Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την ανακάλυψη πολύτιμων βιβλίων που για κάποιο αόριστο ή ανεξήγητο λόγο δεν βρήκαν στο σωστό χρόνο την κατάλληλη θέση τους μέσα στο λογοτεχνικό στερέωμα ή δεν είχαν την πρέπουσα προβολή κατά την πρώτη κυκλοφορία τους – στη γλώσσα τους ή στη μετάφρασή τους – και άρα κάπου λησμονήθηκαν. Κάποια από αυτά τα έργα τυχαίνει να μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά και αυτό είναι πολύ σημαντικό εκδοτικό γεγονός, όπως στην περίπτωση της κίτρινης ταπετσαρίας που αν και εκδίδεται για τρίτη φορά είναι σαν να είναι η πρώτη. Έρχεται όμως πάντα η στιγμή όπου κάποιος θα βρεθεί με την επίμονη σκαπάνη του – είναι κάποιοι αυτοί – να φέρει στην επιφάνεια βιβλία που ξεχωρίζουν και αξίζει να μνημονευτούν.
Μια γυναίκα που πάλεψε ενάντια στην κατάθλιψή της και έδωσε έναν αγώνα με συντροφιά την πένα της
Πάντα υπήρχε μέσα μου το μικρόβιο και η λαχτάρα να ξετρυπώνω μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα που παραμένουν διαχρονικά μέχρι σήμερα, βιβλία διαφορετικά μεταξύ τους ως προς την θεματική, βιβλία όμως που σαγηνεύουν και αιχμαλωτίζουν την ανάγνωση, βιβλία που αξίζει να κοσμούν κάθε βιβλιοθήκη, βιβλία ξεχωριστά και πολύτιμα σαν πετράδια που κάποιος βρίσκει στην έρημο. Τέτοιο είναι το βιβλίο που παρουσιάζεται εδώ με μόνο και αποκλειστικό κριτήριο την ποιότητα της αφήγησής του και την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία, βιβλία γραμμένο από μια λησμονημένη συγγραφέα που άφησε το ανεξίτηλο αποτύπωμά της χάρη στα πολλά της βιβλία και τη σφραγίδα της διαδρομής τους στο χρόνο.
Χάρη στις εκδόσεις Έρμα και το μεράκι του εκδότη Νίκου Κατσιαούνη καθώς και τη δεξιοτεχνία της μετάφρασης δια χειρός Δήμητρας Σταυρίδου, το κείμενο αυτό παίρνει νέα πνοή και αναγεννιέται και προσκαλεί τον αναγνώστη να μελετήσει το εν λόγω κείμενο για να καταλάβει πόσο διαχρονικό είναι σήμερα. Το εξώφυλλο που φιλοτεχνήθηκε από τον Βασίλη Παπαγεωργίου είναι και αυτό μέρος της εξαιρετικής αυτής έκδοσης, η οποία και αξίζει να κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη. Η ιστορία της προσπάθειας χειραφέτησης των γυναικών ξεκινάει ήδη από περιπτώσεις όπως αυτής της Υπατίας στην αρχαιότητα και συνεχίζεται με την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι στην Αναγέννηση και φτάνοντας μέχρι τις περιπτώσεις της Τζέιν Όστεν ή της Μαίρης Σέλλευ και βέβαια της Γκίλμαν. Ο κόσμος των σουφραζέτων τον 20ο αιώνα και η πάλη των γυναικών για σεβασμό και ίση μεταχείριση στους τόπους εργασίας, τα αυτονόητα δηλαδή, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα όπως επίσης και ο αγώνας εναντίον της κατάθλιψης που είναι ένας υποδόριος και ύπουλος “καρκίνος”.
