Ulrich Alexander Boschwitz, Ο ταξιδιώτης, Εκδόσεις Κλειδάριθμος

Γραμμένο το 1938 και ξεχασμένο για χρόνια μέχρι που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος και ένας φόρος τιμής σε όσους άδικα κυνηγήθηκαν και εκδιώχθηκαν σε μία εποχή, αυτή του μεσοπολέμου, όπου πρόσωπα και συνειδήσεις, αξιοπρέπεια και ταυτότητες σβήστηκαν από τον χάρτη. Είναι πραγματικά ευχής έργον να αναδύονται στην επιφάνεια βιβλία όπως αυτό, ένα βιβλίο που περιγράφει δια του συγγραφέα του – θύμα και ο ίδιος – την ωμότητα και τη σκληρότητα των στιγμών σε μια Γερμανία όμηρο των δραματικών πολιτικών εξελίξεων, σε μια Γερμανία αιχμάλωτη ενός τερατώδους και επαίσχυντου ναζιστικού μορφώματος. Το βιβλίο συγκλονίζει ως προς την τραγική μοίρα του πρωταγωνιστή και μας μεταφέρει νοερά αλλά με ένταση την αγωνιώδη προσπάθειά του να μείνει αξιοπρεπής, ελεύθερος και κύριος της ζωής του.

Στα άδυτα της ψυχής ενός κυνηγημένου

Ο Ότο Ζίλμπερμαν είναι η προσωποποίηση του ανθρώπου της εποχής, ένας κυνηγημένος και ένας κατατρεγμένος από την ιστορία άνθρωπος, ένας ήρωας του καιρού του που πασχίζει να παλέψει για την επιβίωσή του. Ο άνθρωπος αυτός, αφού έχει χάσει την περιουσία του μετά από ταξιδιωτικές περιπλανήσεις για να ξεφύγει από τον κίνδυνο της σύλληψής του, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με το στοίχημα της μη απώλειας του μυαλού του, η οποία θα αποτελούσε ταφόπλακα για τη ζωή του. Οι στιγμές είναι κρίσιμες και εκείνος πλέον, εκτός από το Τρίτο Ράιχ που επιθυμεί να τον εξολοθρεύσει βλέποντας στο πρόσωπο του όπως και στο πρόσωπο κάθε Εβραίου έναν εχθρό του έθνους, αναμετριέται και με τις ίδιες του τις αντοχές να μην υποκύψει στις απειλές τους και να ζήσει μακριά από όλα αυτά. Κινεί γη και ουρανό για να μην πιαστεί στα δίχτυα του καθεστώτος και αντιστέκεται με όποιες δυνάμεις του έχουν απομείνει στη φαρέτρα της υπομονής του.

“Ο Ούλριχ Μπόσβιτς γράφει, καθώς φαίνεται, για να ξεφύγει από την ασφυκτική, ισοπεδωτική αδυναμία και να αφήσει μια λογοτεχνική μαρτυρία για τα εγκλήματα που γίνονται στη Γερμανία και στην Αυστρία, τα οποία η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί με τρομακτική αδιαφορία ή και απάθεια” γράφει στο επίμετρο του βιβλίου ο Πέτερ Γκραφ, ο άνθρωπος που ανέλαβε με την σύμφωνη γνώμη της οικογένειας του συγγραφέα το μεγάλο εγχείρημα της έκδοσης καθώς και της επιμέλειας του βιβλίου. Ο ίδιος ο συγγραφέας είναι δέσμιος αυτής της κατάστασης και το βιβλίο αυτό είναι η προσπάθειά του να διασκεδάσει τα φαντάσματα του νου του που τον καταδιώκουν, να καταγράψει στο χαρτί όλες του τις ανησυχίες και να εξωτερικεύσει την αγωνία που τον καίει μέσα του μήπως και έτσι σβήσει την οργή που τον έχει κατακλύσει.

