Μάγεψες τη λογοτεχνία με την πολυδιάστατη γραφή σου και μέσω αυτής έχτισες μοναδικά την τέχνη του σύγχρονου κοινωνικού μυθιστορήματος (Γράμμα στον Γκυ ντε Μωπασάν)

Στον Οξαποδώ με συγκλόνισες και ήμουν μόλις στην εφηβεία, σε διάβασα απνευστί και αμέσως είδα όλο αυτό το σκηνικό ενός παραμορφωμένου όντος να σε κατατρέχει, τότε το κατάλαβα όταν το ξαναδιάβασα μετά από είκοσι χρόνια, τότε που ανακάλυψα και τον περίφημο πίνακα του Μουνχ “Η κραυγή”. Αμέσως το μυαλό μου κυριεύτηκε από αυτή την σχεδόν εξπρεσιονιστική μορφή, αυτήν την περίεργη μορφή που μοιάζει να έρχεται από ένα άλλο σύμπαν, μια μορφή μεταφυσική και εξωγήινη που δεν ξέρουμε τι ζητάει και αν έχει σκοπό να κάνει κακό ή απλά περιφέρεται ως ένας άγνωστος Χ ανάμεσά μας. Από την μία πλευρά ο πίνακας και από την άλλη η ιστορία σου και να το πάντρεμα! Του έδωσες λόγο να υπάρχει γιατί αυτό το άυλο πρόσωπο πολιορκούσε τα βράδια σου και σε κυνηγούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν μια μαύρη σκιά όμοια με τα φαντάσματα που έβλεπε ο Γκόγια στα όνειρά του ή μάλλον στους εφιάλτες του για να είμαι πιο ακριβής. Τελικά τι ήθελες να μας πεις με το πλέον εμβληματικό σου έργο; Τι βρισκόταν πίσω από το πέπλο μυστηρίου αυτής της φιγούρας, ποιο μυστήριο κατοικούσε την ψυχή σου και αυτή έψαχνε λύτρωση; Από ποιες οδύνες ή ποια αδιέξοδα έψαχνες να ξεφύγεις και να δώσεις λύση στους άλυτους γρίφους; O Λέων Τολστόι γράφει για σένα και σε υμνεί: «Δεν ξέρω άλλον συγγραφέα που να πίστευε το ίδιο ειλικρινά με τον Μωπασσάν πως καθετί καλό, πως όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στη γυναίκα, στον έρωτα, ούτε άλλον που να περιέγραψε τη γυναίκα και τον έρωτα με τέτοιο πάθος και απ’ όλες τις απόψεις {…}». Η σφαίρα της ανθρώπινης περιγραφής είναι σένα ό,τι και το ψυχογράφημα για τον Ντοστογιέφσκι. Eισέρχεσαι στα άδυτα του ήρωά σου για να ρίξεις φως στις άγνωστες και αδύναμες πτυχές του, να φωτίσεις το δρόμο προς την επιτυχία ή την αποτυχία του με την διαφορά πως μέσα από το δικό σου χρονικό δεν θα βρούμε την σκληρότητα με το ίδιο πρόσωπο που θα συναντήσουμε στους Αδελφούς Καραμαζόφ, είσαι πιο μαλακός, πιο ήπιος, είσαι πιο ρομαντικός ακόμα και όταν όλα καταρρέουν γιατί είσαι Γάλλος και έχεις άλλον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Μπορεί σε κάποιες στιγμές να σπέρνεις τη θλίψη και τη λύπη, την απαισιοδοξία και τη μαυρίλα ͘  παράλληλα όμως φροντίζεις να πασπαλίζεις τις ζωές των ηρώων σου με το ρομαντισμό που μπλέκεται με το νατουραλισμό και τον ερωτισμό όταν πρόκειται να μας εκμυστηρευτείς το τι συμβαίνει πίσω από το παραβάν και τα παρασκήνια, εκεί όπου εισβάλλεις για να μην ξεφύγει τίποτα που θα καθιστούσε το μυθιστόρημα ένα πράγμα ξένο προς την ίδια την ζωή, προς τον ίδιο τον άνθρωπο μα πάνω από όλα εσένα που το έγραφες. Και όλα αυτά σαν τον ζαχαροπλάστη που έχει βάλει την τελευταία πινελιά για να μας πει την τελευταία του λέξη. Τα ρεύματα στη θάλασσα όπου κολυμπάνε οι ήρωές σου είναι ηλεκτρισμένα, φουρτουνιασμένα περιμένοντας πολλές φορές ανέλπιστα τη νηνεμία · ένταση, ειρωνεία, αμηχανία, σύγκρουση, όλες αυτές οι εκφάνσεις των ανθρώπινων αντιδράσεων