Πρόκειται για ένα από τα αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ιστορίας της ζωγραφικής, όχι μόνο για την τέχνη του αλλά και την ίδια του την προσωπικότητα, για την πολυσχιδή του φυσιογνωμία, για το γεγονός πως ανέκαθεν υπήρξε ένα ανήσυχο πνεύμα και πέρασε μια ζωή το ίδιο ανήσυχη και αβέβαιη. Σήμερα, τον θαυμάζουμε και μένουμε άφωνοι μπροστά σε έργα, θρησκευτικά και μη, αντικρίζουμε τους πίνακές του και μένουμε πραγματικά ενεοί μπροστά σε αυτό το ζωγραφικό θαύμα που ακούει στο όνομα Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο. Μοιάζει ο Καραβάτζο να είχε στήσει επί γης το δικό του έργο, στο οποίο ήταν και ο απόλυτος πρωταγωνιστής, ένα έργο που κανείς δεν γνώριζε το τέλος του παρά μόνον ο ίδιος και αυτό ακόμα δεν είναι σίγουρο, μιας και ήταν ένας άνθρωπος της περιπέτειας.
Περπατώντας στα ίχνη της ζωής του αινιγματικού ζωγράφου
“Ο χρόνος είναι τύραννος, πάντα. Η ζωή στ’ αρπακτικά χέρια του χρόνου, όσο δυναμική και αν είναι, καταντά εύθραυστη σαν τα φτερά της πεταλούδας” γράφει ο Λουίτζι ντε Πασκάλις που αρέσκεται να μας αφηγείται ιστορίες από το παρελθόν με το μοναδικό δικό του τρόπο. Έτσι και εδώ λοιπόν περιηγείται στα χρόνια της Αναγέννησης με οδηγό τον Καραβάτζο και ένα μυστήριο που υφαίνεται σαν ιστός αράχνης γύρω από το όνομά του. Ανέκαθεν, ο Καραβάτζο υπήρξε επιρρεπής σε περίεργες συναντήσεις και σε δοκιμές πέρα από τα συνηθισμένα – συνήθιζε να συναντά και να συναναστρέφεται περιπλανώμενους άγνωστους ζωγράφους – και στα έργα του αποτυπώνεται αυτή η ένταση τόσο στα πρόσωπα όσο και στα θέματα, με το περίφημο κιάρο σκούρο, αυτή την αντίθεση ανάμεσα σε φωτεινά και πιο σκούρα χρώματα να τον χαρακτηρίζει.
Έζησε μία σύντομη ζωή αλλά σχεδόν αινιγματική, υπήρξε αρκετά φασαριόζος και από ό,τι φαίνεται αναμειγνυόταν συχνά σε διάφορες πράξεις ήπιας παρανομίας – όταν ήταν πολύ νέος είχε κληθεί ως μάρτυρας σε δίκη αλλά δεν είχε διαπράξει κάποια παρανομία – οι οποίες δεν είχαν πάντα ευτυχές τέλος. Ακόμα και η σεξουαλικότητά του ήταν αμφιλεγόμενη και ένας γνωστός κριτικός αναφέρει πως σε ολόκληρη την καριέρα του δεν ζωγράφισε ούτε μια γυμνή γυναίκα. Από την άλλη πλευρά αναφέρει ο ίδιος, τα έργα του είναι γεμάτα αλαζονικά αγόρια με ζουμερά χείλη που φαίνεται να προσελκύουν τον θεατή με τις προσφορές τους για φρούτα, κρασί, λουλούδια και τους εαυτούς τους υποδηλώνοντας ένα ερωτικό ενδιαφέρον στην ανδρική μορφή, κάτι που μας θυμίζει κάτι από Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, μια σύνδεση με μια συγκεκριμένη Λίνα εμφανίζεται, όπου η οποία ονόμασε τον Καραβάτζο ως «οικείο φίλο».
