“Πολύ λίγα πράγματα, με ρυθμό, δώσαν την ουσία της έκφρασης, όσο τα προσχέδια και τα προπλάσματα του Χαλεπά. Να η “Αδικία”, που τη φαντάστηκε με κορώνα στο κεφάλι, σα βασίλισσα, ο “Πόλεμος”, που ήρθε από τα ξένα με τα χοντρά κι αναίσθητα ποδάρια σε μπότες…” ήταν τα λόγια στο βιβλίο του Στρατή Δούκα αφιερωμένο στον “Βίο ενός αγίου”. Γιατί άγιος υπήρξε ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Βαν Γκογκ, όπως ο Μπετόβεν. Υπήρξε ένας άξιος και οικουμενικός τεχνίτης μα πάνω από όλα ένας ακούραστος δημιουργός που σμίλευε το μάρμαρο σαν τους Αρχαίους Φειδία και Πραξιτέλη. Όσα λόγια και αν ξοδέψει κάποιος για αυτόν τον μοναχό της τέχνης είναι λίγα και φτωχά. Ωστόσο, οι χαλεποί καιροί για τον Γιαννούλη Χαλεπά συνεχίζονται ως προς την αποκατάσταση και ανακαίνιση των χώρων στους οποίους έζησε και έδρασε αλλά και την προβολή του έργου του.
Ένας αγωνιστής της γλυπτικής τέχνης που αντέχει στον χρόνο
Πριν από χρόνια, επισκεπτόμενος την Τήνο και το ομώνυμο Μουσείο, είχα βαθιά απογοητευτεί από την εγκατάλειψη και την έλλειψη σεβασμού στο έργο του Χαλεπά. Ο χώρος όπου στεγάζονταν τα έργα ήταν τότε ταλαιπωρημένος από τον χρόνο και ο επισκέπτης μετά κόπων και βασάνων μπορούσε να αποσπάσει κάποιες πληροφορίες για τα εκθέματα. Ελπίζω η κατάσταση, εν τω μεταξύ, να έχει βελτιωθεί. Διερωτώμαι πάντως, όπως συνήθως πράττω, χωρίς καμία δόση κακίας, αλλά πάντα καλοπροαίρετα το εξής: Γιατί, οι αρμόδιοι φορείς, αυτοί οι γνωστοί άγνωστοι ανευθυνοϋπεύθυνοι, επιφυλάσσουν τέτοια συμπεριφορά απέναντι σε έναν γλύπτη ο οποίος για την Ελλάδα έπρεπε και πρέπει να αποτελεί σύμβολο για την ελληνική γλυπτική; Γιατί το παράδειγμα της Γαλλίας, χώρα η οποία φρόντισε με περισσή ευλάβεια το έργο του Rodin, να μην μας φωτίσει έστω και λίγο και να απονείμουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι;
Με χαρά ωστόσο διαπιστώνω πως χάρη στις εκδόσεις Καλέντης, όπως κάποτε χάρη στις πεφωτισμένες εκδόσεις Φιλιππότη, ξεπηδά και αναδύεται ένα εξαιρετικό βιβλίο αφιερωμένο στον κοσμοκαλόγερο καλλιτέχνη, αυτόν που χάρισε στο ελληνικό κοινό και όχι μόνο λίγη από την αγάπη για την τέχνη του με μεράκι, ζήλο και πάθος σπάνια για την εποχή μας. Το βιβλίο, γραμμένο με τόση τρυφερότητα από την Μαριάννα Κουμαριανού και φιλοτεχνημένο με υπέροχες εικόνες από τον εξαιρετικό Φίλιππο Φωτιάδη, φέρνουν το ελληνικό κοινό κοντά στην ιδιοφυία που ονομάζεται Γιαννούλης Χαλεπάς, μία μορφή της ελληνικής σκηνής μέχρι και σήμερα αξεπέραστη. Αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι σε αυτό που λαχταρούσε η ψυχή του, δόθηκε ολοκληρωτικά μέρα και νύχτα και δημιούργησε αριστουργήματα εφάμιλλα της δυτικής ευρωπαϊκής τέχνης που θαυμάζουμε στο εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο πως στο Μόναχο διέπρεψε και αν λόγω οικονομικών λόγων δεν επέστρεφε τα έργα του θα κοσμούσαν κάποια Πινακοθήκη του εξωτερικού πλάι σε μεγαθήρια της παγκόσμιας γλυπτικής όπως ο Κανόβα ή ο Μαγιόλ.
