Οι σκέψεις ενός πολύ μοναχικού ανθρώπου (Γράμμα στον Βίνσεντ Βαν Γκογκ)

Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τις σκέψεις σου, μετέωρος στα λάθη που σου στερούν τον ύπνο σου. Τις σκέψεις που έχεις φορτωμένες στις πλάτες σου και σε κατατρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάθε πρωί ξυπνάς με έναν ιδρώτα φόβου για την επέλαση της μέρας που έρχεται, για τις ενέργειες που σε περιμένουν και τις φοβάσαι, όπως το θηρίο τον θηριοδαμαστή του. Και αν δεν καταφέρεις να βγεις αλώβητος από τη μανία που ορίζει η μοίρα σου και τελικά νικηθείς, πως θα αντικρύσεις το άλλο βράδυ το άλλο σου μισό και πως η ψυχή σου θα καταλαγιάσει σε θάλασσα φουρτουνιασμένη; Αυτά αναλογίζεσαι και δεν σε παίρνει στάλα ύπνου, πόσο θα ήθελες να κουρνιάσεις σε μίαν άκρη σαν παραχαϊδεμένος σκύλος σαν η κούραση σε κυριεύσει και μία αχνή αστροφεγγιά ονείρων σε συνεπάρει. Δυσκολεύεσαι να τιθασεύσεις τις ανησυχίες σου, τις ερινύες που σε κατατρώγουν, τα πάθη σου, είσαι όμηρος τους και ποιος θα έρθει να σε λυτρώσει και να σε παραδώσει στο Μορφέα, πόσο βασανιστικό να γέρνεις μια ζωή δίχως να βρίσκεις κάπου να ακουμπήσεις! Καμία ηρεμία δεν προβλέπεται σαν ξυπνήσεις, γνωρίζεις καλά πως όλα κινούνται διάσπαρτα στον αέρα και οσμίζεσαι πως θα βρεθείς ευάλωτος και εύθραυστος σε έναν κόσμο εχθρικό, αλλόκοτο, έναν κόσμο που δεν θα συμπονέσει την διαφορετικότητά σου και την έλλειψη δύναμης που έχεις. Δεν έχεις να επιδείξεις κατορθώματα παρά μόνο χρώματα που τόσο ωραία αναμειγνύεις γιατί είσαι ιδιοφυία αλλά δεν το ξέρεις. Εκεί έξω, μπροστά σε άγρια θηρία θα αναγκαστείς και πάλι να προοριστείς αλυσοδεμένος στο απύθμενο βάθος της συνείδησής σου που σε καλεί να δράσεις. “Αλλά σας παρακαλώ, ακούστε με και αφουγκραστείτε με, με τι όπλα θα αντικρούσω τις ομάδες εκείνες που επιβουλεύονται το μέλλον μου, την μέρα μου, την ίδια μου τη ζωή” ψιθυρίζεις αδύναμος και κατατρεγμένος. Γεννημένος σε έναν τόπο μακρινό – πόσο όμορφος ο τόπος καταγωγής σου που είναι ταυτισμένος με τις τουλίπες – κάπως πιο βόρεια και λίγο μακριά από εδώ, λίγο πιο πέρα από αυτή την μικρή πόλη της νότιας Γαλλίας όπου ξαποσταίνεις τα βάσανά σου και όπου πνέουν άνεμοι μέτριοι. Εδώ συνήθως οι άνθρωποι δεν γερνούν πριν τα 60 τους μα εσύ μοιάζεις να έχεις ήδη γεράσει, πέρασες και στα ανθρακωρυχεία στο Βέλγιο πολύ δύσκολα. Εσένα σου φαίνεται πως γεννήθηκες χθες γιατί έχεις παιδική και αμόλυντη ψυχή, το παιδί μέσα σου διαβάζει παραμύθια, σαν αυτά που βλέπεις με τα δικά σου μάτια να εξελίσσονται στα σύννεφα της λογικής σου και πολλές φορές αδυνατείς να κατανοήσεις, να βρεις σημάδια που θα σου εξηγήσουν προς ποια κατεύθυνση να οδηγηθείς για να τα ερμηνεύσεις. Είσαι ένας ταπεινός ζωγράφος, ένας απλός διαχειριστής χρωμάτων που καταλαβαίνει περισσότερα από αυτά που θέλουν να του καταλογίσουν οι γύρω του, είσαι ένας όμηρος των ονείρων μου και έχεις ασίγαστο το πάθος και την φλόγα για δημιουργία. Διολισθαίνεις όλο και πιο τολμηρά στον διάλογο με τον εαυτό σου μιας και σε αυτή την μικρή γωνιά του πλανήτη που η δραστηριότητα είναι λέξη άγνωστη, καταπιάνεσαι με όλα αυτά που μπορούν να σε οδηγήσουν στην αναγέννησή σου, σε μίαν ανάσταση. Εδώ στα πράσινα και γεμάτα στάχυα τοπία, στα μέρη που θυμίζουν πίνακα των προγόνων σου, βρίσκεις τη διάθεση να ξεδιπλώσεις τον χρωματικό σου κόσμο και τις συνθέσεις σου υπό το φως του ήλιου που χρωματίζει το πρόσωπό σου και τα κοκκινωπά γένια σου. Εδώ στην εξοχή ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου και όλα αυτά που σου στερεί η πόλη και η βουή της. Ο καλός σου αδερφός φροντίζει και σου στέλνει κάποια λίγα χρήματα για να επιβιώνεις και για τα έξοδά σου. Εδώ παρέα με τις πεταλούδες και τα άκακα ζωύφια που βιώνουν τα δικά τους ανέμελα μουσικά δρώμενα μέσα στη μητέρα φύση ανακαλύπτεις πόσο μικροσκοπικός και λιλιπούτειος είσαι, πόσο η μαγεία της πλάσης μπορεί να σβήσει τις μικρές πληγές με τις οποίες το σώμα σου γεμίζει σαν έρχεσαι σε επαφή με κάθε λογής ανόητους, μνησίκακους και μοχθηρούς ανθρώπους. Για αυτό και τους παραμερίζεις, τους προσπερνάς, απομακρύνεσαι από αυτούς και ορθά πράττεις, η φύση είναι η καλύτερη σύντροφός σου γιατί και από τις γυναίκες πικράθηκες πολύ. Γιατί εσένα η ζωή σε έστειλε επισκέπτη σαν έναν άλλο Χριστό, σε όρισε περιπλανώμενο, σε θέλει παρατηρητή και όχι πρωταγωνιστή, δεν την κακολογείς, δεν της χρωστάς εξάλλου και ούτε σου χρωστάει. Πράγματα δίκαια, ακριβοδίκαια. Άραγε γιατί κλονίζεσαι από την αμαρτία να γεύεσαι τους πικρούς καρπούς μίας ζωής στεγνής από συναίσθημα; Ακόμα πάσχεις να δώσεις απαντήσεις στο πολύπαθο και μπλεγμένο από τις απορίες μυαλό σου. Αλλά δεν το βασανίζεις κάθε μέρα τόσο πολύ με την πάλη αυτή του εγώ σου, κρατάς και εσύ τις αποστάσεις από την αλήθεια σου, βυθίζεσαι σαν δύτης στον πάτο της ζωής σου και ξεμακραίνεις από τους γύρω σου, μιας και αυτοί δεν σε υπολογίζουν σχεδόν καθόλου. Έτσι και αλλιώς και αυτό να τους πεις σε βολεύει, σε ησυχάζει, σε ανακουφίζει, θες να είσαι αόρατος ανάμεσα στους ορατούς, διαφανής σαν κρύσταλλο. Έχεις για παρέα το καβαλέτο σου και την παλέτα σου, τη φύση την γλυκοφιλούσα, στην αγκαλιά της κλείνεσαι γιατί ξέρεις πως είναι αγνή και δεν θα σου κάνει κακό για αυτό και την αποκαλείς μητέρα σου. Τα βράδια που γυρνάς από τη δουλειά το κορμί σου και το μυαλό σου είναι εξαντλημένα από τις σκέψεις, σκέφτεσαι συνεχώς τις μίξεις και τα τοπία και