Υπήρξε λοιπόν αρκετά ζωηρός νέος και αυτή η ζωηράδα του έμεινε έως και το τέλος του, ένα τέλος πρόωρο γιατί είχε δυστυχώς πολλά να δώσει στην τέχνη της ζωγραφικής. Την άνοιξη του 1606 φέρεται να είχε αναμειχθεί σε μία ιστορία φόνου για τον οποίο είχε καταδικαστεί σε θάνατο ερήμην και οδηγήθηκε στην εξορία ενώ οι φίλοι του που φέρονται να αναμείχθηκαν στο φόνο συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Ο ίδιος περιπλανώμενος, όπως άλλωστε συνήθιζε, και φυγάς, κατέφυγε στη Νάπολη και εκεί εποίησε, όπως έλεγαν για τους αρχαίους κεραμίστες και γλύπτες, τους σημαντικότερους πίνακές του. Ο Ντε Πασκάλις δράττεται της ευκαιρίας αυτών των συμβάντων για να μας παρουσιάσει τη ζωή του και το έργο του μέσα από ένα μυθοπλαστικό επεισόδιο που όμως δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα της ζωής του ζωγράφου.
Ο συγγραφέας αναφέρει την τελευταία επιστολή του Καραβάτζο στην αρχή του βιβλίου και είναι η απολογία ενός καταραμένου και ενός ζωντανού μάρτυρα λίγο πριν την θυσία του στο βωμό της τέχνης που υπηρέτησε. “Σινιόρα μαρκησία, το μόνο που κατάφερα είναι να παραμείνω αυτός που ήμουν: ένας καλός και άξιος άνθρωπος σε μόνιμη διαμάχη με τον εαυτό του. Εξάλλου, αν ήμουν εγώ ο κερδισμένος, δεν θα ‘μουν πια ο ίδιος. Η τέχνη μου υπήρξε καρπός μόνο του ταλέντου μου, αλλά και των ελαττωμάτων μου…”. Αυτά τα λόγια είναι χαρακτηριστικά ενός Άγιου της τέχνης με την ευρεία έννοια, με έναν άνθρωπο που γνώριζε καλά τις αδυναμίες του αλλά και την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του και ο αναγνώστης διαβάζει μέσα από την ιστορία του Ντε Πασκάλις και μαθαίνει για τις πτυχές του έργου ενώ απολαμβάνει το μυστηριώδες πέπλο της υπόθεσης.
Ο Καραβάτζο θεωρείται αναμφίβολα ένας πρωτεργάτης της σύγχρονης ζωγραφικής όπως την ξέρουμε σήμερα, ένας πρωτοπόρος και οξυδερκής υπηρέτης της τέχνης του. Όλο αυτό το πλαίσιο της ζωής και του έργου του είναι αναγκαίο για να κατανοήσουμε το γεγονός πως ο συγγραφέας στήνει το δικό του λογοτεχνικό καμβά για να σκηνοθετήσει μια ιστορία με σημείο αναφοράς αυτόν τον αιώνιο έφηβο και αρκετά σκανταλιάρη κύριο με το όνομα Καραβάτζο. Η περιπέτεια ενός πίνακα και ένα μυστικό που κρύβεται σε αυτόν είναι η ιδανική αφορμή για τον συγγραφέα του “Βυζαντινού Εσπερινού” να χαθεί στα σοκάκια της Ιταλικής Αναγέννησης και εμείς να τον απολαύσουμε στον αφηγηματικό του οίστρο. Ο Ντε Πασκάλις είναι εντυπωσιακός και εξαιρετικά ευφυής, όπως πάντα, στην τέχνη της αφήγησης αφού το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και κανείς δεν μπορεί να το εγκαταλείψει χωρίς να το ρουφήξει από την αρχή ως το τέλος. Είναι από εκείνα τα βιβλία που σημαδεύουν τον ίδιο το συγγραφέα και κατ’ επέκταση και εκείνον που γίνεται κοινωνός της γραφής του.
“Για να καταστήσουμε ένα έργο τέχνης που απεικονίζει την πραγματικότητα αληθοφανές στα μάτια εκείνου που το κοιτάζει, χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε την αλληγορία: όχι όπως ακριβώς είναι στη ζωή, αλλά στη θεατρική της απόδοση, που θα πρέπει να είναι τόσο καλά στημένη ώστε να μοιάζει ρεαλιστική”
“Η ζωή είναι σύντομη και καμιά φορά μας ξεφεύγει απ’ τα χέρια χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε”