Eric Jager, Η τελευταία μονομαχία, Εκδόσεις Athens Bookstore

Έχει ακουστεί ουκ ολίγες φορές η λέξη μεσαίωνας, η οποία σε αντίθεση με τη λέξη Αναγέννηση, πολλές φορές μας παραπέμπει σε σκοτεινά χρόνια, σε χρόνια όπου υπερίσχυε η βαρβαρότητα, το παράλογο, ο σκοταδισμός και η οπισθοδρόμηση. Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία βέβαια, τόσο κατά το Μεσαίωνα όσο και κατά την Αναγέννηση, υπήρξε υποτιμημένη, σε καταβαράθρωση και σε πλήρη απαξίωση, με λίγα λόγια μέσα σε τόσους αιώνες, σχεδόν χιλιετία, τίποτε δεν άλλαξε παρά μικρές εκλάμψεις και εξαιρέσεις, σαν εκείνης της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι, που απλά επιβεβαίωναν τον κανόνα. Η τελευταία μονομαχία του Έρικ Τζάγκερ είναι ένα βιβλίο που αποτυπώνει απόλυτα και καθολικά την ιστορία ενός σκανδάλου, την ηθική κατάπτωση μιας δυτικής κοινωνίας σε σκοτεινά χρόνια όπου όλα βρίσκονταν υπό κατάρρευση.

Εικόνα παρακμής και κατάπτωσης των θεσμών

Το βιβλίο αυτό αναφέρεται σε μια αληθινή ιστορία όπου φάνηκαν οι ελλείψεις σε ηθική και δικαιοσύνη και όπου αναδείχθηκαν δυστυχώς η ασυδοσία, η διαφθορά, η έλλειψη κράτους δικαίου και η πλήρης απαξίωση της γυναίκας. Πρόκειται για ένα τόσο σκληρό μα τόσο αληθινό επεισόδιο της ιστορίας της μεσαιωνικής Γαλλίας και το βιβλίο μάλιστα προκάλεσε τέτοιο ενδιαφέρον που η ιστορία του πρόσφατα μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στη μεγάλη οθόνη. Ο συγγραφέας διεξήγε έρευνα για τα δύο πρόσωπα που ήρθαν αντιμέτωπα σε μονομαχία και μέσα από το βιβλίο ξεδιπλώνει το κουβάρι των όσων έλαβαν χώρα πριν την τελική τραγική κατάληξη της μονομαχίας τους. Ακόμα και η απόφαση για μια τέτοια μονομαχία, μια παράδοση που, άκουσον άκουσον, υπήρχε ακόμα ενεργή στη Ρωσία και σε άλλες χώρες μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, αποδεικνύει τη βαναυσότητα και την αποτρόπαιη και καταδικαστέα βαρβαρότητα, μια βαρβαρότητα που είναι ίδιον του ανθρώπινου είδους και μόνον.

Η ιστορία της σύγκρουσης δύο πολεμιστών του γαλλικού βασιλείου αποτελεί τη νοοτροπία της εποχής όπου όλα λύνονταν δια αιματοχυσίας και μέσα από ακραίες λύσεις, καθώς δεν είχε αναπτυχθεί ούτε κατά το ελάχιστο ο δίαυλος επικοινωνίας και διπλωματίας που αναπτύχθηκαν πολύ αργότερα. Οι δύο μονομάχοι ενεπλάκησαν σε μία έντονη σύγκρουση γιατί ο ένας εκ των δύο, ονόματι Ιάκωβος Λε Γκρι κατηγορήθηκε από τον ιππότη Ιωάννη Ντε Καρούζ για βιασμό της γυναίκας του Μαργαρίτας, κάτι που ο πρώτος προφανώς αρνήθηκε μετ’ επιμονής και έτσι οδηγήθηκαν οι δύο στην έσχατη λύση της μονομαχίας. Αυτό συνέβη διότι το δικαστήριο του οποίου ηγούνταν ο ίδιος ο βασιλιάς – αυτός συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του – έλαβε μία απόφαση πλήρους παραλογισμού και αποκύημα της ασυδοσίας του ίδιου του θεσμού. Η αδυναμία να αποδοθεί ορθή κρίση για το τι πραγματικά συνέβη και να αποδοθούν οι ανάλογες ευθύνες είναι η αποτυχία ενός σοβαρού κοινωνικού κράτους.

Ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά μέσα στο βιβλίο: “Εκτός από τους νομικούς περιορισμούς, η πρόσκληση σε μονομαχία ήταν μια πολύ ριψοκίνδυνη στρατηγική που ενείχε μεγάλους κινδύνους για τον ιππότη. Ο Ιωάννης Ντε Καρούζ θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, καθώς και την περιουσία του και το καλό όνομα της οικογένειάς του, ακόμα και τη σωτηρία της ψυχής του…”. Με λίγα λόγια, η κοινωνική θέση διακυβευόταν και αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα για αποφάσεις ηθικές ή όχι, μία λογική που σήμερα φαντάζει ανήκουστη ενώ η ίδια η θέση της γυναίκας ήταν εντελώς μετέωρη. Ουσιαστικά η ίδια δεν είχε επίσημα κανένα δικαίωμα να υπερασπιστεί με επιχειρήματα τον εαυτό της ούτε και φυσικά να αποδείξει την αθωότητά της. Σε αυτή την ανδροκρατούμενη και υποκριτική κοινωνία, οι άνδρες δεν υπολόγιζαν τη γνώμη της γυναίκας, συζύγου, μητέρας, αδελφής και η ίδια βρισκόταν έρμαιο και υποχείριό τους και αντιμετωπιζόταν ως κατώτερη.

Σε περίπτωση λοιπόν που ο Ιωάννης Ντε Καρούζ έχανε τη μονομαχία απέναντι στον Ιάκωβο Λε Γκρι, η ίδια η γυναίκα του, εκτός από τον εξευτελισμό που είχε υποστεί καθώς ο ίδιος της ο άντρας της δεν την πίστευε, την αμφισβητούσε, την κατηγορούσε για απιστία, την υποβάθμιζε, την μείωνε και της φερόταν βίαια, θα πέθαινε άδικα ως μοιχαλίδα. Όλοι ήταν βέβαιοι για το γεγονός πως ήταν κατηγορούμενη για αυτή την ατιμωτική πράξη πως “δέχτηκε” να τη βιάσουν. Είναι κάτι το οποίο προφανώς θα ήταν απλώς μια εικασία, χωρίς τίποτε απολύτως να έχει αποδειχτεί αφού ούτε το δικαστήριο δέχτηκε να λάβει υπόψιν του τα όσα η ίδια κατέθεσε. Το δράμα της γυναίκας ήταν το τελευταίο που απασχολούσε τότε την κοινωνία, το στίγμα δεν ήταν του άντρα που βίασε αλλά της γυναίκας που κακώς έπεσε θύμα βιασμού.

Το βιβλίο είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον αναγνώστη να γνωρίσει τα ήθη της εποχής και να διαβάσει για τα όσα ίσχυαν σε όλες τις δυτικές κοινωνίες ενώ παράλληλα να μάθει και τα ιστορικά δρώμενα και τα κοινωνιολογικά δεδομένα που παρατίθενται μέσα στο βιβλίο με πλούσιο υλικό, διαγράμματα και εικόνες. Είναι μία πολύ φροντισμένη έκδοση από τις εκδόσεις Athens bookstores που έχουν μπει ορμητικά στο εκδοτικό γίγνεσθαι και το βιβλίο αυτό είναι μία συνεισφορά απέναντι στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ειδικά για την περίοδο του Δυτικού μεσαίωνα για την οποία δεν υπάρχει τόσο πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό. Η ιστορία είναι ικανή να μας διδάσκει και να μας δείχνει το δρόμο της κοινωνικής ωριμότητας, αρκεί να είμαστε έτοιμοι να τον ακολουθήσουμε.

“Μόλις τελείωνε η εκφώνηση των κανόνων, καθένας από τους δύο μονομάχους έπρεπε να δώσει τρεις επίσημους όρκους”

“Μην παίζεις μαζί μου, Μαργαρίτα. Είσαι μόνη σου εδώ, και έχω μάρτυρες που θα ορκιστούν ότι ήμουν κάπου αλλού σήμερα. Μην αμφιβάλλεις ότι έχω καλύψει τα ίχνη μου!”