Alexis Ragougneau, Opus 77, Εκδόσεις Πλέθρον

Μουσική, αυτή η μοναδική έκφανση της έκφρασης, το αποτύπωμα του ανθρώπου στη γη, ο ήχος που χαρίζει η φύση και εμείς την εξελίσσουμε μέσω των μουσικών οργάνων, η μελωδία της μουσικής είναι ο τρόπος να εκφράσει ο άνθρωπος πλήθος συναισθημάτων, αγωνιών, ενδόμυχων σκέψεων, όλος αυτός ο κόσμος είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο που χρόνια τώρα καταφεύγει σε αυτό για να κατευνάσει πάθη και να μιλήσει για χαρές και λύπες. Ο Γάλλος συγγραφέας Ragougneau γράφει μία ιστορία ιδιαίτερα συγκινητική που θυμίζει κινηματογραφική ταινία καθώς το βιολί και ο βιολιστής είναι εδώ οι απόλυτοι πρωταγωνιστές, όπως πρωταγωνιστές είναι το πάθος, ο ζήλος, η αγωνία, η ανησυχία, οι στιγμές ταραχής πριν από την εμφάνιση μπροστά σε ένα πλήθος που είναι έτοιμο για όλα, είτε να σε αποθεώσει είτε και για να σε αποκαθηλώσει. Αυτός ο φόβος του κάθε δημιουργού είναι μοναδικός, είναι ένα συναίσθημα μοναδικό που μόνο εκείνος καταλαβαίνει και μόνο εκείνος μπορεί να διαχειριστεί.

Η λύτρωση μέσω της μουσικής, ένα θεραπευτικό μέσο

Ο ζωγράφος έχει ανάγκη να ζωγραφίσει, ο μουσικός να συνθέσει, ο ποιητής να γράψει, όλοι οι οργανοπαίκτες βρίσκονται αγκαλιά με το πάθος και την αγωνία να καταφέρουν να αποδώσουν στο μέγιστο δυνατό, να ανταπεξέλθουν με κάθε ικμάδα της δύναμής τους και να ευχαριστήσουν το κοινό, να αποσπάσουν το απόλυτο χειροκρότημα, να εξασφαλίσουν την μέγιστη δυνατή αναγνώριση που είναι και το ζητούμενο. Αυτά προσπαθούν να πετύχουν και τα δύο παιδιά, τα δύο αδέρφια ο Νταβίντ και η Αριάν με ορόσημο τον πατέρα τους, επίσης βιολιστή. Το μυθιστόρημα του Ραγκουνιώ αποκαλύπτει στοιχεία και για την ζωή του υπέροχου, πλην κυνηγημένου από το σταλινικό καθεστώς Σοστακόβιτς. Το έργο στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας μέσω των ηρώων του είναι το Opus 77, ένα έργο που πρωτοπαίχτηκε ύστερα από τον θάνατο του Στάλιν και την πολύ αργή επαναφορά σε μία κάποια απελευθέρωση.

Ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία και λογοτεχνική ευστροφία, μέσα από μία αφήγηση άλλοτε δραματική και άλλοτε αισιόδοξη, πλην όμως πάντα εμπνευσμένη μας εντάσσει ως αναγνώστες σε αυτόν τον μικρόκοσμο των μουσικών που πλανάται σαν φτερό στο άνεμο και μας μεταφέρει όλο αυτόν τον πυρετό της δημιουργίας. “Έρχεται πάντα μια στιγμή, την ώρα που παίζω, όπου το χάσμα ανοίγει απροειδοποίητα. Είμαι στο χείλος του γκρεμού, στα πόδια μου χάσκει η άραχλη νύχτα: έχω την εντύπωση ότι τα έχω ξεχάσει όλα, την επόμενη νότα, την επόμενη φράση, το αν είναι η σειρά μου να παίξω, το αν είναι η σειρά μου να σωπάσω, το αίμα μου πήζει, ένας τρομακτικός ίλιγγος με πιάνει. Βλέπω τον εαυτό μου ήδη να σταματά πάνω στην κίνηση, να τρίβει τις παλάμες μεταξύ τους, να γυρνά προς την ορχήστρα, προς τον μαέστρο, ή προς το κοινό, αν δεν δίνω ρεσιτάλ μόνη μου”.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από όσα αφηγείται η Αριάν Κλεσένς μέσα από μία σπαρακτική εξομολόγηση που καταδεικνύει το μέγεθος του άγχους και της προσδοκίας για το καλύτερο αποτέλεσμα, όλα είναι ρευστά, όλα μπορούν να χαθούν μέσα σε εκείνα τα λεπτά και όλα επίσης μπορούν να κερδηθούν. Οπότε το τίμημα όσο και το στοίχημα για την προσωπική επιτυχία είναι δυσθεώρητο, είναι ένα τίμημα που πληρώνει κανείς συνέχεια και δεν γνωρίζει αν θα ανταμειφθεί, τουλάχιστον έτσι όπως το έχει φανταστεί στο μυαλό του. Είναι ένα παιχνίδι και μία ακροβασία στο μετέωρο βήμα του πελαργού, εκείνη την ώρα ο βιολιστής είναι μόνος αγκαλιά με τον ιδρώτα του και είναι ένας σχοινοβάτης που με το παραμικρό λάθος μπορεί να κατακρημνιστεί στα άδυτα του Άδη.