ευτυχώς έχεις τη μουσική να σου απαλύνει τον πόνο της ψυχής σου και σαν το βιολί του Μότσαρτ περάσει στις φλέβες σου έχεις την πεποίθηση πως θα ξαναγεννηθείς σαν τις τουλίπες που τόσο αγαπάς. Τι θαύματα κάνει αυτή η μουσική, πόσο μπορεί και μας ανεβάζει στα ουράνια στρώματα, εκεί που μόνοι και έρημοι αλλά ήρεμοι μπορούμε και ατενίζουμε τον κόσμο σαν τον μικρό πρίγκιπα του Σεντ Εξυπερύ. Εκεί ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους αυτού του μικρού και ήσυχου καταφυγίου που το έχεις ονομάσει Κίτρινο σπίτι βρίσκεις και αντλείς τη δύναμη για την επόμενη μαρτυρική σου μέρα πριν χαθείς κάτω από τα σεντόνια έχοντας γεμίσει το στομάχι σου με λίγη τροφή που δεν απολαμβάνεις να ετοιμάσεις μα την έχεις ανάγκη. Σε κουράζει αυτή η διαδικασία αλλά έτσι κρατιέσαι όρθιος και όσο αντέξεις, γιατί μόνο για τη ζωγραφική νοιάζεσαι, ούτε καν για σένα τον ίδιο. Τουλάχιστον ο γείτονάς σου, ο κύριος Dubois μπορεί και σε καταλαβαίνει και καμιά φορά συναντιέστε και ανταλλάσετε τα νέα σας. Η αλήθεια είναι πως έχεις ανάγκη από ανθρώπινη επαφή γιατί κοχλάζει μέσα σου το αίσθημα της απώλειάς σου, σε φοβίζει που φοβάσαι τα πάντα, το κουράγιο σου εξαντλείται λίγο λίγο και τα πρόθυρα της τρέλας σου είναι κοντά, το νιώθεις εξάλλου. Αλλά όχι δεν θα αφεθείς, τουλάχιστον όχι ακόμα, στη μανία που σε κυνηγά, θα αντισταθείς όσο κυλάνε οι μέρες και τρέχουν οι μήνες μήπως και η θεραπεία σου έρθει από μέσα σου, σαν ένα μικρό θαύμα που σε λίγο θα συμβεί. Αναρωτιέσαι πολλές φορές πως μπορείς μέσα στον πυρετό αυτόν που σε κατατρώει σαν το σαράκι να αντιστέκεσαι τόσο σθεναρά, να πατάς πόδι και να συνεχίζεις να συλλογίζεσαι, να πράττεις, να γράφεις, να γεμίζεις με χρώμα το κενό που έχεις μπροστά σου. Ώρες ώρες πραγματικά σε θαυμάζω τόσο πολύ που φοβάμαι και εγώ μην σου μοιάσω. Μικρός θυμάσαι να τρέμεις τις πολλές συναναστροφές, να πηγαίνεις στο βάθος της τάξης για να οργανώσεις τις δυνάμεις σου ενάντια σε έναν αόρατο εχθρό, έναν απρόσμενο εισβολέα που μάλλον ποτέ δεν θα έρθει αλλά εσύ σαν άλλη Πηνελόπη ίσως και να τον περίμενες για να επιβεβαιώσει τον καθωσπρεπισμό και τον πανικό που σε διακατέχει. Αλλά για ποιον καθωσπρεπισμό να μιλήσεις, δεν έχεις αυτό το δικαίωμα. Έχεις δυστυχώς απολέσει κάθε δικαίωμα γιατί δεν είσαι άξιος να το διαχειριστείς, αλίμονό σου ταλαίπωρε! Να ‘ξερες πως σε καταλαβαίνω, και εγώ τα ίδια περνάω. Σαν περπατάς στο δάσος του μυαλού σου όπου έχουν φυτρώσει ένας σωρός αγριόχορτα και σου κρύβουν τη θέα βρίσκεις κάτι ξέφωτα και κάτι ανοίγματα τόσο όσο για να μυρίσεις λίγο καλοκαίρι. Τι αναμνήσεις όμως και αυτές που σε ζυγώνουν και δεν λένε να εξαφανιστούν, πόσο ισχυρές είναι τελικά οι γλώσσες της φωτιάς που