Η Γκίλμαν περιγράφει στο ολιγοσέλιδο αυτό κείμενο για το πώς πασχίζει να ξεπεράσει τους φόβους της, να βρει ένα στήριγμα για να συνεχίζει να ζει. Η κίτρινη ταπετσαρία είναι το εμφανές σημάδι της εσωτερικής της διαταραχής, είναι η απόδειξη της διαφορετικότητάς της και είναι ένα στοιχείο με το οποίο καλείται να αντιπαρατεθεί. Η ύπαρξή της κρίνεται από τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί αυτή την εικόνα που την πολιορκεί σαν στρατός και εκείνη καλείται να οργανώσει τείχος απέναντι της για να επιβιώσει. Η πρωταγωνίστρια είναι ο άλλος εαυτός της Γκίλμαν καθώς η ομοιότητα των περιπτώσεων είναι πασιφανής και η κατάσταση σχεδόν ταυτόσημη. “Ο Τζον δεν ξέρει πόσο πραγματικά υποφέρω. Ξέρει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος για να υποφέρω, κι αυτό τον ικανοποιεί. Φυσικά, είναι μόνο νευρικότητα. Με βαραίνει τόσο, ώστε να μη φέρνω σε πέρας τα καθήκοντά μου με οποιονδήποτε τρόπο!”.
Είναι σαφής η αδυναμία της ηρωίδας να φροντίσει τους άλλους γιατί αδυνατεί να φροντίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Έχοντας να παλέψει ενάντια στα κατεστημένα και στερεότυπα περί της γυναικείας εξάρτησης από τον άντρα του σπιτιού, η ίδια παλεύει και ενάντια στην κατάθλιψη, την ίδια της τη σκιά, το φάντασμά της καθώς εμφανίζεται εντελώς δυσλειτουργική. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δυσκολία της γυναίκας να σταθεί ως ίση σε ένα περιβάλλον ανδροκρατούμενο και δη σε έναν γάμο, όπου εκείνη είναι η μόνη με ρόλο διακριτό που δεν επιτρέπεται τίποτε άλλο παρά η φροντίδα του νοικοκυριού. Η γραφή, η τέχνη γενικότερα, ήταν ένα προνόμιο για τον ανδρικό πληθυσμό και κάθε γυναικεία φωνή έμοιαζε παράταιρη και εκτός τόπου και χρόνου.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή του Νίκου Κατσιαούνη τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία: “Από πολύ νωρίς η Γκίλμαν συνειδητοποιεί ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε τελικά υπεύθυνοι για την ιστορία μας και στρατεύεται με αυτούς που οραματίζονται και επιθυμούν έναν κόσμο ισότητας και ελευθερίας. Δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα για μια γυναίκα εκείνη την εποχή να επιλέξει την τέχνη και τη γραφή για να εκφράσει την υπαρξιακή της αγωνία και να κραυγάσει για την ελευθερία μέσα σε έναν κόσμο καταπίεσης – εξάλλου και η ηρωίδα της στην Κίτρινη ταπετσαρία τη γραφή έχει ως άμυνα απέναντι στην καταπίεση”. Μα αυτό άλλωστε ήταν και το “φάρμακο” και η λύτρωση για πολλές γυναίκες, όπως η Έμιλυ Ντίκινσον για παράδειγμα, που επιθυμούσαν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που επέτασσε η κοινωνία, μια άλλη ζωή μακριά από τις αυστηρές επιταγές, αυτές δηλαδή που και η Γκίλμαν δεχόταν συνεχώς από την αυστηρή μητέρα της. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα κείμενο ισχυρών συμβολισμών μα και εμπνευσμένο για μια εποχή που τα δικαιώματα των γυναικών ήταν ανύπαρκτα. Μα αυτό ισχύει για κάθε εποχή όπως και η σημερινή όπου η γυναίκα συνεχίζει να υφίσταται απρεπείς συμπεριφορές.
“Πραγματικά, αρχίζει να μ’ αρέσει πολύ το μεγάλο δωμάτιο, μ’ αρέσουν όλα εκτός απ’ αυτή τη φριχτή ταπετσαρία”
“Αυτή η ταπετσαρία μού φαίνεται σαν να γνωρίζει τι τρομακτική επιρροή έχει!”