Γκρέγκορ Φον Ρετσόρι, Αναμνήσεις ενός αντισημίτη, Εκδόσεις Δώμα

Ο Φον Ρετσόρι μεταφράζεται, χάρη στις εκδόσεις Δώμα, για πρώτη φορά στα ελληνικά και μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για ένα εκδοτικό γεγονός και αυτό το κατανοεί κανείς όταν τελειώσει και την τελευταία σελίδα αυτού του εκπληκτικού βιβλίου. Ο αφηγηματικός ρους των ιστοριών του Ρετσόρι που εκτυλίσσονται σε χρόνο παρελθόντα μας θυμίζουν έντονα τα όσα γράφτηκαν εκείνη την εποχή από συγγραφείς του μεγέθους ενός Τόμας Μαν, ενός Τσβάιχ ή ενός Ροτ και δεν υπάρχει καμία υπερβολή σε αυτό. Ο Ρετσόρι είναι ένας λογοτέχνης που εξυφαίνει ιστορίες με αριστουργηματικό τρόπο, ιστορίες που έρχονται από μία εποχή άγνωστη πια σε εμάς σήμερα αλλά μία εποχή που σημάδεψε τον 20ο αιώνα και την εξέλιξη των γεγονότων.

Ταξίδι στον χρόνο με το ραβδί του Ρετσόρι

Αν μπορούσε κάποιος να εικονογραφήσει την πρώτη ιστορία του Ρετσόρι που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια – αδιαμφισβήτητα διακρίνει κανείς πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία από εκείνη την εποχή – τότε σίγουρα θα χρησιμοποιούσε εκείνον τον επίσης αυτοβιογραφικό πίνακα του Μαρκ Σαγκάλ, ο οποίος έχει τίτλο “Στην Ρωσία, στους γάιδαρους και στους άλλους”. Πρόκειται για έναν πίνακα με ονειρώδη χαρακτηριστικά που αναφέρεται και παραπέμπει στα παιδικά χρόνια του ζωγράφου. Ο Ρετσόρι μοιράζεται μαζί μας μια ολόκληρη εποχή του μεσοπολέμου και ο μικρός πρωταγωνιστής της ιστορίας Σκούτσνο μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου το εβραϊκό στοιχείο λογίζεται ως κάτι υπεράνω, μια κατηγορία ανθρώπων με τους οποίους κανείς δεν μοιάζει.

Ο Ρετσόρι εδώ σαφώς και υπερβάλλει και προσφέρει εκούσια μία εικόνα παραποιημένη για να καταδείξει όμως τη διαμόρφωση των στερεοτύπων και τη δημιουργία μίσους που οδήγησε στα γνωστά σε όλους γεγονότα με την άνοδο του ναζισμού. Ο συγγραφέας ηθογραφεί την εποχή του σαν τον Μπρύγκελ στην πρώιμη Αναγέννηση και ο αναγνώστης φαντάζεται όλο αυτό το σκηνικό σαν σε ταινία να παίζεται μπροστά του. Ο λόγος του είναι πολλές φορές λυρικός και ποιητικός, ειδικά όταν περιγράφει την πάλαι ποτέ αυτοκρατορία των Αψβούργων όπου μεγάλωσε. “Το στερέωμα φάνταζε τόσο απέραντο όσο κι η αχανής μάζα της ξηράς, που πάνω στη βαθιά σκοτεινιά της έκαναν αισθητή την ύπαρξή τους εκείνα τα εμβλήματα της ανθρώπινης παρουσίας, με μια γενναιότητα που μπορούσες να την πεις σχεδόν παράλογη”.

Είναι πραγματικά σαγηνευτικό το πώς ο Ρετσόρι καταφέρνει να μετατρέψει την δεύτερη ιστορία σε συνέχεια της πρώτης ενώ στην πραγματικότητα δεν τις συνδέει κάτι, τουλάχιστον όχι τόσο προφανές. Και όμως ο ήρωας της Νιότης μοιάζει στην συμπεριφορά με το παιδάκι που έκανε σκανταλιές στο Σκούτσνο. Ο Ρετσόρι με τα δεξιοτεχνικά του λογοπαίγνια, τις παρομοιώσεις του, την αστείρευτη ευρυμάθειά του και τον αφηγηματικό και εκφραστικό του πλούτο μετατρέπει τον αναγνώστη σε αιχμάλωτο ευτυχίας που λαχταρά η ιστορία που του αφηγείται να μην τελειώσει ποτέ. Το εβραϊκό στοιχείο πλέον έχει αλλάξει όψη εδώ αφού και το ίδιο το περιβάλλον δράσης μας βρίσκει στο Βουκουρέστι της δεκαετίας του ’30. Ο Ρετσόρι ζωγραφίζει τον δικό του πίνακα που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της πολύβουης πόλης, όλες τις γωνιές, τόσο αυτές της αριστοκρατίας του γιου Γκαραμπετιάν όσο και της φτωχικής πλην τίμιας ταβέρνας όπου συχνάζει ο πατέρας Γκαραμπετιάν, επιστήθιος φίλος του πρωταγωνιστή.