“Προσωποποίηση της πραότητας και καλοσύνης υπήρξε πράγματι ο μπάρμπα Γιαννούλης. Γι’ αυτό, και για ένα λόγο περισσότερο, απολάμβανε τη γενική εκτίμηση και τον απόλυτο σεβασμό όλων των κατοίκων του χωριού” διαβάζουμε σε ένα άλλο βιβλίο και πράγματι είναι έτσι. Πρόκειται για έναν φιλήσυχο άνθρωπο, έρμαιο της κακίας και της μικροπρέπειας της οικογένειάς του που ποτέ δεν κατάλαβε τον πυρετό της ανάγκης του για έκφραση, αυτήν την λαχτάρα για δημιουργία και την επιμονή του να δουλεύει το μάρμαρο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ταγμένος στο έργο του, όπως ο άλλος μας σπουδαίος και σύγχρονός του κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αναζήτησε επισταμένως τις απαντήσεις στα ερωτήματα της ανθρώπινης φύσης και θέλησε να τα αποτυπώσει με το καλέμι του.
Η Μαριάννα Κουμαριανού, σε ένα βιβλίο που αφορά τόσο σε μικρούς όσο και σε μεγάλους αναφέρει χαρακτηριστικά: “Όση ομορφιά υπήρχε γύρω του, τόσο χαλεπά ήταν τα χρόνια της ζωής του. Πώς να αντέξει. Η ίδια θάλασσα που τον έτρεφε και το μάρμαρο που του έδειχνε τον δρόμο ͘ το τραγούδισμα του μαντρακά ͘ τα ίδια υλικά τον ωθούσαν και τον πετούσαν πάλι πίσω στα βράχια”. Το έργο της γλυπτικής απαιτεί θυσίες, απαιτεί ώρες ατελείωτες, έχει απογοητεύσεις και ενθουσιασμούς και σε οδηγεί πολλές φορές σε τέλματα που δεν μπορείς να προβλέψεις. Ο ίδιος δεν ζήτησε παρά να τον αφήσουν να δουλεύει γλυπτά όπως τις προτομές του Σάτυρου, που κατέστρεφε και ξανάφτιαχνε γιατί ποτέ δεν έμενε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Αυστηρός κριτής του εαυτού του και συνομιλητής των έργων του έχτισε την δική του υστεροφημία μιας και άργησε να αναγνωριστεί από το ευρύ κοινό και να αποκτήσει την θέση που του ανήκε στην ιστορία του πολιτισμού. Και όμως, πιστός υπηρέτης της, δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ακόμα και όταν τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο για να απαλλαχθούν από την παρουσία του.
Είναι φρόνιμο λοιπόν στην χώρα που «γέννησε» πλήθος αριστουργημάτων γλυπτικής, τα οποία κοσμούν τα μουσεία μας και τα οποία θαυμάζουν γηγενείς και ξένοι επισκέπτες, να μην λησμονούνται ούτε οι κλασικοί, ούτε οι σύγχρονοι του Χαλεπά, ούτε και οι νεότεροι του, διότι εκτός του γεγονότος ότι είναι αδικαιολόγητο λάθος, μπορεί να αποβεί μοιραίο διότι κατά τα γνωστά λαός που παραμελεί την (καλλιτεχνική) κληρονομιά του δεν έχει και βάσεις για το μέλλον του. Ας έχουν γνώση οι φύλακες.
“Την πέτρα την μεταμορφώνουν σε μαρμαρυγή. Να της δίνουν ζωή και λάμψη μοναδική. Με μόνο εργαλείο τους τον μαντρακά και μόνη γνώση την αγάπη και την υπομονή”
“Δεν ήταν τα μάτια του που έβλεπαν και έδιναν την άρρητη ομορφιά μορφή. Ήταν η πίστη και το άγγιγμα που τον καθοδηγούσε. Ήταν και η αγάπη για τα παραμύθια και οι ιστορίες της γιαγιάς που ήθελε να γίνουν εικόνες ζωντανές αλλά και σταματημένες στον χρόνο”