συναντώνται συνεχώς καθώς κορυφώνεται ή αποχρωματίζεται ο λόγος σου. Ένας λόγος άλλοτε δραματικός και άλλοτε καυστικός για τα κακώς κείμενα των ανθρώπινων αδυναμιών που τείνουν να γίνουν κόλαφος για τη ζωή που δεν σταματά να κρύβει εκπλήξεις. Το ευχάριστο τέλος που τελικά λαμβάνει χώρα δεν έχει τη γεύση του ευχάριστου αν αναλογιστεί κανείς όλη τη συγκέντρωση αρνητικών φορτίων κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνεται η δύναμη της ευτυχούς κατάληξης και επιτυγχάνεται ο απόηχος που τελικά μένει, μία πικρία για όλη τη συναισθηματική φόρτιση που τελικά κοστίζει, γιατί αν μπορεί ο άνθρωπος να αποφύγει διαπληκτισμούς και φθορά, ποιος ο λόγος να πικραίνεται; Ο αναγνώστης που είμαι εγώ και ο καθένας αισθάνεται πως τελικά δεν θα υπάρξει αίσιο τέλος αλλά η ανάγκη σου να νιώσεις έστω και συγγραφικά την περαίωση αυτών που δεν έζησες στην πραγματικότητα, σε οδηγεί μαθηματικά στη λύση του μυστηρίου και την οριστική επίτευξη των σκοπών σου, την έξοδο των πρωταγωνιστών από τη δίνη των βάσανών τους και των επώδυνων αδιεξόδων τους. Αυτή η άτιμη αρρώστια σου στέρησε πολλά και αυτό σε έκανε να αναζητήσεις την πηγή φαντασίας για να ζήσεις με διαφορετικό τρόπο όσα δεν είχες την τύχη να ζήσεις στη σύντομη ζωή σου. Ο ψυχολογικός πόλεμος εντός σου καλά κρατούσε και η απώλεια του αδερφού σου καθόλου δεν βοήθησε μα εσύ το πάλεψες σαν τον στρατιώτη στη μάχη που θα πέσει σκληρά μαχόμενος. Έζησες στο Παρίσι της εποχής όπου ανοίγονταν οι δρόμοι από τον αρχιτέκτονα Οσμάν, έζησες την εποχή της Κομμούνας, έζησες όλον αυτό τον παλμό μιας πόλης που ανυπομονούσε για τα τεκταινόμενα στην τέχνη, για νέες ιδέες όπως αυτές του Ζολά, βίωσες και εσύ την εποχή των ιμπρεσιονιστών. Εσύ πάλι γνήσιος και αυθεντικός δημιουργός με οξύ πνεύμα, ένας από αυτούς χωρίς πινέλο αλλά με πένα, βγήκες έξω και περπάτησες και αφουγκράστηκες τον παλμό της πόλης και των ανθρώπων γύρω σου ενώ τα βράδια μόνος μου κλεισμένος στο σπίτι πάλευες με άλλα στοιχήματα και προσπαθούσες να διώξεις και να ερμηνεύσεις αυτά που σου συνέβαιναν. Δανδής και εσύ και κομψός σύχναζες και άκουγες περιστατικά, μα πάνω από όλα χρωμάτιζες τις ιστορίες σου με διάφορα επεισόδια για να γίνεις και εσύ μέρος μιας λατρευτής εποχής που ποτέ δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Μέσα από τα βιβλία σου, όπως ο Φιλαράκος για παράδειγμα, ζούμε τις ανθρώπινες σχέσεις και συμμετέχουμε σαν εμείς οι ίδιοι να είμαστε οι πρωταγωνιστές. Είναι η ίδια η χωρίς σταθερή πυξίδα ζωή που περιγράφεται εδώ, αυτή η εναλλαγή των συναισθημάτων σε έναν δρόμο που λέγεται ζωή και είναι άλλοτε δύσβατος, άλλοτε σταθερός, έτοιμος να σε οδηγήσει στον προορισμό σου ή να σε εκτροχιάσει. Για αυτό και το μυθιστόρημά σου είναι ένα μοναδικό αριστούργημα από έναν άνθρωπο, όπως εσύ, που άφησε ανεξίτηλα το σημάδι του στην ιστορία της λογοτεχνίας, εσένα τον γενναιόδωρο “ραφτάκο” των λέξεων που στην εποχή του διαβαζόταν χωρίς ανάσα. Είναι από αυτά τα βιβλία ο Φιλαράκος που σε χαρακτηρίζουν και έχουν εγγραφεί στο υποσυνείδητό μας γιατί εκτός από το επίκαιρο του θέματός τους που είναι συνυφασμένο με την διαχρονικότητά