Το αινιγματικό και ανεξήγητο κουβάρι της ζωής (Γράμμα στον Στέφαν Τσβάιχ)

Δεν έγινε λάθος την μέρα που γεννήθηκες. Εσύ φορτώθηκες εκ γενετής με το μικρόβιο της αιώνιας σκέψης, αυτής που δεν σε αφήνει στιγμή να ησυχάσεις και να γευτείς την απόλυτη γαλήνη και την απόλαυση της ζωής. Μοιάζουν αυτά τα θέματα του μυαλού, να πνίγουν το είναι σου, σαν κάποιος να πειράζει συνέχεια τα καλώδια του νου σου γιατί τι είναι το μυαλό παρά ένα σύνολο καλωδίων που συνδέονται και αποσυνδέονται εις το διηνεκές. Πολλές φορές δεν τα ορίζεις αλλά σε ορίζουν αυτά σαν παρτίδα σκάκι που δεν έχει τέλος, αυτά σε καθοδηγούν τη μέρα και κάθε φορά που έρχεσαι αντιμέτωπος με κάποιο συμβάν που σε συνταράσσει. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή το καλώδιο έρχεται να σου θυμίσει πόσο πολύπλοκη είναι η ύπαρξή σου, η υπόστασή σου και η παρουσία σου ανάμεσα στους ανθρώπους. Άνθρωποι πάνε και έρχονται στο διάβα σου και εσύ στέκεσαι και τους παρατηρείς σαν να ήρθες μόλις χθες εδώ πάνω ή εκεί κάτω. Και όμως είσαι χρόνια εδώ αναβάτης στο άλογο που λέγεται ζωή, ιππεύεις διαρκώς και δυστυχώς δεν ξέρεις πότε θα κατέβεις. Είσαι με την πλάτη στον τοίχο, στη δίνη των ανέμων και των απέραντων ηλιόλουστων ημερών, μα τελικά αναρωτιέσαι κάποιες τέτοιες όμορφες μέρες γιατί να δυσκολεύεσαι να δεις το φως που λάμπει και ρέει προς την πλάση. Τι σου φταίει δεν το έχεις ανακαλύψει έως τώρα και ίσως να μην το ανακαλύψεις ποτέ. Τουλάχιστον κάποιες ηλιαχτίδες μπορούν και εισβάλλουν μέσα σου έστω και απρόσκλητες. Ας είναι θα τις δεχτείς και ας μην τις κάλεσες εσύ γιατί τα απροσδόκητα πάντα συμβαίνουν καλέ μου φίλε. Βάσανο η ζωή μα σαν βλέπεις το μωρό που σου χαμογελά, σαν βλέπεις το κορίτσι απέναντί σου που χαϊδεύει τόσο παθιασμένα τα μαλλιά της, σαν σου γνέφει ο ουρανός έναν χαιρετισμό ρίχνοντας κάπου πάνω σου ένα καλοσχηματισμένο σύννεφο τότε συλλογίζεσαι μήπως αξίζει που σου δωρίθηκε μια ζωή γεμάτη με αγαθά και ανθρώπους γύρω σου και ας νιώθεις εσύ στάρι έξω από την ζύμη ή μυρμήγκι έξω από την μυρμηγκοφωλιά. Να σήμερα για παράδειγμα δεν ήθελες να δεις τίποτα, ήσουν κλεισμένος στο καβούκι σου σαν χελώνα, μου εκμυστηρεύτηκες πως δεν ήθελες να βγεις από το κελί που ονομάζεις σπίτι αλλά προδόθηκε η διάθεσή σου από το κάλεσμα της αγαπημένης σου. Η πρόθεσή σου μάλλον ξεμπροστιάστηκε από ένα υπέροχο αηδόνι που βγήκες στο μπαλκόνι να δεις και να ακούσεις. Τότε κατάλαβες πως ένας περίπατος δεν θα σε πείραζε, οι ακτίνες του ήλιου μάλλον ευεργετικές θα ήταν. Ο εγκέφαλός σου είχε την επιτακτική ανάγκη να νιώσει τον καθαρό αέρα της ελευθερίας και της χαλαρότητας, της αδιάφορης και αδιόρατης ματιάς στο πουθενά, έτσι για λίγο, μήπως και λυτρωθεί το μέσα κοιτάζοντας το έξω. Στο δρόμο συνέβησαν διάφορα αλλά εσένα σε απασχολούσε να απεκδυθείς τον ρόλο σου ως ακούραστο φορέα εγνοιών, να ξεγυμνωθείς από τις αγωνίες σου. Να τις αφήσεις για λίγο να καθίσουν, να ξαποστάσουν, να ζήσουν για λίγο μια παύση διαρκείας χωρίς να παράγουν τον παραμικρό ήχο, την παραμικρή ηχώ.

