Truman Capote, Τα βρόμικα σαλόνια της μπουρζουαζίας, Εκδόσεις Οξύ

Πολλοί και επιφανείς συγγραφείς έχουν εντάξει τον εαυτό τους στις ιστορίες τους, σε μυθιστορήματα και διηγήματα ενίοτε, αλλάζοντας για ευνόητους λόγους τα ονόματά τους χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Είναι μια πάγια και καθ’ όλα συνηθισμένη τακτική ήδη από πολύ παλιά. Να θυμηθούμε μόνο τον Φλωμπέρ, ο οποίος αναφερόμενος στο εμβληματικό του μυθιστόρημα Κυρία Μποβαρύ έλεγε πως η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ. Το άλλο του εγώ μας παρουσιάζει λοιπόν και ο εκκεντρικός Τρούμαν Καπότε σε αυτό το μυθιστόρημα/μωσαϊκό όπου παρουσιάζει τη ζωή ενός κάποιου Π. Μπ. Τζόουνς, δηλαδή τον ίδιο σε μια άλλη και λίγο διαφορετική μορφή. Ωστόσο, σε αδρές γραμμές, το πρόσωπό του εμφανίζεται εδώ σε όλο του το μεγαλείο και ο αναγνώστης μαθαίνει ουσιαστικά για άγνωστες πτυχές του περίφημου συγγραφέα του Εν Ψυχρώ και του βιβλίου “Πρόγευμα στο Τίφανυς”. Μαθαίνει δηλαδή για έναν ομοφυλόφιλο που βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία και αναζητά καταφύγιο και λιμάνι ενώ αφηγείται πρόσωπα και πράγματα.

Ένας ανήσυχος συγγραφέας και ένας εκκεντρικός δανδής της εποχής του με πλούσιο κοινωνικό περίγυρο

Ο ίδιος ο Τρούμαν Καπότε αποτελούσε μέρος ενός καλλιτεχνικού αλλά και αριστοκρατικού κύκλου και σύχναζε σε παρέες επώνυμων προσώπων, πρόσωπα τα οποία και περιγράφει ουσιαστικά μέσα στο βιβλίο. Οι συναναστροφές που είχε επίσης με κυρίους της αριστοκρατίας και του πλούτου ήταν κοινό μυστικό καθώς τους παρείχε υπηρεσίες συντροφιάς. Όλο αυτό το σκηνικό αποκαλύπτεται τόσο μέσω μιας “βρώμικης” γλώσσας την οποία χρησιμοποιεί για να μας παρουσιάσει όλο το φάσμα των γνωριμιών του, όσο και από τα διάφορα επεισόδια. Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικός και ξεδιπλώνει ακόμα και πολύ παραστατικά λεπτομέρειες των ερωτικών περιπτύξεων στις οποίες λάμβανε μέρος ή παρακολουθούσε την εξέλιξή τους. Τα κουτσομπολιά και οι επαφές έδιναν και έπαιρναν άλλωστε σε μια εποχή που είχε σημαδευτεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και την απελευθέρωση από τη μιζέρια των περασμένων χρόνων.

Ο Καπότε με όλη την αφηγηματική ευχέρεια που τον διακρίνει αλλά και με το δικό του μοναδικό ύφος γραφής προσφέρει στον αναγνώστη του και τους δικούς του προβληματισμούς ως προς το μέλλον του ως συγγραφέας σε μια περίοδο μάλιστα όπου ο ανταγωνισμός ήταν έντονος καθώς πολλοί σημαντικοί συγγραφείς, ποιητές και διηγηματογράφοι, σε Ευρώπη και Αμερική, βρίσκονται στο απόγειο και στην κορύφωση της σταδιοδρομίας τους που είχε ξεκινήσει ήδη μέσα στον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές του στον Σάλιντζερ, στον Χέμινγουεϊ, στον Φώκνερ και σε πολλούς άλλους, τους οποίους αναμφίβολα γνώριζε από τότε. Διαβάζουμε τον ίδιο τον Καπότε, εμμέσως πλην σαφώς, να αναφέρεται στα γραπτά του κατά την αφήγηση και να αγωνία για το μέλλον του ως συγγραφέας.

Στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης, εκτός των σχολίων του ίδιου του εκδότη για το έργο του Καπότε σχετικά με τα σκαμπανεβάσματα της συγγραφικής του διάθεσης, έχουμε τη δυνατότητα να ανατρέξουμε σε όσα έλεγε ο ίδιος ο Καπότε για τον εαυτό του και για τη διαδρομή του ως συγγραφέας, για την ανησυχία που είχε για το αν τα γραπτά του ήταν ακόμα ενδιαφέροντα και για το κατά πόσο ήταν ο ίδιος αποδεκτός από τον καλλιτεχνικό κύκλο και κυρίως τους κριτικούς όταν δοκίμαζε κάτι νέο. Κάθε δημιουργός εξάλλου περνάει πάντα μέσα από αυτή την επώδυνη διαδικασία αναστοχασμού και αβεβαιότητας για το μέλλον του. Μετά τον θάνατό του λοιπόν, ο εκδότης γράφει αυτή την εισαγωγή το 1987 για να μας διαφωτίσει σχετικά με ένα βιβλίο που, όπως διαβάζουμε, είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου για να δημοσιευτεί καθώς ο Καπότε το είχε καθυστερήσει ουκ ολίγες φορές και τελικά έμελλε να εκδοθεί με αρκετές παραλλαγές από την αρχική του μορφή.

Τα λόγια του ίδιου του Καπότε είναι πραγματικά χαρακτηριστικά τόσο περί της αυτοπεποίθησής του όσο και περί της αμφισβήτησης του ίδιου του εαυτού ειδικά μετά το 1977 οπότε και άρχισε να μπλέκει με τα ναρκωτικά, μία αντιφατικότητα λοιπόν έκδηλη, παράλληλα όμως και τόσο αληθινή μιας και αντανακλά έναν συγγραφέα υπό αστάθεια. “…νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς, ακόμα και οι καλύτεροι, παραφορτώνουν το κείμενό τους. Εγώ προτιμώ να γράφω λιτά. Απλά και διάφανα σαν ένα ρυάκι στην εξοχή. Όμως ένιωσα πως η γραφή μου γινόταν υπερβολικά πυκνή, πως μου έπαιρνε τρεις σελίδες για να φτάσω στην ουσία που απαιτούσε μία και μόνη παράγραφο. Ξανά και ξανά διάβαζα όλα όσα είχα γράψει και άρχισα να αμφιβάλλω. Όχι για το υλικό ή την προσέγγισή μου αλλά για την υφή της ίδιας της γραφής”.

Στο μυθιστόρημα ξεπροβάλλουν προσωπικότητες και πρόσωπα της εποχής εκείνης, εφοπλιστές, μοντέλα, επιχειρηματίες, ηθοποιοί, καλλιτέχνες μέσα σε έναν κοινωνικό πυρετό με πάρτι και αμέτρητα ξενύχτια, όπου η ηδονή και ο έρωτας περισσεύουν ενώ δεν λείπουν και οι ακρότητες, οι παράξενες συμπεριφορές και μια ατμόσφαιρα “βρωμιάς” και ανηθικότητας, όπως περιγράφεται άλλωστε από τον ίδιο τον Καπότε. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα γεγονότων, ο ίδιος παρατηρεί, συμμετέχει και εν τέλει καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν γύρω του δίχως να εξωραΐζει καταστάσεις. Μια επανάληψη δηλαδή των όσων έγραφε ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ λίγες δεκαετίες νωρίτερα στα δικά του βιβλία μιλώντας για όμορφους και καταραμένους, για ανθρώπους σε πλήρη αποδρομή και σε απόσταση από την πραγματική πραγματικότητα. Ο Καπότε, γνήσιο τέκνο της επίσης ανέμελης μεταπολεμικής εποχής του μας αφήνει ένα πλήρες δείγμα της δύσης του δικού του άστρου σαν έναν καμβά που τελικά έμεινε ξεθωριασμένος από τη δική του άδικη κατάληξη.

“Όλα πηγαίνουν καλά, σε αγαπάνε όσο ξέρουν τι κάνεις. Το λάθος μου ήταν ότι βαρέθηκα τα παλιά μου κόλπα κι έμαθα μερικά καινούργια. Οι κριτικοί δεν τα ανέχονται κάτι τέτοια”

“Ένα βράδυ στο Λε Παρέιντ, γνώρισα κάποιον που έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά τα μελλοντικά γεγονότα. Είχε ξανθά πατικωμένα μαλλιά με χωρίστρα στη μέση, σαν διαφήμιση τονωτικού μαλλιών της δεκαετίας του είκοσι”