καίνε μέσα σου και δεν λένε να σβήσουν παρά τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει. Είχες την εντύπωση πως είχες υποδουλώσει τον φόβο μέσα σου αλλά αυτός όλο και ξεπηδά για να δηλώσει παρουσία, ένας φόρος που όλο πρέπει να τον πληρώσεις και ποτέ δεν ξεχρεώνεται. Να η σωστή λέξη που έψαχνες καιρό τώρα, χρέη πολλά χρέη, σαν σε μία άλλη ζωή να έκανες κακό και τώρα πληρώνεις το τίμημα, δεν θέλεις όμως αυτό το σενάριο ούτε να το σκέφτεσαι. Νομίζεις πως όλα αυτά που σου συμβαίνουν είναι βαρετά και με κουράζεις, αλλά μην το ξαναπείς γιατί εγώ είμαι φίλος σου και είμαι εδώ για να σε ακούσω Βίνσεντ, οπότε συνέχισε, εγώ το έχω ανάγκη να σε ακούσω. Με ρωτάς αν έχω εγώ την λύση που ψάχνεις, πολύ αμφιβάλλω γιατί ούτε και εγώ ξέρω τι θέλω, μάλλον ξέρω αλλά δεν τολμώ να το ξεστομίσω, σε καλώ λοιπόν να το μοιραστείς σε εμένα τον φτωχό, τον ποταπό, τον δειλό, τον παράξενο. Έχεις μέσα σου τόση αγάπη αλλά που να την δώσεις, με ποιον να την μοιραστείς, πού να την διοχετεύσεις, ίσως αγγίζοντας το σκύλο που συναντάς κάθε πρωί στην πορεία σου προς τα λιβάδια, τη μικρή πασχαλίτσα που σε περιμένει πάνω σε έναν ηλίανθο ή τη χελώνα που σε κοιτάει κατάματα σαν διασχίζεις την πεδιάδα για να πάς στην αποστολή σου. Αυτή η λαμπερή φύση είναι τόσο γενναιόδωρη μαζί σου και σου αποκαλύπτει όλα αυτά τα ζωντανά πλάσματα, τις υπέροχες δημιουργίες ενός Θεού που δεν στερείται έμπνευσης. Ώρες ώρες μου εκμυστηρεύεσαι πως ζηλεύεις τους τυφλούς ανθρώπους, και αλήθεια ντρέπεσαι που το λές αυτό, αλλά όχι γιατί να ντραπείς, αφού και εσύ έτσι νιώθεις, σαν τυφλός ανάμεσα σε αυτούς που νομίζουν πως βλέπουν. Γιατί οι τυφλοί άνθρωποι, έχουν αυτό το απίστευτο χάρισμα, αυτή την πολυτέλεια, αυτή την υπέροχη και αξιοζήλευτη δυνατότητα να μην αντικρίζουν αυτά που εσύ, ως απλός και ασήμαντος άνθρωπος που τον χλευάζουν, αντιμετωπίζεις κάθε μέρα, δηλαδή την ασχήμια των ανθρώπων, όχι την φυσική φυσικά. Μιλάς για την ασχήμια των ψυχών, την ασχήμια ενός κόσμου που ολισθαίνει στον βούρκο του τίποτα, την ασχήμια ενός κόσμου μοχθηρού που τρώει σαν σαράκι τον άνθρωπο που τρέφει καλοσύνη και τρυφερότητα. Εσύ είσαι αγαθός σαν χελιδόνι και καθαρός σαν ουρανός και όμως ο κόσμος είναι κακός. Αυτή η ασχήμια που εσύ θέλεις να χαστουκίσεις, να σβήσεις από τον χάρτη, να εξαλείψεις, είναι κάτι που δεν ξέρεις πραγματικά τι δυνάμεις άλλες δικές σου, προσωπικά δικές σου να επιστρατεύσεις για να την αφανίσεις. Διακατέχεσαι από αυτή την ζήλεια και το μοιράζεσαι με μένα γιατί ούτε καν με γνωρίζεις, εμένα τον άσχετο, τον άγνωστο που βρέθηκα εδώ να σε αφουγκραστώ να μου αφηγείσαι μια ζωή γεμάτη αγκάθια που αναζητά τα λουλούδια. Βγαίνεις στο μπαλκόνι πολλές φορές