τους, επιπλέον κυλάει μέσα τους η αλήθεια σου, είναι η ψυχή σου που γράφει, η δική σου καθαρή ψυχή, με όλο της το είναι και δίνεται στον αναγνώστη γυμνή και άσπιλη. Εμμένεις σθεναρά στις απόψεις σου για τους πρωταγωνιστές σου γιατί έτσι ξεγυμνώνεις κάθε ανησυχία τους, τους ξεμπροστιάζεις ενώπιον του αναγνώστη και καυτηριάζεις με κωμικό και σκωπτικό τρόπο εκείνους που λυγίζουν μπροστά στο τέρας της αιώνιας ερώτησης, να την παρατήσω ή μήπως θα την πληγώσω ανεπανόρθωτα; Παρελαύνουν στα διηγήματά σου, που καταγράφουν ειρωνική διάθεση από μέρους σου, απατημένες σύζυγοι, αδίστακτοι προικοθήρες, ονειροπόλοι και φρενοβλαβείς σύζυγοι, γυναίκες στα όρια της κατάρρευσης λόγω ερωτικής υποτροπής. Όλη η ανθρώπινη κοινωνία είναι εδώ και κάθε λογής ερωτική κρίση βρίσκει εδώ τον λόγο ύπαρξής της γιατί  ο άνθρωπος δίχως τον έρωτα μοιάζει με ένα ψάρι έξω από το νερό. Και άρα πώς να αντισταθεί ο ήρωάς σου ενάντια σε αυτό που τον εξουσιάζει αλλά συνάμα αυθαδιάζει; Και όμως είσαι σαφής και κάθετος στην παρακάτω επισήμανσή σου για τα δικά σου γραπτά: «Κανένας μας δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο, αφού κανένας μας δεν απέχει από τις ερωτοτροπίες και, καθώς κανένας μας, νομίζω, δεν είναι φανατικός οπαδός των αιώνιων δεσμών, τα μάτια μας, η μύτη μας και το στήθος μας κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τη μια στιγμή στην άλλη εξαιτίας του τρομερού υγρού». Εσύ πρώτος βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή και όλοι οι υπόλοιποι ακολουθούν αφού κάθε ήρωάς σου είναι ο καθρέφτης σου και όλα έπονται μέσα από το δικό σου πρίσμα, εσύ είσαι ο μοναδικός καπετάνιος του πλοίου που λέγεται λόγος. Είσαι πραγματικά διαχυτικός καθώς μπορείς και εισέρχεσαι μέσα μας και μας εντάσσεις χωρίς δυσκολία σε αυτόν τον νέο κόσμο δίχως να έχουμε την αίσθηση πως μας δυσκολεύεις τη ζωή. Η γραφή σου Γκυ είναι ένα χάδι στην άχαρη πολλές φορές καθημερινότητά μας, εσύ που συντροφεύεις ξανά και ξανά τα βράδια μας, τα καλοκαίρια μας, τις ημέρες μας, τις ανιαρές στιγμές, τότε που έχουμε ανάγκη να σε διαβάσουμε και να σε ξαναδιαβάσουμε για να ταυτιστούμε με κάποιον ήρωά σου, να αναγεννηθούμε, να προβληματιστούμε, να χαθούμε σε μια φράση σου και να την πάρουμε αγκαλιά για να μας κοιμίσει. Μια φορά ποτέ δεν είναι αρκετή και εκείνος που παθιάζεται πρώτος είσαι εσύ, εμείς απλά σε ακολουθούμε σε αυτό το παραλήρημα ευτυχίας ή δυστυχίας, θλίψης και χαράς, είσαι η φωνή μας και σε ακούμε, σε διαβάζουμε, εμπνεόμαστε από το λόγο σου που μοιάζει με ηλιοβασίλεμα και ανατολή. Όλοι γνωρίζουμε πως τις ιστορίες σου δεν τις επινοείς απαραίτητα. Είναι κυρίως αντιπροσωπευτικές των συμβάντων που ακούς κατά την παραμονή του και παρουσία σου στα αγαπημένα σου καφέ της πόλης μα και στους οίκους ανοχής που συχνάζεις για να ζητήσεις όπως και ο Λωτρέκ λίγη συντροφιά και να πεις μια κουβέντα με κάποια από τις εταίρες. Έχεις την υπομονή να κάθεσαι και να παρατηρείς με ένα μικρό σημειωματάριο για τις μεγάλες γραμμές, τα υπόλοιπα τα επεξεργάζεσαι στο εργαστήριό σου σαν να ήσουν ζωγράφος. Καθιστάς “αναίμακτα” τον αναγνώστη σου ακροατή και δέκτη περίτεχνων και περίεργων