Επιστροφή στη δική μου Ιθάκη (Γράμμα στον Κωνσταντίνο Καβάφη)

Βράδυ Πέμπτης και το σπίτι σε περιμένει μετά από έξοδο μετανυχτερινή και όμως η μοναξιά σου, σου χτυπάει την πόρτα. Είναι φορές που δεν αντέχεται, που δυσκολεύεσαι να την αντιμετωπίσεις, να τη διαχειριστείς, παρόλο που την αποζητάς όπως η μέλισσα το μέλι της. Πόσο μπορείς να παραμείνεις αγκαλιά με αυτό που δεν αντέχεται όταν γυρνάς σπίτι και κανείς δεν σε περιμένει παρά μόνο η ανυπόφορη σιωπή και η αίσθηση πως είσαι ξεχασμένος από τον κόσμο; Εκεί έρχονται οι λέξεις και γεμίζουν το κενό, ο αλεξανδρινός δωδεκασύλλαβος, οι Αντιοχείς, οι βάρβαροι και όλοι όσοι τους συνοδεύουν. Μπορεί να είσαι έξω να σε αγγίζει για λίγο η αύρα μιας πρόσκαιρης χαράς και η ικανοποίηση της συνεύρεσης με άλλους ανθρώπους του ίδιου φύλου, που σου χαρίζουν για λίγο την ηδονή που αναζητάς, αλλά εκείνη η φωλιά, το σπίτι, το κατά άλλα καταφύγιο που βέβαια δεν εξασφαλίζει κανένα διάλογο, καμία συζήτηση παρά μόνο σύνδεση με τις πιο μύχιες και εσωτερικές σκέψεις, είναι σκληρό σαν πέτρα και σπηλιά που κλείνεσαι μέσα της για να γλιτώσεις από τις θύελλες του μάταιου κόσμου. Έξω κατακλύζεσαι από απόγνωση, από απελπισία, σου έρχεται να ξεσπάσεις σε κλάματα και να χαθείς στα δάκρυά σου μήπως και διώξεις αυτή την απομόνωση από πάνω σου γιατί δεν σε καταλαβαίνει κανείς. Είσαι ένας ξένος ανάμεσα σε ξένους και η ποίησή σου, τα διαβάσματά σου, απευθύνονται μόνο σε σένα αιώνιε ποιητή της μελαγχολίας και του ξεροβοριού, της μοναχικότητας. Και όμως αυτό το σκοτάδι και η μοναχικότητα σε ελκύει σαν μαγνήτης εξόριστε ποιητή, τίποτα άλλο δεν σε ικανοποιεί τόσο χαμένος όπως είσαι στα όνειρά σου και στις σκέψεις σου. Ο ύπνος σου έχει γίνει ένα δύσκολο και ασήκωτο βάρος γιατί οι στίχοι σε έχουν στοιχειώσει χρόνια τώρα. Ο ύπνος είναι ένας αγωγός έμπνευσης όπου μαζεύονται όλα τα δύσκολα κατάλοιπα της μέρας και αυτόν δεν μπορείς να το αποφύγεις. Κοιμάσαι αλλά σε συντροφεύουν και σε ακολουθούν στα όνειρά σου το άγχος σου, ο φόβος σου, οι απώλειές σου, οι περίπλοκες σκέψεις σου, οι αγωνίες σου, οι λαχτάρες σου, τα άγχη σου αλλά και τα ασίγαστα πάθη σου, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι σου που σε κατακλύζουν και δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις. Καταβυθίζεσαι σαν δύτης σε ναυάγιο. Είσαι όμηρος των ερώτων σου και των σωμάτων που τους συνοδεύουν σε εκείνα τα ατέρμονα βράδια, εκεί που καταφεύγεις αλλά δεν δεσμεύεσαι όπως και εσύ μας λες. Γράφεις με τόσο πολλά ιστορικά στοιχεία σαν να ζεις την εποχή που καταγράφεις. Είναι τόσα πολλά τα γεγονότα που μας περιγράφεις και μοιάζουν ασήκωτα και αβάσταχτα, σαν τα βάρη που κάποιος οφείλει να σηκώσει δίχως βοήθεια. Μοιάζει με σταυρό όλο αυτό το σκηνικό, ένα μικρό Γολγοθά. Και όμως