Roger Robinson, Ένας φορητός παράδεισος, Εκδόσεις Κείμενα

Η δουλειά του παραδείσου, όπως έχει ονομάσει ο συγγραφέας ένα ποίημά του, αποστολή του παραδείσου, το καθήκον του παραδείσου, για να παραφράσω με ταπεινότητα τα όσα μας αναφέρει ο Ρόμπινσον “της μαύρης και μεγάλης νεκροφόρας δουλειά είναι ότι οδεύουμε από τη ζωή στον θάνατο να μας δείχνει”. Ο στίχος αυτός μπορεί και μας παραπέμπει στο Δάντη και στο δικό του παράδεισο, είναι ένας στίχος που μας θυμίζει το Χαμένο παράδεισο του Τζον Μίλτον. Αυτά τα δύο κορυφαία έργα ενδεχομένως να αποτέλεσαν και την έμπνευση, το ερέθισμα για τον σπουδαίο ποιητή και συγγραφέα που μας κάνει κοινωνούς ενός συγκλονιστικού έργου, που όχι τυχαία τιμήθηκε με το βραβείο Τόμας Έλιοτ το 2019. Γιατί η ποίηση πρεσβεύει ένα ταξίδι στα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής και είναι αφιερωμένη σε όλους όσοι έχουν τη διάθεση να μυηθούν στο σώμα της και το πνεύμα της.

Η ποίηση, έμμετρη και μη, του Ρόμπινσον, είναι αφιερωμένη σε εκείνους που πονάνε, που βασανίζονται, που νιώθουν το αγκάθι να τους διαπερνά και όμως συνεχίζουν το διάβα τους με το σταυρό στην πλάτη και ανηφορικά στο δικό τους Γολγοθά. Έχει μια ιερότητα ακριβή και μοναδική και ένα δάκρυ μπορεί να διακριθεί να κυλά στο πρόσωπό μας, δεν είναι κάτι παράξενο, είναι η απάντησή μας στην ποίηση, είναι η αναγωγή της ως προς το συναίσθημα που μας προκαλεί και μας συγκλονίζει. Ο Ρόμπινσον πετυχαίνει να μας εξυψώσει και να μας κατακρημνίσει γιατί η ποίησή του είναι μαχαίρι στο κόκκαλο, είναι βελόνα που μας τρυπά, είναι ένα στεφάνι Χριστού και το αίμα κυλά για να μας θυμίσει πόσο υπέφερε η έγχρωμη φυλή από το λευκό άνθρωπο, πόσο πληγώθηκε και πόσο ταπεινώθηκε σαν αυτή να ήταν η υπέρτατη μοίρα της.

Ίσως τα λόγια να είναι πολύ λίγα και λειψά, μα αξίζει να αναφερθούν για να τιμηθεί ένας σύγχρονος ποιητής που τολμά και εισέρχεται σε στοές και παρασέρνει και εμάς μαζί του για να νιώσουμε και να συναισθανθούμε. “Κρύψε απ’τα μάτια σου την απέχθεια που αισθάνεσαι. Αυτοί λατρεύουνε το αίμα που κυλάει ͘  τους κάνει να αισθάνονται δυνατοί, σαν να ‘ναι θεοί. Στο τμήμα θα λένε για χρόνια ολόκληρα πόσο βαθύ κόκκινο σχεδόν μαύρο φαινόταν το αίμα σου. Θα γελάνε με την πυκνότητα του και με το πώς έχασες τις αισθήσεις σου παρακαλώντας για βοήθεια. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις πως το να μείνεις ζωντανός είναι σημαντικότερο από τον ρατσισμό και την περιφρόνηση. Μείνετε ζωντανοί, μικροί αδερφοί μου, συνεχίστε τη ζωή”. Αυτό το κάλεσμά του είναι μια ιαχή μέσα στην ατελείωτη βουή της βίας, είναι μια ηχηρή φωνή που αντιστέκεται στο κακό και το δαιμονικό που σκίζει σάρκες και χαίρεται με το θέαμα, σαν να ήταν ρωμαϊκή αρένα.