ή απλά ανοίγεις το παράθυρο και ο ουρανός σε καλεί να τον συναντήσεις, στις σκέψεις σου φωλιάζει μία δίψα για φυγή από αυτόν τον κόσμο, σαν να μην έχεις πια τίποτα να ανταλλάξεις, ούτε καν μία κουβέντα γιατί γνωρίζεις βαθιά πως θα λάβεις ως επιστροφή απογοήτευση και θλίψη. Μου ζητάς να σου συγχωρήσω αυτή την απαισιοδοξία και την πλημμύρα δυσαρέσκειας που μου προκαλείς, μα μην το κάνεις θέμα. Ας είναι καλά ο γλυκός σου κ. Dubois που σε συμπονά και σε κερνά ένα κονιάκ ανοίγοντάς το σπίτι του σε εσένα και την πληγωμένη ψυχή σου, αυτή η ανταλλαγή η σύντομη αλλά τόσο σημαντική ξέρω πόσο σε αγαλλιάζει, πραγματικά σε αναγεννά. Γιατί τελικά τι είναι η ψυχή άλλο από ένα σπουργίτι που όσο πιο πολύ κελαηδάει και λαλεί τόσο θρέφεται και μπορεί και αναπνέει και ανοίγει τα φτερά του. Μακάρι λες να με ξεχάσετε, να με αφανίσετε από του μυαλού σας τα κιτάπια, να διαγράψετε το όνομά μου από τη μνήμη σας και έτσι να γίνω και εγώ ένα ανώνυμο πουλί που κανείς δεν έχει λόγο να θυμάται το πέρασμά του από αυτή την ατελείωτη και κουραστική ματαιότητα. Μα προφανώς θα αστειεύεσαι αγαπημένε μου φίλε, πώς μπορώ να σε ξεχάσω, πώς μπορώ να λησμονήσω την φυσιογνωμία σου και την ομορφιά της ψυχής σου! Και συνεχίζεις σαν σε παραλήρημα: “Πόσο λάθος έκανα που ήρθα εδώ, σε αυτόν τον κόσμο που είναι γεμάτος θλιβερές υπάρξεις, κακεντρεχείς μικρούς ανθρώπους, επαρμένους που παριστάνουν τους σοφούς και κατευθύνουν την γνώση σαν αυτή να τους ανήκει για πάντα. Αυτούς τους “πρίγκιπες” τους αναδεικνύει η βασιλεία της μετριότητας, αλλά δεν θα συνεχίσω γιατί θα με θεωρήσετε φλύαρο και θα σταματήσετε να διαβάζετε και εγώ έχω τόσα ακόμα να σας εξομολογηθώ. Λίγο πριν πιω το κώνειο της αυτοδιάλυσής μου και της αυτοεξορίας μου μακριά από εδώ ανεχτείτε με, έστω λίγες ώρες ή λίγες μέρες, υπόσχομαι σύντομα να σας απαλλάξω από την παρουσία μου, εξάλλου τι νόημα έχει να συνεχίζω να υπάρχω αφού εκεί, πέρα, δεν έχω πάει για να ξέρω πως είναι αλλά φαντάζομαι πως σίγουρα είναι καλύτερα από εδώ. Θα βρω εκεί γαληνεμένη ομορφιά, απέραντη λιβαδοχώρα όπου θα έχω όλο τον χρόνο να απολαύσω. Αυτό που εγώ συμπέρανα, με το μικρό και ανόητο μυαλό μου, τον συρρικνωμένο νου μου είναι πως η γνώση είναι ποτάμι αγνό, καθαρό, ατόφιο, γάργαρο και ρέει αντίθετα και κανονικά, δεν προσποιείται πως κατοικεί κάπου, διαχέεται χωρίς να επιζητά κατάκτηση, μεταφέρεται δωρεάν και γεύεται την ελευθερία, δεν μπορεί να ξεπηδά από μυαλά που είναι δειλά, απόμερα, αλυσοδεμένα στον τοίχο της απομόνωσης, όχι βέβαια γιατί η απομόνωση είναι ένα δωμάτιο κλειστό και υγρό ή ανήλιαγο. Κάθε άλλο, η απομόνωση που επιδιώκει ο κάθε πραγματικός σοφός είναι μία γωνιά όπου παρέα με την ηρεμία του και