Σάσα Νασπίνι: Τα σπίτια της ανησυχίας, Εκδόσεις Πατάκη

O Σάσα Νασπίνι, γεννημένος στο Γκροσέτο της Νότιας Τοσκάνης, το 1976, ταράζει τα λογοτεχνικά ύδατα της χώρας του, και προκαλεί το ενδιαφέρον διεθνώς, μέσα από τις αναρίθμητες νουβέλες του που ήδη κυκλοφορούν μεταφρασμένες σε πάρα πολλές γλώσσες. Διαθέτει την αμεσότητα λόγου και μία απαράμιλλη ιδιοσυγκρασία ευθύτητας, που είναι γνώριμη στους μεσογειακούς λαούς. Την αμεσότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, τη μεταγγίζει αυτούσια και στους ήρωές του, δίνοντάς τους συχνά τη ‘σαρκοβόρα’ αισθητική που επικρατούσε στις ρωμαϊκές αρένες.

Σαν μια μορφή ρωμαϊκής αρένας άλλωστε, μπορούν να ιδωθούν και τα ‘Σπίτια’, το περιβόητο χωριό της Νότιας Ιταλίας στο οποίο διαδραματίζεται όλη η πλοκή του πολυσέλιδου νέου μυθιστορήματος του Σάσα Νασπίνι, «Τα σπίτια της ανησυχίας». Η αιμοδιψής διάθεση ενός κοινού έτοιμου για θεάματα, αντανακλάται μέσα από τους συσχετισμούς του κοινωνικού περίγυρου των «Σπιτιών».

Με αιχμηρή γραφή, ο Σάσα Νασπίνι καυτηριάζει την υποκρισία στις κλειστές κοινωνίες, τις προκαταλήψεις και τις αγκυλώσεις, δίνοντας τη φωνή εκείνη στους χαρακτήρες του, που μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε όλα τα στερεοτυπικά στοιχεία του ιταλικού νότου, ξεπερνώντας όμως κατά πολύ την επιτυχή απεικόνισή τους. Ο Νασπίνι, βγάζει τους ήρωές του από τη γραφικότητα του ‘πορτρέτου’ του ευρωπαϊκού νότου και τους βάζει να συνδιαλέγονται με τους αναγνώστες.

«Και από το παράθυρο που βλέπει στη Βία ντελλ΄Ινκροτσάτα αντικρίζω όλη την αλήθεια. Είναι ένα άσχημο θέαμα, μα κατά βάθος μου προκαλεί ανακούφιση. Στ’αυτιά μου φτάνει ένας μακρινός πάταγος, παρότι η πεδιάδα της Μαρέμμα παραμένει βουβή, θαρρείς σε αναμονή: Το τζάμι του έκτου ορόφου. Η πτήση. Για να προσγειωθώ ξανά εδώ, σ’αυτή την ενδιάμεση ζώνη, στο θραύσμα μεταξύ ζωής και θανάτου».

Οι ήρωες του Νασπίνι, μας δίνουν την εντύπωση ότι κάθονται πάνω σε πυρωμένο σίδερο, ότι βιάζονται να αποκαλύψουν τις ιστορίες τους, μην τυχόν και καλυφθούν από τη σκόνη του χρόνου. Μοιάζουν να φοβούνται ότι τις ιστορίες τους, θα τις καταπλακώσουν τα μυστικά των «Σπιτιών», του χωριού που είναι σκαμμένο στην πέτρα της ιταλικής ενδοχώρας και ξυπνάει σαν ηφαίστειο που βρυχάται, κάθε λίγο, χορεύοντας σαν άψυχα τραπουλόχαρτα εκείνους που το πατούν. Το χωριό των «Σπιτιών», βρίσκεται σε έναν διαρκή ‘ανταγωνισμό’ με τους κατοίκους του. Οι αναγνώστες μέσα από τις ωμές, συχνά ανατριχιαστικές ιστορίες που φέρνουν στο φως οι μαρτυρίες των αναρίθμητων προσωπικοτήτων που παρελαύνουν στις σελίδες του Νασπίνι, σαν να πρόκειται για φωτογραφικό άλμπουμ ανθρώπων ενός χωριού απομονωμένου και κλειστού, θα αισθανθούν συχνά ότι δίνεται μια μάχη αφενός του χωριού και αφετέρου των κατοίκων του, να τραβήξουν ο ένας τον άλλο στα έγκατα της γης, αφανίζοντας την ύπαρξή του.

Αν και Ιταλός ο Σάσα Νασπίνι, γράφει με τρόπο που θυμίζει το ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Παράλληλα, οι καλτ φιγούρες που περιγράφονται μέσα από τις σελίδες του τελευταίου του μυθιστορήματος, παραπέμπουν αρκετά στη ματαιότητα των ηρώων του Breece D’J Pancake όπως τους γνωρίσαμε στους Τριλοβίτες. Ο ξεπεσμός της ιταλικής υπαίθρου, και η αδιέξοδη ζωή ανθρώπων που δεν έχουν να ελπίζουν σε τίποτα, σκιαγραφείται με απίστευτη ευστοχία, μέσα από αφηγήσεις που μπορούν να διαβαστούν και αυτοτελώς, αλλά οι οποίες διαβασμένες σε μία συνέχεια συνθέτουν αλληλένδετες σπονδυλωτές ιστορίες, που δομούν το σκηνικό του χωριού των «Σπιτιών».

Ο Σάσα Νασπίνι, θίγει αρκετά ζητήματα μέσα από «Τα σπίτια της ανησυχίας». Αναφέρεται στις προκαταλήψεις που πνίγουν ανθρώπινες υπάρξεις κάνοντάς τες να ασφυκτιούν μέσα στην επτασφράγιστη κοινωνική συνθήκη τους, μιλάει για τα φτηνά εργατικά χέρια των Αλβανών που αντιμετωπίστηκαν με κακεντρέχεια και δυσπιστία από τους Ιταλούς, μιλά για την υποκρισία της θρησκευτικής πίστης, για ζωές που μπαίνουν σε ουρά αναμονής περιμένοντας να πάρει σάρκα και οστά μία ψευδαίσθηση. Εντέλει ο Νασπίνι, δίνει τη δυνατότητα στους αναγνώστες μέσα από την περιγραφή των  χαρακτήρων του, να γνωρίσουν σε βάθος ήρωες η εικόνα των οποίων, θα παρέμενε πιθανώς στο μυαλό ως στερεοτυπική αναφορά του ευρωπαϊκού νότου. Ο συγγραφέας επιτρέπει στους αναγνώστες του να γνωρίσουν καλύτερα μέσα από μία αφήγηση με αρκετά στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας, ανθρώπους που είναι πολλά παραπάνω από το μετείκασμα του γραφικού τους προσδιορισμού.

«Έτσι είναι τα Σπίτια: Σε φέρνουν στον κόσμο και μετά σε αφανίζουν»