ένας φάρος μοιάζει να σου δείχνει το δρόμο προς τη δημιουργικότητα. Μοιάζει να σε σώνει από της επίγειας ζωής τα σκοτάδια. Εκείνος ο φάρος που στέκει στις αναμνήσεις μιας οικουμενικής αρχαίας πόλης της οποίας είσαι αιώνιος κάτοικος. Είσαι όμως όμηρος και του κακού εαυτού σου που δεν λέει να σε αφήσει. Δεν σε εγκαταλείπει ποτέ, ενώ σου χτυπά την πόρτα σχεδόν κάθε βράδυ. Και εσύ όμως δεν κάθεσαι με δεμένα χέρια, μάχεσαι σαν τον στρατιώτη στο μέτωπο σθεναρά και γενναία γιατί κάθε ανώδυνη ήττα είναι και μια μικρή νίκη ενάντια στο άλλον κακό σου εαυτό. Δεν έφταιξες και το γνωρίζεις καλά, αυτή είναι η φύση σου και δεν υπάρχει λόγος να πάς ενάντιά της. Είσαι γεννημένος ποιητής, είσαι ένας δανδής, ένας πρίγκιπας με στρογγυλά γυαλιά, το χαρακτηριστικό σου αποτύπωμα σε αυτούς που σε ζωγραφίζουν και σχεδιάζουν το πρόσωπό σου. Αυτή η αδυναμία να συνυπάρξεις με τον εαυτό σου όντως σε διαλύει και είναι στιγμές που θέλεις να απαλλαγείς για να μην νιώθεις πια την ψυχική ταλαιπωρία. Δεν ξέρω αν θα βρεις κάποιον να σε καταλάβει, αν θα καταφέρεις να βρεις στο μέλλον ένα λιμάνι να αποφύγεις για λίγο τις φουρτούνες, καθώς όλες οι γνωριμίες σου φαίνονται μάταιες, ουτοπικές, τις απωθείς με κάποιον τρόπο και άλλες τις επιζητάς μόνο για να ξεδιψάσεις τους πόθους σου, τη φλόγα που καίει τα σωθικά σου γιατί ο έρωτας με τους νέους είναι για σένα υπέρτατη ανάγκη, δεν είναι απλά συνουσία. Μόνο εκείνος που θα μπορέσει να μην αγγίξει τα ψυχαναγκαστικά σου μέρη ίσως καταφέρει να σταθεί δίπλα σου. Δεν τον βρίσκεις όμως ανάμεσα σε αυτούς που συναντάς και αναζητάς γιατί θεωρείς πως θα έρθει να σε συναντήσει ένα από τα βράδια που επισκέπτεσαι τα περίεργα μέρη μακριά από τους φανοστάτες της πόλης όπου περπατάς. Όμως στην πραγματικότητα, στη δική σου πραγματικότητα, αποστασιοποιείσαι έντονα από κάθε γνωριμία, κλείνεσαι μέσα σου και αποκλείεις επτασφράγιστα τις πιθανότητες να συναντήσεις άνθρωπο, δεν αφήνεις κανέναν να έρθει να σε πλησιάσει, είσαι κλειστός στο καβούκι σου, απόμακρος, το μόνο που ζητάς είναι ερωτική συνεύρεση και τίποτε παραπάνω. Σε τρομάζει αφόρητα η απογοήτευση άλλης μιας ανούσιας γνωριμίας, τρέμεις στην ιδέα της και αποσύρεσαι σαν στρατιώτης που έχασε άλλη μια μάχη και φοβάται να ξαναπολεμήσει. Ένας σαρκικός έρωτας και ένα σαρκικό στιγμιότυπο από αυτά που μετά θα σβήσουν σου είναι αρκετό για λίγο όμως, απολαμβάνεις μόνο τη στιγμή και έπειτα εγκαταλείπεις, δεν δεσμεύεσαι, φεύγεις τρέχοντας. Από την άλλη, ζητάς να διώξεις μακριά τα σύννεφα της μοναξιάς σου αλλά η στρατηγική του μυαλού σου πνέει τα λοίσθια και τελικά είσαι ένα φάντασμα, μια σκιά, που τελικά δεν ξέρει τι ζητά. Πέφτεις και απόψε να κοιμηθείς με την ελπίδα το επόμενο βράδυ να μην σε στοιχειώσει, να μην επανέλθεις στις περίεργες