Ο λογοτεχνικός κόσμος του Ρετσόρι αναπαυτικός σαν πολυθρόνα

Στην επόμενη ιστορία “Πανσιόν Λεβίνγκερ”, ο Ρετσόρι σαν τον Σοπέν της γραφής συνεχίζει το μοναδικό του ρεσιτάλ ερμηνείας. Λίγο πριν ξεσπάσει ο ολέθριος Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, ο Ρετσόρι συλλέγει εικόνες και περιγράφει πρόσωπα σαν κάποιος που γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να ξανασυναντήσει, σαν όλα αυτά που συμβαίνουν να είναι μια πινελιά που σε λίγο θα χαθεί για πάντα. Στον πίνακα του Ρετσόρι πρωταγωνιστούν όλες εκείνες οι μορφές που κοσμούσαν το Βουκουρέστι της εποχής, κάθε λογής φυλές και κατηγορίες ανθρώπων συγκεντρώνονται αλά Ρετσόρι μέσα στην πολυπολιτισμική Πανσιόν που βράζει από ζωή και συναθροίσεις. Η δεσποινίς Αλβάρο που εδώ εκπροσωπεί το εβραϊκό στοιχείο αποτελεί για ακόμα μια φορά έναν άκομψο ρόλο και μια παράταιρη παρουσία, στα χέρια όμως του συγγραφέα γίνεται το σημείο αναφοράς.

Ο Ρετσόρι αρέσκεται να μας προσφέρει σε πλήρη ανάλυση και εστίαση με τον κινηματογραφικό του φακό μία αλλόκοτη αρμονική συνύπαρξη παρ’ όλες τις φυλετικές διακρίσεις, μία συνύπαρξη όμως που σε λίγο καιρό θα γίνουν αφορμή να ξεσπάσουν συγκρούσεις, είναι σαν ο συγγραφέας να επιθυμεί να συγκρατήσει τα όμορφα νερά λίγο πριν ξεχυθούν και χαθεί μια για πάντα ο φαινομενικά ήρεμος χρωματικά καμβάς της μέχρι τώρα συμβίωσης.

Στην τελευταία ιστορία με τίτλο Πράβντα – που σημαίνει αλήθεια – ο Ρετσόρι επιστρατεύει όλη τη φιλοσοφία περί ζωής και την αντίληψή του για τον κόσμο που έφυγε και για τον κόσμο που έρχεται, ζητήματα που έχει ήδη πραγματευτεί στις προηγούμενες ιστορίες επανέρχονται εδώ με μία πιο στοχαστική διάθεση. Στην τελευταία ιστορία, ο συγγραφέας/αφηγητής/ανώνυμος ήρωας ουσιαστικά στοχάζεται πάνω στα ερείπια των σκέψεών του την ώρα που γράφει, σε αυτό το κομβικό σημείο ανασυντάσσει τον στρατό των συλλογισμών του για να απαντήσει σε καίρια και ενδότερα ερωτήματα που τον απασχολούν. Ο Ρετσόρι αυτοβιογραφείται στην Πράβντα, αυτοαναλύεται και εξομολογείται ενώ αφηγείται. Η ιστορία κλείνει με τον ιδανικότερο τρόπο το λογοτεχνικό σύμπαν που εκείνος άνοιξε στην πρώτη ιστορία.

Ο κόσμος του Ρετσόρι παραμένει εκφραστικά εκθαμβωτικός, συνεπαίρνει τον αναγνώστη με τον ιδιαίτερο ιμπρεσιονιστικό τρόπο γραφής του και βέβαια χάρη στην εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου μας επιτρέπεται να τον απολαύσουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά. Σαφώς και περιμένουμε με ανυπομονησία από τις εκδόσεις Δώμα τα υπόλοιπα βιβλία που αναμένονται να κυκλοφορήσουν προσεχώς.

“Ένα παλιό ρητό λέει πως, όταν αλλάζει η ζωή σου, αλλάζουν και οι ιδέες σου. Αυτό δεν ισχύει απαραιτήτως. Μπορεί κάλλιστα να έχεις αλλάξει τη ζωή σου και απλώς να έχεις στείλει τις ιδέες σου, ούτως ειπείν, για διακοπές. Η δική μου ζωή άλλαξε εντελώς και, μολονότι συνέχιζα ακάθεκτος να αντιπαθώ τους Εβραίους, τώρα ζούσα ανάμεσά τους – αφού Εβραίοι ήταν οι περισσότεροι φίλοι της Μίνκα – και δεν έπαψα ποτέ έκτοτε”. Από την ιστορία Όρκοι

“Στην πραγματικότητα, πιο πολύ απ’ όλα έβαζε φωτιά στη φαντασία μου. Στο πρόσωπό της διάβαζα όντως παραμύθια. Όλα όσα μπορούσα να διαβάσω στη σκοτεινή αυστηρότητα της κουκουβαγίσιας όψης της ή στη χρυσαφένια λάμψη της τρυφερότητας ή της υποταγής της στον πόθο, όλα ανάγονταν σε κάτι μυθολογικό {…}” Από την ιστορία Νιότη