ιστοριών που τροφοδοτούν την ανάγκη του να έρθει σε επαφή με τις συναισθηματικές παλινωδίες, τον έρωτα, την απιστία, τον χωρισμό με τα οποία καταπιάνεται μήπως και λύσει το μυστήριο του γρίφου. Η διαταραχή του ιστού της κοινωνίας είναι κάτι που θα συμβαίνει όσο άνθρωποι κατοικούν αυτόν τον πλανήτη και όσο υπάρχουν πάθη και πόθοι. Γράφεις σε έναν αιώνα περασμένο, τον 19ο αιώνα, αλλά κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως τα όσα γράφεις δεν ισχύουν και δεν άπτονται και της σημερινής κατάστασης των ανθρώπων. Οι δικοί σου ήρωες τουλάχιστον έχουν επαφή, μιλάνε, ερωτεύονται, διαπληκτίζονται, ορμούν ο ένας στον άλλο παθιασμένα, εξοργίζονται, σήμερα που οι άνθρωποι δυσκολεύονται να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο και αδυνατούν να εκφράσουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους, εσύ ο ρομαντικός, τι θα έλεγες και τι θα τους απαντούσες, πώς θα τους έκρινες, θα έγραφες άραγε για την περίπτωσή τους ή δεν θα σε ενδιέφεραν; Θα ήσουν άραγε το ίδιο αρεστός ή μήπως οι ιστορίες σου θα ήταν ξεπερασμένες και γραφικές σε έναν κόσμο που δεν αποδέχεται την επικοινωνία και την επαφή όπως παλιά; Σε ρωτάω για να μου δώσεις και μένα μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά και πάλι να ξέρεις πως στα βιβλία σου θα πάω πίσω, γιατί όλες οι απαντήσεις σου κάπου εκεί μέσα είναι και ας έχουν περάσει σχεδόν δύο αιώνες από τότε. Ο κόσμος δεν άλλαξε πολύ Γκυ, είναι γεμάτος κοινωνικές ανισότητες, ισορροπίες οικογενειακές που δίχως αμφιβολία συστέλλονται και διαστέλλονται. Οι συνθήκες που βιώνουμε μέσω των βιβλίων σου προκύπτουν από γεγονότα και καταστάσεις πραγματικές που δεν μπορούμε και δεν γίνεται να ωραιοποιήσουμε, εσύ ορθά πράττεις και επισημαίνεις παραλείψεις και κοινωνικές ατασθαλίες και μας καθιστάς μέτοχους ενός προβλήματος που έχει μεν λύσεις αλλά εναπόκειται σε εμάς να τις βρούμε. Εμείς οι άνθρωποι του σήμερα, των δύο αιώνων αργότερα, απλά ανακαλύπτουμε πόσο επίκαιρος είσαι και πόσο αγγίζεις τα κοινωνικά δρώμενα του σήμερα, τα οποία είναι σφόδρα επισφαλή και αναστρέψιμα, δυστυχώς προς το χειρότερο.

——————————————————-

Ο Γκυ ντε Μωπασάν/Guy de Maupassant (1850-1893) υπήρξε περίφημος συγγραφέας της νατουραλιστικής σχολής ενώ ανήκει αναμφίβολα στους κορυφαίους διηγηματογράφους όλων των εποχών με αυτή την χαρακτηριστική εμβέλεια της γραφής του που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Ανήκε και αυτός στους περίφημους παρισινούς καλλιτεχνικούς κύκλους λογοτεχνών όπως ο Ζολά, ο Γκωτιέ, ο Φλωμπέρ, με τον οποίο είχε από τη μητέρα του και οικογενειακή σχέση και τόσοι άλλοι. Οι ιστορίες του είχαν βαθιά τις ρίζες τους στην καταγραφή των βίων, των ερώτων και των σχέσεων απλών ανθρώπων και αυτές τον έκαναν γνωστό καθώς τις κυκλοφορούσε σε εφημερίδες της εποχής και σε επεισόδια εβδομάδας συνήθως. Υπήρξες άτακτος στη ζωή του και η ψυχολογική του κατάσταση επιδεινωνόταν καθώς η σύφιλη τον είχε αναστατώσει. Ωστόσο, ήταν και εκείνος τακτικός θαμώνας των οίκων ανοχής και μέσα από αυτές τις συναναστροφές εμπνεύστηκε πολλά διηγήματα και νουβέλες, όπως για παράδειγμα η Χοντρομπαλού.