Shaun Tan, Η Άφιξη, Εκδόσεις Φουρφούρι

Μια αποσκευή στο χέρι, ένας πικρός αποχαιρετισμός και ένα ταξίδι στο άγνωστο σαν τον Οδυσσέα για μία άγνωστη γη που κανείς δεν γνωρίζει αν θα φέρει και αν θα προσφέρει το πολυπόθητο όνειρο στον μετανάστη ή πρόσφυγα που είναι αναγκασμένος από την ίδια τη ζωή να μετοικήσει σε άλλη πατρίδα. Ζούμε σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο με προκλήσεις και δυσκολίες, σε έναν κόσμο που δεν παύει να μας εκπλήσσει, κυρίως δυσάρεστα αλλά ευτυχώς και ευχάριστα. Η ιστορία του πρόσφυγα δεν έχει χρόνο, υπήρξε πάντα η ιστορία του ίδιου του ανθρώπου για την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο για τον ίδιο και την οικογένειά του. Πόσες και πόσες ιστορίες έχουμε ακούσει για αυτούς τους ανθρώπους, τους τολμηρούς και θαρραλέους που αφήνουν πίσω τους το βιος τους για να χτίσουν κάτι νέο από το απόλυτο μηδέν. Οι ίδιοι μου οι γονείς και οι οικογένειές τους, ερχόμενοι από την Αίγυπτο μετά τα γεγονότα επί Νάσερ, το βίωσαν για τα καλά, άρα έχω ένα κάποιο αίσθημα ενός κάποιου ξεριζωμού.

Ένα βιβλίο κόσμημα, ένα βιβλίο ύμνος στον περιπλανώμενο ήρωα

Πολύ πρόσφατα είχα την εξαιρετική τύχη να βρεθώ στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου όπου έγινε η παρουσίαση του βιβλίου από εκλεκτούς καλεσμένους και όπου ακούσαμε την ιστορία του Χαντίντ, ενός ανήλικου που ήρθε στην Ελλάδα το 2016 μέσα σε μία βάρκα και πέρασε από το κολαστήριο της Μόριας. Σήμερα ο ίδιος είναι ένας ενήλικας που σπουδάζει, δουλεύει και έχει λάβει και υποτροφία, δηλαδή μπόρεσε και έκανε την άφιξη που παρουσιάζει το βιβλίο σε εκπληρωμένο όνειρο. Είναι μία εκ των πολλών περιπτώσεων που φτάνουν στις χώρες υποδοχής με πραγματικά βάρκα την ελπίδα και κανείς δεν γνωρίζει αν θα βγουν από την βάσανο της αποχώρησης από ένα αβέβαιο μέλλον. Είναι μία σύγχρονη Οδύσσεια για όλους αυτούς τους πρόσφυγες, τους ταλαιπωρημένους από την εκμετάλλευση σύγχρονων άθλιων δουλεμπόρων που τους τάζουν και τους μεταχειρίζονται με τον χείριστο τρόπο.

Η Άφιξη, μέσα από τις σελίδες της έρχεται να μας αφηγηθεί μια ιστορία αποχαιρετισμού, ένα θλιμμένο αντίο που ποτέ κανείς δεν ξέρει αν θα γίνει επανένωση. Το βιβλίο έχει μία διάσπαρτη και μελαγχολική διάθεση γιατί το θέμα που επέλεξε ο εικονογράφος δεν είναι ένα θέμα που αρέσει. Είναι ένα ζήτημα όμως πολύ ανθρώπινο, σημερινό, επίκαιρο, διαχρονικό, διότι η μετανάστευση, η προσφυγιά δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Είναι το θέμα που επέλεξε ο Ζωρζ Περέκ για να μιλήσει για το Έλις Άιλαντ, εκεί όπου είχαν εγκατασταθεί πλήθος προσφύγων και μεταναστών την δεκαετία του ’20 στην Αμερική για να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Μας θυμίζει ακόμα τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανάγκη ξεριζωμού τόσων και τόσων Μικρασιατών που βουτούσαν στα νερά για να σωθούν και να μπορέσουν να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο που θα τους μετέφερε μακριά από την φλεγόμενη Σμύρνη. Είναι και η σύγχρονη ιστορία Συρίων, Αφγανών, Λιβύων και τόσων άλλων που αναζητούν την τύχη τους σε μία άλλη πατρίδα, άγνωστη σε αυτούς και όχι πάντα φιλόξενη, διότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και πάντα ελπίζουν.