τον συλλογισμό του σπέρνει ευτυχία πνεύματος και θερίζει αγαλλίαση ψυχής, αυτός πρόκειται να ζήσει μία ζωή μοναχική”. Προσπάθησε για χάρη μου να μην αυτομαστιγώνεσαι άλλο, να ξαποστάσεις, να σκεφτείς και πέτα αυτό το πιστόλι που έχεις κρυμμένο στο συρτάρι σου, μην σε βρει κανένα κακό. Δες πόσο όμορφο είναι ένα τοπίο που χαμογελάει στον ήλιο και αυτός με την σειρά του τού χαρίζει ακτίνες φωτός και το μεταμορφώνει σε παραδεισένιο. Τι χρειάζεται περισσότερο ο άνθρωπος από την θέα της θάλασσας που κυματίζει και με το νερό της αγκαλιάζει κάθε ύπαρξη ενώ εκείνος δειλά δειλά την αγγίζει και της εκμυστηρεύεται κάθε του χαρά και λύπη! Εκεί μέσα θα σε βρω να αγναντεύεις πέλαγα, να χαϊδεύεις ελάφια, να κυλιέσαι στα απέραντα γρασίδια της ψυχής σου, έτσι που κανείς να μην μπορεί να σε σταματήσει σαν θελήσεις να μείνεις εκεί για πάντα για να ξεφύγεις από τον αχό της εποχής που σου πλημμυρίζει τα αυτιά με άχρηστο θόρυβο και βρώμικα λόγια και σου στερεί την γαλήνη και την νηνεμία σου. Εκεί αγκαλιά με ένα βιβλίο του Ζολά ή του Ντίκενς να μετράς τα άστρα και να μετράς τους ανέμους που σου χαϊδεύουν τρυφερά τα κοκκινωπά μαλλιά σου, αυτά είναι όλα που θα επαναφέρουν το μυαλό σου στην θέση του, να γλιτώσεις από τους χτύπους της κουρασμένης πόλης και της ακόμα πιο βαρετής δουλειάς που κάποτε είχαν αιχμαλωτίσει την ευτυχία σου. Ενώ εκείνη τρέχει πέρα μακριά και σε περιμένει σαν πλοίο στο πέλαγος να την πλησιάσεις, να της ψιθυρίσεις της αλήθειας το παραμύθι και να την αποκοιμίσεις, παρέα και εγώ ψηλά εκεί μαζί σου να αγναντεύουμε το άπειρο, εκεί που κανείς δεν θα μπορεί να μας ξετρυπώσει, σαν τον λαγό που κρύβεται για να απολαύσει μοναξιά.

———————————————–

Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (1853-1890) υπήρξε Ολλανδός ζωγράφος, ο οποίος πούλησε μόνο έναν πίνακα κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Ο πατέρας του ήταν πάστορας και επιθυμούσε και για τον ίδιο να ακολουθήσει αυτό το λειτούργημα. Ο ίδιος βρέθηκε στο Βέλγιο να βοηθάει τους φτωχούς στα ανθρακωρυχεία, ώσπου είχε μείνει ρακένδυτος και ο αδερφός του Τεό, ο φύλακας άγγελός του, συνέτρεξε για τον βοηθήσει. Υπήρξε ο βασικός χρηματοδότης του και ο μόνιμος συνοδοιπόρος του, άλλωστε έχει σωθεί και η περίφημη αλληλογραφία τους. Ο Βαν Γκογκ έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αρλ, στη Νότια Γαλλία όπου και δημιούργησε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του, καθώς το τοπίο τον ενέπνεε. Δεν είχε πολλούς φίλους και ζούσε μοναχικά και αποκλειστικά για τη ζωγραφική, την οποία υπηρέτησε πιστά μέχρι τέλους. Έβαλε τέλος στη ζωή του σε ηλικία 37 ετών αφού δεν άντεξε άλλο την αδύναμη και ασθενική του φύση.