Μια κρίσιμη εποχή της κόλασης

Στην περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι δηλαδή και το ξέσπασμα του ακόμα πιο καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πέθαναν περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους κατά τον Μεγάλο πόλεμο. Εκδιώξεις, μίση, πολιτικές εξοντώσεις, πείνα, φτώχεια και αβεβαιότητα οικονομική, πολιτική και κοινωνική επικράτησαν σε όλη τη Γηραιά ήπειρο και όχι μόνο, με εκατομμύρια θύματα. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η αστάθεια και η ευθραυστότητα της συμφωνίας των Βερσαλλιών με την ταπείνωση των ηττημένων Γερμανών συνέδραμαν δίχως άλλο στην ανέλιξη ακροδεξιών δυνάμεων και με αυτόν τον τρόπο τροφοδότησαν τον σπόρο της ανόδου του ναζιστικού μορφώματος που βύθισε τις περισσότερες χώρες στην απόλυτη ανελευθερία και εξαθλίωση. Ο κόσμος άλλαζε προς το χειρότερο και οι ολέθριες εξελίξεις ήταν προ των πυλών.

Σε αυτή τη συγκυρία, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικότερα, ειδικότερα οι εβραϊκής καταγωγής, βίωσαν από πρώτο χέρι κάθε είδους διωγμούς και πολλοί από αυτούς υπέστησαν εξευτελισμό, εξορία και θάνατο. Ο αναγνώστης βρίσκει σε αυτή την εξιστόρηση του Μπούσβτις την αγωνία της επιβίωσης σε μια εποχή επισφαλή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο ήρωας του βιβλίου είναι μία φωνή αντίστασης στην ανηθικότητα και τον ξεπεσμό που σαν χείμαρρος έχει κατακλύσει κάθε έννοια αξιοσύνης. Ο Ότο Ζίλμπερμαν, αυτός ο ακέραιος και έντιμος άνθρωπος, περιπλανιέται σαν άδικη κατάρα σε μία κοινωνία διαλυμένη και απεγνωσμένη, μια κοινωνία που πιστεύει με κάθε τρόπο στην ψευδεπίγραφη πολιτική αναγέννηση, την οποία εκπροσωπεί το ναζιστικό ιδεώδες που πείθει όλο και περισσότερους Γερμανούς να το ασπαστούν. Ο ίδιος μοιάζει ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας, ως η μόνη φωνή λογικής μέσα σε μία θάλασσα παραλογισμού.

Ο Μπούσβιτς, με δεξιοτεχνία περιγράφει όλα όσα δραματικά θα διαδραματιστούν τα χρόνια που ακολουθούν με την επικράτηση του Χίτλερ, είναι ένας προφήτης του καιρού του. Με δραματικό τόνο βάζει στο στόμα του πρωταγωνιστή του τα παρακάτω λόγια: “Πολλά μπορεί να μου προσάψει κανείς, μικροπράγματα τα περισσότερα, αλλά αν τα βάλεις όλα μαζί φτιάχνουν έναν Εβραίο. Γιατί δεν έχω πια το δικαίωμα να είμαι κανονικός άνθρωπος. Από μένα περιμένουν περισσότερα απ’ όσα θα ήταν αρκετά για έναν συνηθισμένο άνθρωπο”. “Φιλοτεχνώντας” την προσωπογραφία αυτού του ανθρώπου που είναι ο άλλος του εαυτός, ο καθρέφτης του μέσα από τον οποίο επιχειρεί να μιλήσει για το δράμα μιας ζωής χωρίς ζωή, ο Μπούσβιτς μένει στην ιστορία ως μια γενναία φωνή, ένας μάρτυρας της ιστορίας όμοιος με αυτούς που ζωγράφιζαν οι ζωγράφοι της Αναγέννησης, ένας Άγιος Σεβαστιανός ίσως, μία μορφή που δείχνει στον άνθρωπο το κακό και το καλό που μπορεί να κάνει.

“Έτσι θα συνεχίσω, λοιπόν, για πάντα; Ταξιδεύοντας, περιμένοντας, φεύγοντας; Γιατί δεν γίνεται τίποτα; Γιατί δεν με σταματούν; Γιατί δεν με συλλαμβάνουν; Γιατί δεν με δέρνουν; Σε σπρώχνουν ως τα έσχατα όρια της απόγνωσης κι εκεί σε παρατάνε”.

“Πώς μπορεί να βάλει τέρμα στη ζωή του όταν κρατάει έναν χαρτοφύλακα γεμάτο ζωή; Όχι, δεν θα παραδοθώ σ’ αυτή την εσωτερική αδυναμία! Ποτέ ξανά!”