Το φαινόμενο Σοστάκοβιτς και το πάθος για τελειότητα

Ο Σοστάκοβιτς είχε την τύχη και την ατυχία μαζί να εγγράψει την μουσική του παραγωγή σε μία περίοδο σκληρή και πολιτικά εχθρική για τον δημιουργό που το μόνο που τον εκπροσωπούσε και το μόνο μέσο που διέθετε για να εκφραστεί ήταν οι ίδιες του οι νότες. Μέσα σε ένα καθόλα εχθρικό κλίμα, ένα περιβάλλον μόνιμης καταπίεσης και υπό τον συνεχή έλεγχο του σταλινικού καθεστώτος και των επιγόνων του “Πατερούλη”, ο Σοστάκοβιτς έμελλε να γράψει τα κυριότερα έργα του. Έργα όπως η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, η οποία αναφέρεται εδώ από τον συγγραφέα, λογοκρίθηκαν και απορρίφθηκαν με μένος ως μη αποδεκτά γιατί προκαλούσαν με τον παράτολμο χαρακτήρα τους και την επαναστατική τους δράση ενώ δήθεν διέφθειραν σφόδρα την συνείδηση του λαού.

Προφανώς όλα αυτά αποτελούσαν μία πρώτης τάξη δικαιολογία εκ μέρους των μελών του Κομμουνιστικού κόμματος για εξοστρακισμό και περιθωριοποίηση καλλιτεχνών όπως ο Στραβίνσκι – ο οποίος έφυγε στην Αμερική – και ο Σοστάκοβιτς, γιατί στο βάθος του τούνελ κυοφορούνταν η παραδοχή και η πεποίθηση πως σε καμία περίπτωση ο μουσικός τους λόγος δεν συμβάδιζε με τις κατευθύνσεις και τα ακούσματα που οι ίδιοι επιθυμούσαν για τον λαό. Ο,τιδήποτε ερχόταν σε αντίθεση με τις κόκκινες γραμμές, το κόκκινο εδώ είναι κυριολεκτικό, τότε αυτό οδηγούνταν με συνοπτικές διαδικασίες στην πυρά της “Ιεράς εξέτασης” και άρα στον Καιάδα.

Ο Ραγκουνιώ εν κατακλείδι αποτίνει φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους δημιουργούς, συνθέτες, οργανοπαίκτες και μαέστρους που είναι ταγμένοι σε μία αποστολή ιερή, σε ένα καθήκον να παρουσιάσουν στον κόσμο τα έργα των μεγάλων μουσουργών όσο δυνατόν καλύτερα και αρτιότερα, να ζήσουν όμως και οι ίδιοι με τίμημα πολύ σκληρό το όνειρο της ζωής τους και αυτό το πάθος και η ακούραστη ενέργειά τους αποτυπώνεται κάθε φορά που ακουμπούν χορδές ή αγγίζουν πλήκτρα γιατί για αυτούς το μεγαλείο είναι η ηθική αναγνώριση πως πέρασαν τον κόσμο αυτό που οι ίδιοι τόσο ενδόμυχα αισθάνονται.

“Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που κατέφυγαν στη σιωπή πολύ λίγοι, ξέρεις, βρήκαν μια διέξοδο. Πάντα αυτή έβγαζε σ’ έναν κόσμο ζοφερό και τραγικό. Όλοι αποφεύγουμε κάτι. Ψάχνουμε τη διέξοδο. Νομίζουμε ότι αυτό είναι η ύπαρξη. Κάποιοι από εμάς, οι πιο δυνατοί, καταφέρνουν να προσποιηθούν ότι αυτή ήταν ένα τίποτα”

“Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή που επιτέλους σμίξαμε, ο αδελφός με την αδελφή του. Τα πλήκτρα κυλούν κάτω απ’ τα δάχτυλά μου. Τόσο κοντά μου, ακούω την ανάσα του που επιταχύνει. Μαζί ανεβαίνουμε τα ύψη, κάτω από τα μάτια μου οι νότες απελευθερώνονται από την παρτιτούρα. Το βιολί του Νταβίντ βογκά και στενάζει, φορτώνεται τις δυσαρμονίες του πριν να επιστρέψει σ’ εμένα στο πιάνο μου”.