Οι περιπτώσεις των ασυνόδευτων παιδιών είναι μία ακόμα πιο τραγική ιστορία και στην θέση του ταξιδευτή/περιπλανώμενου/μετανάστη είναι και εκείνα τα παιδιά που μόνα επιχειρούν το επικίνδυνο αυτό ταξίδι στο άγνωστο. Το βιβλίο είναι μια ευκαιρία ευαισθητοποίησης και όχι οίκτου, είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουμε τα συναισθήματα των ανθρώπων αυτών, να έρθουμε σε επαφή με την σκέψη τους, τις προσδοκίες τους, τις φοβίες και ανησυχίες τους, τα άγχη τους καθώς βρίσκονται μπροστά σε μία ζοφερή πραγματικότητα. Δεν γνωρίζουν κανέναν, δεν γνωρίζουν την γλώσσα για να πουν το παραμικρό και όμως ελπίζουν. Αυτό πάλι θυμίζει τον περίφημο πίνακα του Ζερικώ, Η σχεδία της μέδουσας όπου μετά το ναυάγιο του πλοίου ο ζωγράφος απεικονίζει μία ομάδα επιζώντων να προσπαθεί να σημάνει σήμα κινδύνου σε ένα μακρινό πλοίο στον ορίζοντα. Όπως στον πίνακα αυτόν έτσι και εδώ ο εικονογράφος αν και απεικονίζει μία σκοτεινή πραγματικότητα έχει εικόνες όπου διαφαίνεται μία κάποια ελπίδα, ένα κάποιο φως σωτηρίας. Και βέβαια δεν απέχει και πολύ από τα σκοτεινά χαρακτικά του Γκόγια και τους δικούς του εφιάλτες ή ακόμα και εκείνα του Ντύρερ που μέσα από το έργο του αναδεικνύει και τις δικές του αγωνίες.

Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα βιβλίο μόνο για μικρούς ή μόνο για μεγάλους, είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε όλους -δεν είναι ένα βιβλίο εύκολο, δεν έχει λόγια, έχει όμως ένα ισχυρό πλαίσιο εικόνων, εικόνες που τα λόγια μπροστά τους θα ήταν μάλλον φτωχά. Ο εικονογράφος μάς αιχμαλωτίζει και λέει πολλά περισσότερα με τις εικόνες του – αυτό το βιβλίο ανήκει στα λεγόμενα βιβλία ήσυχα ή χωρίς λόγια, silent books, έναν όρο που προσωπικά δεν τον γνώριζα – και θυμίζει εκείνα τα χειρόγραφα του μεσαίωνα όπου αφηγούνταν θρησκευτικές σκηνές δίχως λόγια. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένα πρόσωπο ζωντανό στα μάτια μας, μας μιλάει στην ψυχή και στην καρδιά και είναι αυτό το συγκινητικό και συγκλονιστικό πως μπορεί και μας αναστατώνει και μας ταρακουνάει μόνο με ένα βλέμμα και με μία κίνηση.

Ο Σον Ταν είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης, διεισδύει με τον δικό του μοναδικό τρόπο στην ψυχή μας και την θρέφει με συναισθήματα συμπάθειας, αλληλεγγύης και συμπόνιας σαν να ήταν κάποιος δικός μας άνθρωπος. Είναι ένας σπουδαίος δημιουργός και οι εικόνες του μας καταφέρνουν πλήγματα γιατί παρουσιάζει μία ωμή πλην αληθινή κατάσταση, μέσα από κάθε σελίδα μπορούμε και δίνουμε εμείς περιεχόμενο λεκτικό σε όλα αυτά που βλέπουμε. Με επιτυχία, έχει προσδώσει στην ιστορία τέτοιο παλμό, τέτοια αγωνία και έχει καταφέρει να μας κάνει συμμέτοχους στο δράμα του πρωταγωνιστή του που θα θέλαμε πολύ να του τείνουμε μία χείρα βοηθείας. Μας είναι πρόσωπο οικείο και ανυπομονούμε, αγωνιούμε να δούμε το ευτυχές του τέλος. Αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις Φουρφούρι για αυτήν την πρωτοβουλία και εύχομαι αυτό το βιβλίο να αφιχθεί σε κάθε σπίτι και κάθε οικογένεια.