Ο Ρόμπινσον αγγίζει κάθε ανθρώπινη χορδή και εγείρει ερωτήματα, αφηγείται και στοχάζεται, γράφει και καταγράφει σκέψεις, αγωνίες, ανησυχίες και αναδύει με το λόγο του ξεχασμένα χρόνια και συλλογισμούς, ζητήματα που δεν ακούγονται συχνά και κρύβονται κάτω από χαλιά γιατί φοβόμαστε να τα αναδείξουμε. Με γενναιότητα και θάρρος στέκεται δίπλα μας και μας καλεί σε αναστοχασμό, σε μικρές πνευματικές επαναστάσεις ενώ παράλληλα συνομιλεί με το παρελθόν και θέτει ερωτήματα δύσκολα να απαντηθούν. Το βιβλίο αυτό διαβάζεται με μελέτη και προσήλωση γιατί κάθε λέξη έχει τη σημασία της και τη θέση της, μας υπενθυμίζει τη φρίκη της ανθρώπινης μαύρης τραγωδίας, μια τραγωδία που ποτέ δεν σταμάτησε να υφίσταται και ο έγχρωμος άνθρωπος συνεχίζει ακόμα και σήμερα με την έξαρση του ρατσισμού να προκαλεί ρωγμές στο κοινωνικό στερέωμα.

Πολλές φορές θα βρούμε τον εαυτό μας να διαβάζει και να ασφυκτιά από την αλήθεια των περιγραφών, να νιώθει πως πνίγεται και πρέπει να βγάλει έξω το κεφάλι για να πάρει ανάσα και οξυγόνο για να συνεχίσει την ανάγνωση. Μα αυτός είναι ο σκοπός της ποίησης ή μάλλον και αυτός, δηλαδή να μας συνταράξει, να μας αναστατώσει, να μας ξεβολέψει, εκτός από το να μας συνεπάρει. Μη λησμονούμε πως ο Όμηρος με τα έπη του περιέγραψε τον άνθρωπο, τον τρωτό και ευάλωτο άνθρωπο, εκείνον που λυγίζει, που οδύρεται, που σπαρταρά για οίκτο, εκείνον που πονά γοερά μέσα του και παρόλο τον πόνο βαδίζει με το σίδερο στο στόμα. Τελικά πού οδεύει ο άνθρωπος, προς τα πού κινείται, πως εξακολουθεί και επιβιώνει με τα τόσα δράματα και το κακό που παντού σαλεύει, με αυτό το διαβολικό πνεύμα να καταστρέφει; Πώς να πορευτεί ο κόσμος με εκείνους που διαμελίζουν όσα οι λίγοι προσπαθούν με κόπο και ιδρώτα να σώσουν;

Ο Ρόμπινσον μας καλεί σε κοινή προσευχή καθώς ο ίδιος μιλάει στο δικό του Θεό και μας παρακινεί ταπεινά και σεμνά να του μιλήσουμε. Ο ίδιος είναι παρών και είναι βροντερή η φωνή του, μας απευθύνεται: “Άκου με,/άνθρωπε,/ζεις σε μια τρέλα./Ολόκληρα κτίρια καταρρέουν σαν ‘ναι Jenga/και οι αναμνήσεις σωριάζονται ερείπια ανάμεσα στα μπάζα./Αν θέλεις, άνθρωπε, μπορείς να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτό το πράμα,/μα εσύ επέλεξες να είσαι ο αρουραίος ανάμεσα στα χαλάσματα,/όπως έκαναν γενιές και γενιές φαλακρών ανθρώπων πριν από σένα,/που τους βλέπουμε από τις ανοιχτές πόρτες στα πρακτορεία στοιχημάτων/να κοιτάζουν τις οθόνες/και να σχίζουν τα δελτία τους”. Σπαρακτικός, σκληρός μα εμπνευσμένα δίκαιος, ο Ρόμπινσον μας υπόσχεται πολλά με αυτή τη συλλογή και ανυπομονούμε για τα επόμενα έργα του.

“Οι αγίες σήμερα αντέχουνε τον πόνο και τον ιδρώτα των άλλων. Οι αγίες σήμερα είναι μάρτυρες της λαγνείας”

“Κύριε, έκλαψα, βλαστήμησα. Αμφισβήτησα. Αμφισβήτησα και βλαστήμησα την κρίση σου. Ξέρω όμως, ξέρω πως αν είναι… αν είναι το θέλημά σου, θα ήταν ήδη”