Gerard de Nerval, Αυρηλία, Εκδόσεις Άγρα

Μέσα σε έναν απέραντο κόσμο υπομονής και επιμονής για να κερδίσει το στοίχημα της αγάπης και του έρωτα και μία συνεχόμενη μάχη για να διατηρήσει ο ίδιος τις ελπίδες του για ζωή κινείται ο ντε Νερβάλ, αυτό είναι εν μέρει το δίπτυχο που ακολουθεί την αφήγηση του κλονισμένου συγγραφέα. Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ στην Αυρηλία του, δηλαδή την αγαπημένη του Τζέννυ Κολόν που έχασε από κοντά του τόσο γρήγορα λόγω του θανάτου της, εκφράζει ανοιχτά και με ύφος παραληρηματικό έναν ανεκπλήρωτο έρωτα όπως θα έκανε αργότερα ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Πρόκειται για μια δραματική αφήγηση από μέρους του, αυτός που λίγο αργότερα θα οδηγούνταν στον απαγχονισμό βασανισμένος από τις σκέψεις του και τα αδιέξοδα της ταραγμένης φύσης του. Πρόκειται για ένα έργο που γράφει ενώ βρισκόταν ήδη στα πρώτα στάδια νευρικής κρίσης, ένα έργο που χαρακτηρίζεται από εντάσεις, μελαγχολική διάσταση και έντονες συναισθηματικές εξάρσεις.

Η αέναη αγάπη ενός καταραμένου

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

“Κυρία, μη φοβάστε να με δείτε! Το γνωρίζετε, είμαι δειλός ενώπιόν σας, έχετε κάθε εξουσία πάνω μου, και το ίδιο το πάθος μου δεν τολμά μπροστά σας να εκφραστεί παρά με τρόπο αδύναμο. Σας έχω αφηγηθεί τις αγωνίες μου με το χαμόγελο στα χείλη, από φόβο μήπως σας τρομάξω, σας έχω πει με ηρεμία πράγματα που δεν σας έκαναν ν’ ανατριχιάσετε και που για μένα είχαν τόσο μεγάλη σημασία ώστε είχα την εντύπωση ότι μιλώντας σας γι’ αυτά ξερίζωνα τις ίνες της καρδιάς μου. Ήταν σαν, τρόπον τινά, να ανέλυα και να έκρινα τις πιο αγαπημένες συγκινήσεις μου, ήταν σα να μιλούσα για έναν άλλον και να έλεγα: “Κοιτάξτε αυτόν τον δυστυχισμένο, κοιτάξτε αυτόν τον ονειροπόλο, που σας αγαπά τόσο τρελά!”

Με επικλήσεις σε γυναίκες μυθικές ή πραγματικές όπως στην Ίσιδα, την παλλάδα Αθηνά, την Αφροδίτη και σε θεότητες μυθολογικές των βορείων χωρών ή ακόμα και την Παρθένο Μαρία, τιμά ουσιαστικά την αιώνια γυναίκα, το πρόσωπο της Μητέρας και φύσης, αυτή που φέρνει ζωή στον κόσμο και σπέρνει φως στους ανθρώπους. Ο ντε Νερβάλ γράφει αυτό το βιβλίο ενώ έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση της πτώσης του σε έναν κόσμο παραληρήματος και αγωνίας για το μέλλον του. Βρίσκεται σε εσωτερική σύγχυση, σε εκτεταμένη ψυχική ανισορροπία ύστερα και από την απώλεια της Τζέννυ Κολόν, την οποία ποτέ δεν κατάφερε να ερωτευτεί όπως ο ίδιος ήθελε γιατί πολύ απλά ποτέ εκείνη δεν του ανταπέδωσε τον έρωτά του. Υμνεί στο πρόσωπο της Αυρηλίας κάθε θηλυκή παρουσία, κάθε γυναίκα που θεωρεί σημαντική. Στην αγαπημένη του απευθύνεται με ύφος απόγνωσης και απελπισίας στο τέλος του βιβλίου μέσω αλληλογραφίας, στην οποία ο αναγνώστης κατανοεί έναν άνθρωπο σε συναισθηματικό πανικό.

