιδιαίτερα πνευματώδες δοκίμιο, εδώ όπου ο στοχαστής απλώνει τα δίχτυα της προσωπικότητάς του και μας καλεί να τον γνωρίσουμε εις βάθος. Ο Σοπενχάουερ ξετυλίγει το κουβάρι της ανθρώπινης μηχανής σκέψης του, του νου δηλαδή και των μηχανισμών του, μία διεργασία τόσο επίπονη αλλά και τόσο αποκαλυπτική που είναι ιδιαίτερα ευεργετική και για τον ίδιο τον αναγνώστη εκτός από τον φιλόσοφο που μοιάζει να αυτολυτρώνεται εκφραζόμενος.

Η εισαγωγή του βιβλίου φροντισμένη από τον μεταφραστή Παύλο Κλιματσάκη, αν και η εισαγωγή σε κάποια της σημεία είναι κάπως δυσνόητη για το ευρύ κοινό, είναι χρήσιμη στο σύνολό της. Μας παρουσιάζει τον Σοπενχάουερ με τρόπο εμπεριστατωμένο και αντλούμε χρήσιμα συμπεράσματα για την κοσμοθεωρία του αλλά και για τον ψυχισμό του, τις εσωτερικές φωνές του. Είναι σαφές πως ο Σοπενχάουερ έχει μελετήσει τόσο τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους όσο και τους Ρωμαίους και δη τους Στωικούς και εκεί έχει βασίσει πολλές από τις θεωρίες του. “Το να θέλω όσο το δυνατόν λιγότερα και να γνωρίζω όσο το δυνατόν περισσότερα ήταν η κατευθυντήρια γραμμή του βίου μου” είχε πει ο ίδιος ο φιλόσοφος εκδηλώνοντας ανοιχτά την αγάπη του για λιτότητα και ουσία. Ο κόσμος του Σοπενχάουερ, ο κόσμος δηλαδή της προσηνπάθειας για την μετουσίωση του γνώθι σαυτόν στην πράξη είναι μια διαρκής και επίπονη διαδικασία που μάλιστα περνάει μέσα από αρνήσεις σε ανούσιες απολαύσεις, σε επαφές με ανθρώπους που στέκονται ως πρόσχωμα στην επίτευξη των προσωπικών μας στόχων και της αποστολής μας.

Είναι γνωστό πως ο Σοπενχάουερ ως φύσει και θέσει είναι απαισιόδοξος σε κάθε έκφανση του βίου του καθώς υποστήριξε τη μη βούληση και τη μη ζωή, δηλαδή την αποχή από την θέληση για τα πράγματα διότι η επιθυμία είναι αυτή που τελικά μας παρασύρει σε δυστυχία και μαθηματικά μας οδηγεί στην θλίψη. “Η βούληση για ζωή, η οποία δεν έχει άλλο στόχο πέρα από την ίδια τη ζωή, αποτελεί τη βασική πηγή όλης της δυστυχίας και των βασάνων στη ζωή”. Παρ’ όλα αυτά, σε αυτό το δοκίμιο αναπτύσσει μια διαφορετική έκφανση χωρίς βέβαια να παρεκκλίνει από τον κεντρικό πυρήνα των συλλογισμών του. Είναι ο κόσμος συχνά ανιαρός και ίσως και κατά μία έννοια επικίνδυνος για εκείνον που δεν επιθυμεί να επενδύσει στην γνώση, να έρθει πιο κοντά σε αυτήν. Σε αυτήν την περίπτωση, όπως άλλωστε ο ίδιος ισχυρίζεται, η απομάκρυνση από συζητήσεις επιφανειακές και επιδερμικές είναι μονόδρομος και είναι επιτακτική ανάγκη ακόμα και η απόσταση από τυχόν δεσμεύσεις κοινωνικές, όπως η οικογένεια και τα παιδιά.

Με μια σειρά αναφορών και παραπομπών, ο Σοπενχάουερ παραδίδει μαθήματα τόσο αναγκαία για την κοινωνία του τότε και του τώρα, γινόμαστε κοινωνοί ενός ανθρώπου που με κόπο και μόχθο πνευματικό και ως αέναος σκαπανέας αναζητά αλήθειες σε έναν κόσμο με ψέματα και ιδιοτέλεια. Δεν φείδεται λόγων, υπερασπίζεται με πίστη και σταθερότητα τις απόψεις του προϊόν μελέτης και όχι τυχαιότητας, ενίοτε μάλιστα γίνεται δυσάρεστος για να υποστηρίξει έναν τρόπο ζωής που είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει στην ευτυχία. Πάντως ο ίδιος αναφέρει πως “απέκτησα βαθμηδόν βλέμμα στραμμένο στην μοναχικότητα, έγινα συστηματικά αντικοινωνικός και αποφάσισα να αφιερώσω το υπόλοιπο του φευγαλέου αυτού βίου αποκλειστικά στον εαυτό μου, σπαταλώντας τον όσο το δυνατόν λιγότερο με τα πλάσματα εκείνα που, επειδή τυχαίνει να βαδίζουν κι αυτά με δύο πόδια, νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να μας θεωρούν όμοιούς τους ή, και αν ακόμα, όπως συνήθως συμβαίνει, παρατηρήσουν ότι δεν είμαστε όμοιοί τους […]”.

Ο Σοπενχάουερ είναι ένα ηφαίστειο από το οποίο ξεχύνεται ο φιλοσοφικός λόγος, ένα μυαλό που σκέφτεται συνεχώς και παράγει ιδέες που ορισμένες φορές αδυνατούμε να αποκρυπτογραφήσουμε με μία πρώτη ανάγνωση. Ο κόσμος αυτός της διανόησης είναι εδώ παρών, η βούληση του ανθρώπου και η εμπειρία που προκύπτει από αυτήν είναι ένας άξιος οδηγός για να προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε τα όσα συμβαίνουν εντός μας. Η γνώση του εαυτού μας είναι πρωταρχικό εργαλείο εξέλιξης, είναι ανηφορικός δρόμος με εμπόδια και παγίδες, είναι όμως εκείνος που μπορεί να ξετρυπώσει λύσεις και να δώσει απαντήσεις. Η μη συμμετοχή και η μη επικοινωνία με δίποδα, όπως ο ίδιος τα ονομάζει, που έχουν το ίδιο μένος ή την ίδια αγριότητα με τα θηρία είναι μια μέθοδος αμυντική και ιδιαίτερα προσοδοφόρα για τον άνθρωπο, εκείνον που λαχταρά να μην γίνει βορά. Όπως επίσης και η απουσία συναναστροφής με τον κόσμο της πολυτέλειας των αγαθών αλλά του πνεύματος αποτελεί μια σανίδα σωτηρίας και ένα πλέγμα προστασίας.

“Ενάντια στην φύση και το δικαίωμά μου ως ανθρώπου, χρειάσθηκε να αποσπάσω τις δυνάμεις μου από την υπηρεσία του εαυτού μου και την προαγωγή της ευζωίας μου και να τις αφιερώσω στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Η διάνοια μου δεν ανήκε στον εαυτό μου, αλλά στον κόσμο”

“…όσο πιο μεγάλος είναι ο κόσμος, τόσο πιο άσχημη γίνεται η φάρσα, ορκίζομαι δε ότι κανένα χωρατό και καμιά γαϊδουριά των παλιάτσων δεν είναι τόσο αηδιαστική όσο η ύπαρξη των μεγάλων, των μεσαίων και των μικρών αυτού του κόσμου ανακατεμένων”