Βραδινό ξύπνημα με αναστάτωση προκαλεί ο μυστηριώδης φίλος. Θυμίζει λίγο εκείνον τον μποέμ τύπο που συνάντησες κάποτε, τον Γιόζεφ (Ροτ), που αποφάσισε να ταράξει τον ύπνο σου. Φίλος με όλη τη σημασία της λέξης, αν και κατά τα άλλα λες πως δεν γνωρίζεις τίποτα για αυτό το παράξενο πνεύμα ή ον ή μορφή ή δεν ξέρεις καν και εσύ πώς να το ονομάσεις. Και όμως μπορεί και εισβάλει απρόσκλητος ταράζοντας τα νερά της ξεκούρασής σου. Εσύ, νηφάλιος, αργόσυρτος αλλά με έντονο τον ρυθμό των καρδιακών χτύπων αναζητάς διέξοδο στα συρτάρια των αποθεμάτων ηρεμίας που κατοικούν χρόνια τώρα μέσα σου αλλά κοιμούνται πολλές φορές ύπνο και αυτά βαθύ. Εκεί λοιπόν στο μετέωρο της εσωτερικής σχοινοβασίας το σχοινί ταλαντεύεται υπό ανεξήγητους φυσικούς κανόνες και δημιουργεί την αστάθεια στην εδραιωμένη τάξη της νυχτερινής βάρδιας. Η μετάβαση προς την ομαλότητα και την επαναφορά στην πρότερη κατάσταση διαρκεί αρκετά και είναι μια διαδικασία που απαιτεί υπομονή και επιμονή.

Πάλι ξημερώματα και ήχοι που έρχονται από τον άνεμο που δέρνει με την ριπή του τα παραθυρόφυλλά σου προκαλεί ατέρμονη σύγχυση και αναστάτωση, σαν ένα τρυπάνι διαπεραστικό στο μυαλό σου που δεν σε αφήνει να αποδράσεις. Σηκώνεσαι από το κρεβάτι γιατί οφείλεις να ταυτοποιήσεις, να προσδιορίσεις την προέλευση των ήχων. Είναι πάλι κάποια δική σου φαντασίωση; ζεις άραγε στον αστερισμό της απόλυτης παράνοιας; ή όντως οι ήχοι αυτοί είναι πραγματικοί και εσύ ένας κοινός θνητός, ένας φυσιολογικός άνθρωπος που τους ακούς; Υπάρχει κάποιος εκεί έξω που θέλει να τραυματίσει ή ακόμα χειρότερα να πληγώσει τη φύση σου; να διαταράξει επικίνδυνα την έτσι και αλλιώς άστατη ψυχοσύνθεσή σου; μήπως προκάλεσες με κάποια συμπεριφορά σου και δεν το γνώριζες μέχρι τώρα; Αυτή η χλωροφύλλη της ψυχής τελικά δεν έχει ακόμα βρει τον ήλιο της για να δημιουργήσει μία συμπαγή σύνθεση ικανή να σπρώξει μακριά τα μαύρα σύννεφα και τις σκοτεινές σκιές. Συνομιλείς με τα ενδότερα του κόσμου σου μήπως και βρεις τις κατάλληλες διαφωτιστικές απαντήσεις, να σηκωθείς την ώρα που πρέπει δίνοντας τέλος στον παράξενο όσο και ταραχοποιό θόρυβο. Πολλές φορές αναρωτιέσαι μήπως κάτι κρύβεται πίσω από τις σκοτεινές γωνίες; μήπως εσύ απασχολείς υπερβολικά τον εαυτό σου με όλα αυτά τα ανόητα, τα μωρά και τα ακατανόητα, μήπως δηλαδή κρύβεις επίτηδες με το νου σου όντα και μορφές για να σε ξαφνιάσεις σπρώχνοντάς τα με ορμή στο απόλυτο κενό; Τι σε οδηγεί σε αυτόν τον συνειρμό κανείς δεν ξέρει. Τις διεργασίες του μυαλού σου προτιμάς να μην τις αγγίζεις και φοβάσαι γιατί τα καλώδιά σου είναι πολύ ευαίσθητα και το βραχυκύκλωμα στον πύργο ελέγχου σου δεν θέλει πολύ για να λάβει χώρα. Και μιας που ανάφερα τη λέξη χώρα, πολύ θα ήθελες να ξεφύγεις μακριά στη χώρα των βιβλίων εκεί που ο χρόνος υπάρχει μόνο για ανάγνωση και η μόνη έγνοια είναι η αναζήτηση της επόμενης μυθιστορηματικής πραγματικότητας. Τώρα δεν μπορείς να εξηγήσεις αυτή την σκέψη σου, είναι μπερδεμένα τα στοιχεία στον εσωτερικό σου πνευματικό μηχανισμό και τα χαρτιά ανακατωμένα όπως πάνω στο γραφείο σου, ίσως γιατί τα παιχνίδια του μυαλού είναι τόσο πονηρά που τα αφήνεις να σε ξυπνάνε για να μην τα ονειρεύεσαι.

