Ε.Τ.Α Χόφμαν, Τα ελιξίρια του διαβόλου, Εκδόσεις Μάγμα

“Αχ, αδελφέ Μεδάρδε, ακόμη ο Διάβολος τριγυρνάει ακούραστος πάνω στη γη και προσφέρει στους ανθρώπους τα ελιξίριά του! Και ποιος δεν βρήκε κάποτε εύγευστο αυτό ή εκείνο από τα διαβολικά ποτά του, έστω και μία φορά ͘  μα αυτή είναι η θέληση του Ουρανού, να συνειδητοποιεί ο άνθρωπος την κακή επίδραση της στιγμιαίας επιπολαιότητας και από αυτή τη συνειδητοποίηση να αντλεί δύναμη για να αντιστέκεται” γράφει ο Χόφμαν για τον Διάβολο που κυνηγάει τον Μεδάρδο. Πρόκειται για τον Οξαποδώ για τον οποίο θα γράψει αργότερα ο Μωπασάν αλλά και ο Πεσσόα, αυτόν τον Σατανά που κυνηγάει τον άνθρωπο και επιχειρεί με κάθε τρόπο, άνομο βεβαίως, να τον εξουσιάσει και να τον κατατροπώσει για να απαρνηθεί το καλό. Αυτή είναι η μάχη του καλού και του κακού για την οποία μας μίλησε ο Νίτσε αργότερα αλλά είχε ήδη μιλήσει ο Χριστός όταν κατέβηκε στη γη για να νουθετήσει τον παραστρατημένο άνθρωπο.

Χάρη στην εξαιρετική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού, η οποία έχει αναλάβει και το εξαιρετικά διαφωτιστικό επίμετρο, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα του 18ου αιώνα, ενός αιώνα μεταβατικού και ιδιαίτερα πολυδιάστατου. Μην λησμονούμε πως είναι ο αιώνας του κινήματος του περίφημου Διαφωτισμού που θα εδραιωθεί σε όλη την Ευρώπη και θα φέρει τα πάνω κάτω στα όσα γνωρίζαμε κυρίως από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους φιλοσόφους. Ο κόσμος που ανοίγεται μπροστά οφείλει να είναι ένας κόσμος πιο φωτεινός και πιο δίκαιος, πιο ελεύθερος και λιγότερο δέσμιος των σκοτεινών αντιλήψεων που κυριάρχησαν στο παρελθόν και άπλωσαν σκοτάδι με μεθόδους τύπου Ιεράς εξέτασης. Ο ρομαντισμός είναι το κίνημα που εδραιώνεται στον καλλιτεχνικό κόσμο και ο άνθρωπος μαζί με τις ανησυχίες του μπαίνει στο επίκεντρο των δημιουργών.

Ο Χόφμαν σε αυτό το πλαίσιο θα κινηθεί και θα θέσει πλείστα ερωτήματα, θα ανακοινώσει έναν στοχασμό που κινείται ήδη από τότε στην επιστήμη της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας. Γιατί ο Μεδάρδος ή Βικτωρίνος, είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος, είναι μία διττή φυσιογνωμία που παρουσιάζει δύο πρόσωπα και αδυνατεί να ξεφύγει από την αμαρτία που τον κυνηγά συνεχώς. Είναι η προσωποποίηση του δράματος της ανθρώπινης φύσης που αναζητά διεξόδους απέναντι στο άγνωστο αλλά και στο αίνιγμα του πειρασμού που όλο και ακουμπά την ανθρώπινη αδυναμία. Αυτός ο διάβολος του Χόφμαν είναι όπως πάντα ύπουλος, είναι πάντα σε θέση να επιτεθεί για να πετύχει τον σκοπό του, καιροφυλακτεί για να πιάσει στα δίχτυα του τον αβέβαιο άνθρωπο, εκείνον που διστάζει αλλά και επηρεάζεται από το κάλεσμα.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Χόφμαν έχει μελετήσει και έχει βασίσει τα όσα γράφει σε παλαιότερα αναγνώσματα, από τον Χαμένο Παράδεισο του Μίλτον και από τον Δάντη, τον οποίο αναφέρει και η Σοφία Αυγερινού στο επίμετρο. Είναι η μορφή του διαβόλου όπως και των άλλων μορφών στα άλλα δύο διηγήματα η προσωποποίηση ενός Οξαποδώ, ενός άυλου όντος που αιωρείται στη σκέψη του Χόφμαν και τον καθοδηγεί να τον δει κατάματα και να τον ανακρίνει. Διαφαίνεται πως για τον συγγραφέα η κατά μέτωπο επικοινωνία και επαφή με το ον αυτό είναι μια εσωτερική λύτρωση, μια προσπάθεια ερμηνείας των μεταφυσικών του ανησυχιών, των συναισθηματικών και νοητικών εξάρσεων.

