Ντένις Τζόνσον, Η γενναιοδωρία της γοργόνας, Εκδόσεις Αντίποδες

Πρόσωπα μελαγχολικά και υπό διάλυση ψυχολογική, ήρωες με εσωτερικές ρωγμές και καταρρακωμένο ηθικό που δύσκολα διορθώνεται, αυτές είναι οι φιγούρες που μας παρουσιάζει ο Ντένις Τζόνσον στα διηγήματά του που είναι απόδειξη ζωής και θανάτου, μία συνεχής ακροβασία ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, έτσι όπως ο ίδιος διαχειρίζεται το παρόν και το μέλλον των εύθραυστων πρωταγωνιστών του. Ο Τζόνσον, όπως και στο μεγαλειώδες “Δέντρο από καπνό”, εφορμά και διεισδύει στο βάθος του ανθρώπινου πόνου και της άστατης ψυχολογικής κατάστασης και καταθέτει τις δικές του προσωπογραφίες ανθρώπων που μοιάζουν με κούκλες έτοιμες ανά πάσα στιγμή να σπάσουν και να κομματιαστούν. “Μεταμελείσαι για πράγματα που έχεις κάνει και μετανιώνεις για τις ευκαιρίες που άφησες να σου ξεφύγουν”.

Στα όρια της ανθρώπινης φύσης

Ο Τζόνσον, μέσα από την αφηγηματική του δεινότητα, μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα δραματική όμοια με αυτήν που ο σπουδαίος συγγραφέας Τζον Τσίβερ παρουσίαζε στις δικές του ιστορίες. Αγωνία και ανησυχία, εσωτερικές διαμάχες και μάχες για την επιβίωση μέσα από σπαρακτικές κραυγές ανθρώπων που βρίσκονται ένα βήμα πριν την αυτοκαταστροφή τους. Ο Τζόνσον παρουσιάζει μία σκληρή αλλά πραγματική Αμερική, ένα περιβάλλον ανθρώπινων ιστοριών που κλονίζουν και συγκλονίζουν τον αναγνώστη. Σε όλες τις ιστορίες διαβάζουμε για σώματα ξένα, αδύνατα μυαλά και αποστεωμένες μορφές που αναζητούν μια κάποια λύση, ένα κάποιο διέξοδο. Διαβάζουμε για αποδυναμωμένες προσωπικότητες που απογυμνώθηκαν από την ισχύ τους για να είναι ευάλωτες στην χειραγώγηση.

Θλιβερή πραγματικότητα η ουτοπία και το μάταιο του αμερικανικού ονείρου που ποτέ δεν υπήρξε και χάθηκε στις θάλασσες της ανάμνησης και του κρυφού πόθου. “Ο μόνος ζωγράφος που θαυμάζω είναι ο Θεός. Είναι η μεγαλύτερη επιρροή μου” θα μας πει ο Τόνι σχετικά με την τέχνη του. Μα “τέχνη είναι ο άνθρωπος και ο άνθρωπος είναι τέχνη!”. Στο διήγημα “Αστροφεγγιά στο Αϊντάχο” θα συναντήσουμε έναν αλκοολικό, δέσμιο της εξάρτησής του, έναν άνθρωπο που θα συναντούσαμε και στο δρόμο, έναν αγωνιστή που πασχίζει να απεξαρτηθεί και να απεμπλακεί από αυτό που του καταστρέφει τα σωθικά και τον καταδικάζει σε μόνιμη παράλυση πνεύματος και σώματος.

Είναι μια ιστορία όμορφα σκληρή, ένας αφηγηματικός πυρετός από έναν μοναχικό καβαλάρη ονείρων που δεν ήρθαν και αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο Θεός έχει αράξει κι έχει ανοίξει μια μπιρίτσα και παίρνει έναν υπνάκο όσο εγώ κάθομαι εδώ πέρα και καίγομαι και τσουρουφλίζομαι πάνω στα κάρβουνα”. Οι άνθρωποι του Τζόνσον είναι δεμένοι στο άρμα της ανικανότητάς τους να χαράξουν οι ίδιοι το μονοπάτι πάνω στο οποίο θα βαδίσουν, θυμίζουν φαντάσματα και σκιές του ίδιου τους του εαυτού, μικροί και αδύναμοι πρίγκιπες έξω από τα νερά τους. “Εμείς οι αλκοολικοί δεν είμαστε παρά ένα κουβάρι ψέματα όπως είναι από μέσα τα μπαλάκια του γκολφ”. Σχεδόν τσεχοφικός ο ήρωας του Τζόνσον, αναγνωρίζει την ήττα του και την παρακμή του αλλά δεν τα παρατά και κάπου αναζητά το τούνελ με το φως που θα τον βγάλει στο σωστό δρόμο.

“Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”

Το ίδιο συμβαίνει και στην ιστορία με τίτλο “Μπομπ ο στραγγαλιστής”, όπου ο Τζόνσον απεικονίζει μοναχικές μορφές και ανθρώπους παγωμένους σε ένα τώρα που δεν έχει παρόν και απελπισμένα περιμένει το αργότερα, εκεί έχουν εναποθέσει τις όποιες τους ελπίδες στοιχειωμένοι σε έναν χρόνο σταματημένο. Είναι άνθρωποι περιθωριοποιημένοι, όχι γιατί το ζήτησαν αλλά γιατί έτσι τους τα έφερε η ζωή. “Νιώθω ότι το σύμπαν κάθε ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα πάρα πολύ μικρό, σχεδόν όσο μια μικρή φυλακή, μια σειρά από κελιά στα οποία συναντά τους ίδιους συγκρατούμενους ξανά και ξανά”. Η πραγματικότητα που τους περιμένει είναι ίδια και απαράλλαχτη βουτηγμένοι όπως είναι σε μια λάσπη στην οποία όλο και περισσότερο βυθίζονται.

Ο Τζόνσον παρουσιάζει μία κατάσταση τραγικότητας και απελπισίας, έναν κόσμο όμοιο με αυτόν που ο Τσίβερ περιέγραφε: “Οι νεκροί έχουν τουλάχιστον στη διάθεσή τους ένα πανόραμα από αναμνήσεις και τύψεις, ενώ εκείνος, ο έγκλειστος, έβλεπε τις αναμνήσεις του από τον λαμπερό έξω κόσμο τσακισμένες, κατακερματισμένες και εξαρτημένες από τυχαίες μυρωδιές – γρασίδι, δέρμα παπουτσιού, η οσμή του νερού από τις σωληνώσεις των ντους. Οι δικές του αναμνήσεις ήταν επισκιασμένες, θολωμένες”. Γιατί πράγματι οι ήρωες του Τζόνσον, αν και ζωντανοί μοιάζουν ένα βήμα πριν από το θάνατο, οι σκέψεις τους μαύρες και σκοτεινές, άνθρωποι που αναζητούν έναν χαμένο χρόνο που δεν είχαν τη δυνατότητα να διαχειριστούν σωστά και τώρα πηγαίνουν σχεδόν στα τυφλά.

Ο πόνος και τα βάσανα γεννάνε μικρά θαύματα και η γέννηση τέτοιων βιβλίων δείχνει πως η λογοτεχνία μόνο βγαλμένη από τη ζωή μπορεί να είναι. Γιατί μην ξεχνάμε πως όσα περιγράφονται εδώ ενέχουν και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία από το χρονοντούλαπο του ίδιου του συγγραφέα που πάλεψε και ο ίδιος με τον εθισμό και τα ναρκωτικά και βρήκε εκεί ένα κάποιο καταφύγιο και μία διέξοδο στις σκοτούρες και στις συννεφιές που είχαν σκοτεινιάσει την ζωή τους. Παρόλα αυτά διαφαίνεται μέσα στον πυρετό της ασυδοσίας και της καταχνιάς μία ακτίνα φωτός και μία ελπίδα όταν ο πρωταγωνιστής βρίσκει φιλίες δυνατές που αντέχουν στις επάλξεις όπως αυτή που βρίσκει στο τελευταίο διήγημα ο πρωταγωνιστής στο πρόσωπο του Κεβ. Το μήνυμα τελικά είναι πως ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό, για να θυμηθούμε τα λόγια του γερμανού φιλόσοφου.

“…αναρωτιόταν αν η συνείδηση συνεχίζεται, με κάποιον τρόπο, αφού σταματήσει η καρδιά”.

“Πολλές φορές πούλησα το αίμα μου για να αγοράσω κρασί. Αλλά επειδή είχα χρησιμοποιήσει τις ίδιες βελόνες με διάφορους εξαθλιωμένους, το αίμα μου ήταν μολυσμένο. Ούτε ξέρω πόσοι άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας μου. Όταν κι εγώ πεθάνω, ο ΜπιΝτι και ο Ντάνταν, οι άγγελοι του Κυρίου που εγώ περιγελούσα, θα έρθουν να μετρήσουν τα θύματά μου και να μου πουν πόσους σκότωσα με το αίμα μου”.