Ocean Vuong, Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, Εκδόσεις Gutenberg

Γράφει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας του Περί χρόνου και ποταμού Τόμας Γουλφ σχετικά με το ζήτημα ‘συγγραφή’ που πάντα τον απασχολούσε όσο έγραφε τα αριστουργηματικά του βιβλία: “…είναι πεποίθησή μου πως όλα τα σοβαρά έργα τέχνης οφείλουν να είναι στη βάση τους αυτοβιογραφικά και πως ο άνθρωπος πρέπει να χρησιμοποιήσει υλικό και εμπειρία από τη δική του εάν πρόκειται να δημιουργήσει κάτι που θα έχει πραγματική αξία”. Όσα γράφει με τόσο γλαφυρό τρόπο ο Γουλφ βρίσκουν τον καθρέφτη τους σε όσα μας αφηγείται με τόση ωμότητα αλλά και αλήθεια ο Βουόνγκ σε αυτό το ιδιαίτερα λυρικό και ποιητικό βιβλίο μιας και την ίδια εποχή που κυκλοφορεί αυτό το βιβλίο, εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Gutenberg και πάλι και τα ποιήματά του με τίτλο Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου.

Ένα μοναδικό ταξίδι στην αυτογνωσία

Είναι εκπληκτικό το πόσο οικείο είναι το βιβλίο αυτό σε όποιον το διαβάζει, το πόσο ο αναγνώστης μπορεί και νιώθει τον συγγραφέα πίσω από τον αφηγητή που ξεδιπλώνει με τόση δεξιοτεχνία την ίδια του την ζωή και δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός στον τρόπο με τον οποίο έχει αποφασίσει να το κάνει. Ο Βουόνγκ είναι ουαιλντικός αν μου επιτρέπεται η έκφραση, διότι έχει ψυχή παιδιού και έχει και γραφή σκωπτική, ερωτική, καυστική αλλά και φλεγματική. Αφηγείται όλα τα γεγονότα της ζωής του με μία σαγηνευτική ακρίβεια και εμείς γινόμαστε άμεσα κοινωνοί και θεατές του έργου που παίζεται σαν ταινία μπροστά στα μάτια μας. Είναι οι αναμνήσεις του από την οικογένειά του, είναι ο Τρέβορ ο έρωτας, είναι οι αναμνήσεις του, είναι η σχέση του με την μητέρα του που καταλαμβάνει τον περισσότερο χώρο στην αφήγησή του.

Το κεντρί της γραφής είναι αιχμηρό, πάει βαθιά στο σώμα της μνήμης του και δεν βγαίνει γιατί θέλει να κάνει την δική του απολογία, να εξωτερικεύσει όλα αυτά που τον βασανίζουν. Μοιάζει χωρίς δόση υπερβολής με έναν παρατεταμένο σαιξπηρικό μονόλογο που σπαρταράει από ένταση, αγωνία, αμφιβολία, ερωτήματα και κάθε λογής σκέψεις που περιδίνουν το μυαλό του και την συνείδησή του. Εισχωρεί σε περίεργες ατραπούς και σε βασανιστικές εξομολογήσεις αλλά όλο αυτό μοιάζει για εκείνον λυτρωτικό και απελευθερωτικό σαν να ήταν αετός που τόσα χρόνια κυνηγούσε και τώρα μπορεί να πράξει κατά βούληση. Ο Βουόνγκ πραγματεύεται το ίδιο του το είναι εδώ και το υποβάλλει σαν πρόβατο έτοιμο να θυσιαστεί στο βωμό. Είναι μία πράξη ιερή τα όσα καταγράφει γιατί βλέπει το παρελθόν με άλλα μάτια και επιθυμεί να διαβλέψει το μέλλον έχοντας κάνει την κατάθεση ψυχής.