Αυτό που του συμβαίνει είναι ένα είδος ενόρασης μέσα στην σχιζοφρενή κατάσταση με την οποία έχει διαγνωστεί και ενώ έχει αρχίσει από το 1841 που είχε την πρώτη κρίση να βρίσκεται υπό το καθεστώς φροντίδας και προσοχής σε διάφορες κλινικές και ψυχιατρεία. Δυστυχώς, η κατάσταση του όμως επιδεινώνεται όλο και περισσότερο και μάλιστα ραγδαία με αποτέλεσμα να αφηγείται αλλοπρόσαλλες στιγμές, παράδοξα συμβάντα. Μια εικόνα παραίσθησης και εμμονής τον διακατέχει και μία πνευματική κατάσταση που πολλές φορές δημιουργεί σκοτεινές αλέες τον οδηγούν σε σκέψεις περί θανάτου και αυτοκτονίας. Στους χώρους όπου θα μείνει έγκλειστος και θα βγαίνει μόνο για κάποιους περιπάτους φαντάζεται διάφορες συγκυρίες, είναι αιχμάλωτος και φυλακισμένος στην ίδια του την ταραγμένη φύση και ταξιδεύει με τον νου του σε μεταφυσικά πεδία χωρίς επιστροφή ενώ βέβαια έχει κλειστεί στον εαυτό του. Βέβαια, τη στιγμή που γράφει αυτό το βιβλίο έχει τη δυνατότητα να το συνεχίσει γιατί βρίσκεται υπό το κράτος μερικής σχιζοφρένειας που του επιτρέπει με κάποιο τρόπο να συλλογίζεται, να συντονίζει κάποιους συνειρμούς και να συντάσσει προτάσεις.

Ένας ήρωας σε βαθμιαία ψυχική αποσύνθεση

“…Τα όνειρα στην Αυρηλία είναι πολύ συγγενικά με την νοσηρή παραίσθηση και συγχρόνως πολύ διαφορετικά απ’ αυτήν, ολοκληρωτικά αναδημιουργημένα από την βούληση της οποίας δεν δύναται πλέον να κάνει χρήση ο αληθινός σχιζοφρενής” αναφέρει στην εισαγωγή του βιβλίου η Beatrice Didier. Η αφήγηση του πρωταγωνιστή/συγγραφέα είναι γεμάτη από ονειρικές καταθέσεις, όνειρα πλασμένα από έναν άνθρωπο η ζωή του οποίου κρέμεται από τις λέξεις και τα λόγια που ξεστομίζει καθώς ό,τι καταγράφει είναι γεμάτα αγωνία, ανησυχία και έναν υποδόριο φόβο για το αύριο. Η Αυρηλία είναι πια παρελθόν και η φυγή στο μεταφυσικό και στο υποσυνείδητο, σε παράλληλα σύμπαντα και παράλληλους κόσμους είναι μια κάποια λύση και διέξοδος στο αδιέξοδο που διαφαίνεται στον ορίζοντα της εσωτερικής διαταραχής του ήρωα. Ο ντε Νερβάλ αδυνατεί να διαχειριστεί την χαμένη αγάπη, τον έρωτα που ποτέ δεν έλαβε σάρκα και οστά αλλά μένει μία ονειροπόληση, μία απλή αναπόληση που ποτέ δεν θα δει να πραγματοποιείται όπως είχε φανταστεί.

Ουσιαστικά, μπορεί ο αναγνώστης να διαγνώσει μέσω της αφήγησης την αναχώρησή του συγγραφέα σε έναν άλλο κόσμο, ουράνιο, καθώς ο ουρανός και το υπερπέραν, το επέκεινα, γίνονται για τον Νερβάλ σημείο συνάντησης με την αγαπημένη του, μια αγγελική συνεύρεση σε ένα μεταφυσικό πεδίο. Η πρόωρη άφιξή του προαναγγέλλεται εμμέσως πλην σαφώς, ανήκει ήδη αλλού όντας ωστόσο μεταξύ των ζωντανών, είναι όμως ένας ζωντανός νεκρός, είναι αγκαλιά με τον μεταθανάτιο βίο που στο μυαλό του έχει ήδη εξασφαλίσει μια θέση. Έχει αρχίσει να συμφιλιώνεται με την ιδέα της μετάβασης σε έναν κόσμο δίχως βάσανα και πόνο, έναν πόνο που βιώνει κάθε στιγμή που παύει να ονειρεύεται. Τα διαλείμματα από αυτήν την οδυνηρή διαδικασία της αγρύπνιας στον κόσμο των ζωντανών του είναι βάρος και μάλιστα αδύνατο να το σηκώσει. Θα αναφωνήσει: “Χαμένη για δεύτερη φορά! Όλα τελείωσαν, όλα πέρασαν! Εγώ τώρα πρέπει να πεθάνω και να πεθάνω χωρίς ελπίδα! – Τι είναι ο θάνατος; Αν ήταν το μηδέν… Ας ήταν! Αλλά ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να κάνει το θάνατο να είναι το μηδέν”. Αυτό το τέλος είναι για τον ντε Νερβάλ η αφορμή για μια νέα αρχή στο πλάι της αγαπημένης μια φορά και για πάντα.

“Η σελήνη ήταν για μένα το καταφύγιο των αδελφών ψυχών που, λυτρωμένες απ’ τα θνητά σώματά τους, εργάζονταν πιο ελεύθερα για την παλιγγενεσία του σύμπαντος”

“Υπήρχε εκεί ό,τι χρειαζόταν για να κάνει τρελό έναν σοφό ͘  ας φροντίσουμε να υπάρχει κι ό,τι χρειάζεται για να κάνει σοφό έναν τρελό”