Μη με παρεξηγείς θα μου πεις μυστικά στο αυτί αλλά ορίζεις το σπίτι σου ως καταφύγιο από την βαρβαρότητα του έξω κόσμου, στέκεσαι κλειστός και οχυρωμένος σαν τους πολεμιστές μέσα στα τείχη της πόλης σου απέναντι σε εκείνη την αμμοθύελλα μίσους και καχυποψίας που αδυνατείς να δεχτείς πως βασιλεύει στης γης την επικράτεια. Και σαν η λαίλαπα του πολέμου θα κατακλύσει τον κόσμο, εσύ τι θα απογίνεις; Δεν έχεις κουράγιο να αντικρίσεις τις στάχτες και τα αποκαΐδια, σε κατατρώει η ιδέα της ξαφνικής φυγής, σε ερεθίζει σαν εξάνθημα στο σώμα σου. Αλήθεια τόση αγάπη που χαρίζεται απλόχερα γιατί να γίνεται σκόνη και να σκορπάει, γιατί τόσες και τόσες αγκαλιές στον κόσμο; τόσα αγαπημένα βλέμματα να θυσιάζονται στον βωμό της αστείρευτης δίψας για πίκρα και δυστυχία; Δεν έχεις απαντήσεις, ποτέ δεν είχες και έχεις ταλαιπωρηθεί από την αναζήτηση, θυμάμαι που μου το συζητούσες ένα βράδυ. Μήπως ο κόσμος χτίστηκε λάθος και τα θεμέλια από κατασκευής είναι σαθρά; Τις πταίει και όλα γύρω γίνονται κομμάτια; Ο σοφός Ιρλανδός Όσκαρ Ουάιλντ, αυτός ο ρομαντικός και τρυφερός άνθρωπος που τόσο θαύμαζες, λοιδορήθηκε από τους κύκλους της απέχθειας προς το διαφορετικό και είχε πει πολύ σωστά, έγκυρα και στοχευμένα, πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους. Και πράγματι οι άνθρωποι, όχι παράλογα ή αφύσικα, κυνηγούν όσο τίποτε άλλο αυτά που τους χωρίζουν παρά αυτά που τους ενώνουν σαν μια κινητήρια διαβολική δύναμη να τους καταστρέφει τα συναισθηματικά κύτταρα που έχουν αποθηκευμένα στο ντουλάπι με το όνομα αγάπη. Έτσι και εσύ, φιλοσοφώντας τις ατέρμονες στιγμές σου χάνεσαι σε όνειρα θερινής νυκτός και ελπίζεις ενδόμυχα πως θα βγεις στο ξέφωτο μιας άλλης αυγής, ενός άλλου πρωινού ή δειλινού, περικυκλωμένος από εκείνους που δεν καραδοκούν για να σκοτώσουν το αθώο και αμόλυντο ελάφι που κρύβεις μέσα σου. Ελπίζεις πως θα βρίσκεσαι ανάμεσα σε εκείνους που διακαώς και με ζήλο σαν του Χριστού τους μαθητές ή σαν τον Γιάννη Αγιάννη ποθούν μια άλλη πραγματικότητα, έναν άλλο κύκλο εργασιών και δραστηριοτήτων, εκείνους που σπέρνουν σπόρους καλοσύνης και ραντίζουν με το ροδόνερο της αλήθειας την πλάση για να μην λάβουν πίσω τίποτα. Γιατί πάντα να αναμένεις αντάλλαγμα και να μη δίνεις, να μην προσφέρεις εις το όνομα του καλού και του αγαθού;