“Όπως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι ζωή αν δεν δούμε το δηλητήριο που την καταστρέφει, έτσι και το κακό είναι απαραίτητο για να κατανοήσουμε την ηθική αρχή του αγαθού – και μες σ’ αυτή τη γνώση φανερώνεται η δόξα του Κυρίου. Μπορώ να σου μιλώ έτσι, Μεδάρδε, γιατί ξέρω πως δεν με παρεξηγείς. Πήγαινε τώρα στους αδερφούς σου” θα συμβουλεύσει και θα εξηγήσει στον προβληματισμένο και αναστατωμένο Μεδάρδο ο ηγούμενος σε μία προσπάθεια να τον βγάλει από τα αγωνιώδη περίπλοκα συναισθήματα που ταλανίζουν το μυαλό αλλά κυρίως την εύθραυστη και άστατη ψυχή του. Ο κόσμος του Μεδάρδου είναι γεμάτος αγωνίες και απορίες, είναι μία καιόμενη βάτος που πασχίζει να δροσιστεί από λίγο νερό και όμως δεύτερες σκέψεις δεν τον αφήνουν. Είναι πίσω από αυτά ένα ακόμα παιχνίδι του Διαβόλου που δεν αφήνει τα θύματά του να ησυχάσουν.

Το μυθιστόρημα αποκαλύπτει ένα διπλό πρόσωπο σε ένα σώμα και ο Μεδάρδος με την προσφυγή του στην μοναστική ζωή καλείται να αφήσει πίσω του τα εγκόσμια και να αφοσιωθεί στον Θεό, παλεύει για την σωτηρία της ψυχής του ενώ γνωρίζει το αμαρτωλό παρελθόν που κατακλύζει την ψυχή του με τόσες και τόσες ατασθαλίες. Αυτό που οφείλει να πράξει είναι να υπερβεί τον ίδιο του τον εαυτό και να καθαρίσει τον σκληρό δίσκο της ψυχής του, να απελευθερωθεί από τον δαίμονα που τον καταδιώκει σε κάθε στιγμή. Είναι ένας αγώνας διαρκείας απέναντι σε έναν Διάβολο που κρύβεται στα πιο κρυφά σημεία και είναι έτοιμος να εκμεταλλευτεί το παραμικρό για να τον ξαναφέρει στον δικό του ανήθικο δρόμο.

Είναι ένας μοναχικός δρόμος που ο Μεδάρδος καλείται να διανύσει. “Όλο το μυθιστόρημα είναι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που πλαισιώνεται από τα σχόλια του “εκδότη” του χειρογράφου του Μεδάρδου στην αρχή και στο τέλος του κειμένου, ώστε να ολοκληρωθεί η δράση”, γράφει η Σοφία Αυγερινού και όντως ο Χόφμαν μας παρουσιάζει εμμέσως πλην σαφώς και ένα δικό του πρόσωπο, απόρροια και των δικών του προσωπικών αμφιβολιών σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά.

“Ο αγώνας μ’ αυτή τη δύναμη – αυτό μοιάζει να είναι το ελκυστικό τόλμημα που με τόση χαρά και παιδιάστικη αυτοπεποίθηση αναλαμβάνει ο άνθρωπος και, άπαξ, και το αρχίσει, δεν μπορεί πια να το εγκαταλείψει, παρά παλεύει διαρκώς, ελπίζοντας πως θα νικήσει ακόμη κι όταν χάνονται κι οι τελευταίες του δυνάμεις”

“Μέσα από τους θάμνους, πέρα μακριά, ξεπρόβαλλε ο σταυρός, που τόσο συχνά προσευχόμουν σ’ αυτόν με κατάνυξη και ζέση να μου δώσει δύναμη ν’ αντισταθώ σε κάθε πειρασμό”