Μεγαλώνοντας σε έναν σκληρό κόσμο     

Απευθυνόμενος στη μητέρα του και με συναισθηματική φόρτιση ξετυλίγει το κουβάρι των όσων έχει μέσα του με χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: “Κάποιος μ’ έβλεπε – εμένα που σπάνια με έβλεπε ο οποιοσδήποτε. Εμένα, που είχα διδαχθεί από σένα, να παραμείνω αόρατος για να είμαι ασφαλής, εμένα που στο δημοτικό μου είπαν στο δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα να σταθώ στη γωνία για να με βρει δύο ώρες αργότερα, όταν όλοι είχαν πια φύγει, η κυρία Χάρτινγκ, η οποία καθώς έτρωγε μεσημεριανό στο γραφείο της σήκωσε τα μάτια από τα μακαρόνια στο πιάτο της κι έμεινε άφωνη. “Θεέ μου! Θεέ μου, σε ξέχασα, ξέχασα ότι ήσουν εκεί! Τι κάνεις ακόμη εκεί”. Τελικά, αποδεικνύεται ή μάλλον υπόθεση είναι πως ο συγγραφέας/αφηγητής νιώθει δυνατός να σπάσει τα δεσμά της σιωπής στην οποία είχε μείνει έγκλειστος τόσα χρόνια.

Ήταν ένας ξένος στην πόλη του, ήταν παράταιρος στην κοινωνία που μεγάλωσε, ήταν ένας διαφορετικός νεαρός και έφηβος από τους άλλους και αυτό πλήγωνε το μέσα του μέρα με τη μέρα. Χλευαζόταν για την καταγωγή του, το χρώμα του, το διαφορετικό σχήμα του προσώπου του και όμως άντεχε όλη αυτήν την καταπίεση, πονούσε και μαρτυρούσε μα δεν το φώναζε και υπόμενε σαν τον Χριστό τα δικά του προσωπικά πάθη, τα οποία εμείς ποτέ δεν θα καταλάβουμε γιατί δεν είμαστε εκείνος. Και όμως να που ο λόγος του γίνεται ξίφος και σπαθί γερό και περήφανο που κόβει τον πόνο που είχε συσσωρευτεί, τα όσα μας αφηγείται είναι φύσημα στα σύννεφα που είχαν μαζευτεί πάνω από την ζωή του και δεν τον άφηναν να εκφραστεί ελεύθερα.

Οπότε καταλήγουμε με κάποιον τρόπο πως το κείμενο αυτό είναι πολύ ισχυρό, είναι ένας δυναμίτης στα χέρια του αναγνώστη που μπορεί να αντλήσει στοιχεία για τον βίο του συγγραφέα και να τον γνωρίσει νοερά έστω και να νιώσει σε όλο το φάσμα τους τα όσα περιγράφει καθώς αυτά πηγάζουν κατευθείαν από την καρδιά και την ψυχή του, είναι ένας κόσμος τόσο τρυφερός αλλά και τόσο πραγματικά αδυσώπητος πολλές φορές που ένας συγγραφέας ανασαίνει και ανακουφίζεται μέσα από την γραφή τους. Είναι αυτό το υγρό πυρ της εξολόθρευσης των μυστικών και των φόβων που ο άνθρωπος δυσκολεύεται να διώξει μακριά. Ο Βουόνγκ και όμως ορθώνει λογοτεχνικό ανάστημα και αντιμετωπίζει όσα τον αιχμαλώτιζαν και μας παραδίδει ένα βιβλίο που καθηλώνει γιατί μιλάει για την ίδια τη ζωή και αυτό είναι ό,τι πολυτιμότερο.

“Θυμάμαι τα κέρματα να σκορπίζονται χάμω, στο πάτωμα, θυμάμαι που χώναμε τα δάχτυλά μας μέσα στα κρύα νομίσματα, εισπνέοντας τη χάλκινη υπόσχεσή τους. Θυμάμαι που πιστεύαμε ότι είμαστε πλούσιοι. Που η σκέψη ότι είμαστε πλούσιοι ήταν κάποιο είδος ευτυχίας. Θυμάμαι το τραπέζι. Που πρέπει να ήταν φτιαγμένοι από ξύλο”

“Τα περιττώματα, τα σκατά, τα απόβλητα είναι αυτά που δένουνε τους ζώντες, και, παρά ταύτα, είναι εσαεί παρόντα και διαρκή και στο θάνατο. Κι όταν τελικά το δαμάλι σφάζεται παραδίδοντας τα σωθικά του, επιτελείται συχνά η έσχατη πράξη του, με τα εντόσθια του να συγκλονίζονται από την αιφνίδια ταχύτητα του τέλους του”.