Και ενώ δεχόσουν αλλεπάλληλες ονειρικές επιδρομές και ακατάπαυστα τα πυρά από απειλητικές ληστρικές ομάδες που ονομάζουν εφιάλτες, τότε γεννήθηκε μέσα σου η ανάγκη να καταφύγεις στη βοήθεια ενός καταπραϋντικού χαπιού για να μπορέσεις για λίγο να κοιμίσεις τις ανήσυχες και ταραγμένες νυχτιές σου. Όχι τίποτα σοβαρό, όχι κάτι που θα σε κράταγε δέσμιο των πολλών δράσεων που είχες κατά νου, ένα προσωρινό καταφύγιο θα το ονόμαζες, ένα λιμάνι απάνεμο για να προστατευθείς για λίγο από τους μανιώδεις ανέμους και τις άγριες διαθέσεις του «καιρού». Γιατί να κρύψεις πως βαθιά μέσα σου μια φωνή ούρλιαζε πως και πάλι δειλιάζεις, πάλι υποκύπτεις στις πολλαπλές αδυναμίες σου, ξανακυλιέσαι στο βούρκο της απραξίας και της εύκολης λύσης. Μα πόσο να αντέξει μία ψυχή τα χτυπήματα της σκληρότητας των στιγμών; Ας τελείωνε το μαρτύριο αυτό και θα έβρισκες το κουράγιο να ξανασταθείς και πάλι στα πόδια σου. Μου είχες ορκιστεί πως δεν θα τα παρατούσες, θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου μέχρι την αυγή; Μέχρι να συμβεί αυτό βίωνες βασανιστικές θύελλες που έπρεπε να κοπάσουν, συνεχόμενα κύματα αϋπνίας από τα οποία λαχταρούσες να απαλλαγείς όσο τίποτε στον κόσμο. Βυθισμένος σε αυτή την επιτακτική και επιβεβλημένη σου ανάγκη να καταταχθείς, να στρατολογηθείς στο θαυμαστό σύμπαν της ηρεμίας τόλμησες να αναγεννηθείς μέσω της λύσης ενός φαρμακευτικού βοηθήματος ενώ γνώριζες πολύ καλά τις συνέπειες της χρήσης του. Μα τι τίμημα θα μπορούσες άραγε να πληρώσεις και τι κόστος θα είχε αυτή σου η διέξοδος σε μία βοήθεια που αν μη τι άλλο δεν την σχεδίασες αλλά προέκυψε υπό δυσμενείς  συνθήκες; Μα σε ρωτώ και εσύ στέκεσαι αμίλητος, δεν ακούω τίποτα από σένα, μόνο σιωπάς. Ο έλεγχος της αυτοσυγκράτησής σου ίσως εκτροχιάστηκε, ίσως υπέστη τρομακτική συντριβή ένα μέρος της αξιοπρέπειάς σου, ίσως συνετρίβη και έγινε θρύψαλα κάθε ελπίδα αντίστασης. Δεν άντεχες να βλέπεις το μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι σου και έφυγες μακριά για την Λατινική Αμερική μα ούτε και εκεί ησύχασες, έτσι μου γράφεις. Ίσως όμως πάλι όλα αυτά να είναι υπερβολές δικές σου γιατί κανείς δεν σε κατέκρινε ή δεν σου ζήτησε τον λόγο ή την ευθύνη για τις πράξεις σου. Σχοινοβάτες μοναχικοί νιώθουμε στον δρόμο που εμείς χαράζουμε και ακούραστοι περιπατητές πρέπει να είμαστε στον μαραθώνιο αγώνα της πάλης μας με καθετί που μας τραβάει πίσω. Αρκεί μια συνάντησή μας με τον Ηνίοχο του Μουσείου των Δελφών για να αντλήσουμε κουράγιο, τόλμη και δύναμη αντικρίζοντας με δέος το περίφημο μπρούτζινο άγαλμα του Απόλλωνα. Εσύ πια συνομιλείς μαζί τους και εγώ εδώ ακόμα σε περιμένω να μου πεις κάτι…

———————————————————-

Ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) ήταν Αυστριακός στην καταγωγή, συγγραφέας πολλών διηγημάτων και μυθιστορημάτων αλλά και δοκιμιογράφος μα και επιφανής βιογράφος σπουδαίων προσωπικοτήτων. Ευρύ και πολύπλευρο το φάσμα του έργου του γοητεύει μέχρι και σήμερα. Είχε την ατυχία να είναι Εβραίος σε μια εποχή όπου οι Εβραίοι της Ευρώπης διώκονταν μόνο και μόνο για την καταγωγή τους ενώ για εκείνον που υπήρξε και συγγραφέας, άνθρωπος διανοούμενος τα βιβλία του καίγονταν στην πυρά. Θεωρείται κορυφαία μορφή της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου μαζί με τον Γιόζεφ Ροτ, ο οποίος υπήρξε επιστήθιος φίλος του. Η συλλογή διηγημάτων του Αμόκ, διασώθηκε από την λαίλαπα του μίσους και πλέον διατίθεται προς ανάγνωση. Ο ίδιος μην μπορώντας να αντέξει την πραγματικότητα αυτοεξορίστηκε στη Βραζιλία με την αγαπημένη του όπου και μια μέρα του 1942 αυτοκτόνησαν πιασμένοι χέρι-χέρι έχοντας καταπιεί υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.