και κλειστοφοβικές σκέψεις σου, να δεις πώς θα αποδράσεις, πώς θα απεγκλωβιστείς, “ας κλείσω” λες “τα μάτια μου και ας ξεκουράσω για λίγο τον βασανισμένο νου μου, ας αφεθώ στη γαλήνη, ας τον ψάξω τουλάχιστον και ας μην μου είναι πιστός”. Τουλάχιστον εγώ θα έχω κάνει το καθήκον μου, θα έχω τολμήσει το θαρραλέο βήμα της επιχείρησης να ανακουφίσω για λίγο το ταλαιπωρημένο και κουρασμένο μυαλό μου, θα έχω βρει έστω κάτι πρόσκαιρο. Γυρνάς τον διακόπτη και αφήνεσαι… Και όμως λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος που νόμιζες πως θα έρθει φυσικά και αβίαστα και πριν εσύ τον χρειαστείς εσπευσμένα και επειγόντως και πριν αρχίσεις να εκνευρίζεσαι, βρίσκεσαι πάλι ξύπνιος να αναρωτιέσαι τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, η αυριανή μέρα, ποια θα είναι η σχέση σου με το φύλο που σε ελκύει και αν κάτι θα σου ανακοινωθεί σύντομα δίχως να έχεις την παραμικρή ιδέα. Και τότε παίρνεις μια κόλλα χαρτί από αυτές που καλύπτουν το γραφείο σου από την μία άκρη ως την άλλη και τότε μέσα στα άγρια χαράματα αγκαλιά με τους ήχους της νύχτας κάθεσαι και γράφεις για ώρες και ξετρυπώνεις μιαν Ιθάκη, μια Σύγχυση, μια Επιστροφή, μια Μονοτονία. Όλα αυτά παρατείνουν την αϋπνία σου, σε διακατέχουν ολοκληρωτικά, σε στοιχειώνουν, σε αναστατώνουν και είσαι φυλακισμένος σε ένα κελί σκέψεων που το κλειδί μία ανοίγει την πόρτα εξόδου και μία όχι. Και είναι και αυτή η αναγκαία συντροφιά που δεν θα την δεχτείς με κάθε κόστος και αυτό θα βαραίνει τη μοναξιά σου και τον εσωτερικό αποκλεισμό που έχεις από καιρό αποφασίσει. Αλλά πώς να συμβιβαστείς και τι μηνύματα να στείλεις στον έξω κόσμο όταν είσαι ήξεις-αφήξεις. Ανησυχείς και συλλογίζεσαι δίχως κάποιο τελικό σκοπό, μοιάζεις με καράβι ακυβέρνητο που πλέει προς άγνωστη κατεύθυνση, τη δική σου Ιθάκη στα ανοιχτά του πελάγου, του δικού σου πελάγου…

————————–

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) γεννήθηκε και έζησε τη ζωή του στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, εκεί εμπνεύστηκε, εκεί έδρασε και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή νικημένος από τον καρκίνο. Εμβληματική μορφή της σύγχρονης ποίησης, ήταν μία σύγχρονη αιγυπτιακή σφίγγα όπως τον αποκαλούσε ο πρόσφατα εκλιπών ιστορικός Σαράντος Καργάκος. Με τα ποιήματά του άγγιξε τα όρια της ιστορικής καταγραφής και μέσα από αυτά αναδύθηκε όλη η στοχαστική του ματιά για τον κόσμο. Εμπότισε τα ποιήματά του με ένα δικό του προσωπικό ύφος και πόλεις όπως η Αντιόχεια, ιστορικά τοπωνύμια όπως οι Θερμοπύλες και η Ιθάκη, μορφές όπως ο Διόνυσος, υμνήθηκαν όπως ποτέ άλλοτε. Το πέρασμά του από την Αγγλία και την Κωνσταντινούπολη αποτέλεσαν πρόσκαιρους σταθμούς, αφού στην Αλεξάνδρεια βρήκε τον αέρα της ελευθερίας του για δημιουργία.