Έλλη Λεμονίδου, Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918). Ιστορίας μιας οικουμενικής καταστροφής, Εκδόσεις Εστία

Στο βιβλίο του “Η Ζωή εν Τάφω” που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία σε αναθεωρημένη έκδοση, ο Στρατής Μυριβήλης μιλάει για τον στρατιώτη Κωστούλα, έναν στρατιώτη εθελοντή. Πρόκειται για έναν ανώνυμο ήρωα με πίστη στην πατρίδα, ο οποίος φεύγει για το μέτωπο και στα γραπτά του καταγράφει τον ανήσυχο κόσμο της ψυχής του και τη φοβία του για το αν αυτή η εκστρατεία προς το άγνωστο άξιζε τελικά τον κόπο. Σαν τον Κωστούλα όμως είναι άπειροι αυτοί που βίωσαν την βαρβαρότητα και τον αλληλοσπαραγμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενός άδικου πολέμου που οι άνθρωποι πλήρωσαν με την ζωή τους για ιδανικά βαμμένα με αίμα και δίχως μια πραγματική ελπίδα για ειρήνη, η ειρήνη κενό γράμμα άνευ περιεχομένου και η ζωή τους μία παρτίδα παιγμένη στο σκάκι.

Βλέπει ο ίδιος ο Κωστούλας να χάνονται συμμαχητές και συμπολεμιστές φίλοι του όπως ο Γιγάντης, βλέπει την αιματοχυσία, τον πόλεμο των χαρακωμάτων όπου επικρατεί το γνωστό τροπάριο ‘ο θάνατός σου η ζωή μου’. Ο ίδιος αδυνατεί να πιστέψει όσα βλέπει, λιγοψυχά και με τραυματισμένη την ψυχή και πληγωμένη την καρδιά μακριά από την αγαπημένη του γυναίκα παλεύει με τα θηρία και προσπαθεί να εμψυχώσει και τους άλλους, τα αποθέματα όμως μοιάζει να λιγοστεύουν και ο λόγος του γίνεται όλο και πιο δραματικός, πιο νοσταλγικός, πιο μελαγχολικός. Οι νεκροί του Α’ Παγκοσμίου πολέμου είναι θύματα μιας διαμάχης δίχως πραγματικούς νικητές και αυτό φάνηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τόσο στο μεσοπόλεμο όπου πέθαναν πιο πολλοί άνθρωποι από ό,τι κατά τη διάρκεια του Μεγάλου πολέμου.

Ένας πόλεμος σαν το αδειανό πουκάμισο του Σεφέρη

Στο βιβλίο αυτό, ένα εξαιρετικό πόνημα της Έλλης Λεμονίδου που αφηγείται με πολύ ακρίβεια τα όσα συνέβησαν πριν κατά τη διάρκεια και μετά τον Μεγάλο Πόλεμο όπως συνηθίζεται να λέγεται, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το πρώτο συγκλονιστικό και φρικιαστικό συνολικό έγκλημα του 20ου αιώνα- οι επίσης αιματηροί Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν τοπικό χαρακτήρα – στο οποίο κατέφυγαν τόσα και τόσα έθνη μέσα από μία αλληλουχία γεγονότων που το πυροδότησαν οι φιλοδοξίες και η αδυναμία συνεννόησης. Ο Τζίνο Τζίνι στο βιβλίο του “Το συνέδριο των νεκρών”, έγραφε για τους στρατιώτες που χάθηκαν στην μάχη: “Ένα πελώριο γιατί πλανάται πάνω από τα όνειρά τους και τις συνειδήσεις τους και σαφώς ο χρόνος δεν γυρνάει πίσω, ω γέγονε γέγονε! “{…} θα έλεγα ότι όλοι εμείς, μικροί και μεγάλοι, επιφανείς και ασήμαντοι, διάσημοι και άσημοι, εργαζόμαστε πάνω στον αργαλειό της ιστορίας, κι είμαστε εμείς οι ίδιοι οι κλωστές του υφάσματος που κατασκευάζουμε, δίχως όμως να κατέχουμε το σχέδιο ͘  νήματα ενός αόρατου ιστού ͘  κάποια νήματα είναι χρυσά ή μεταξένια, κάποια άλλα βαμβακερά ή από στουπί”.

Αυτή είναι κατά μία έννοια η πεμπτουσία της ματαιοδοξίας για μία σύρραξη που θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί και όμως τα συμφέροντα έδωσαν και πάλι τον δικό τους χορό εις βάρος της πολύπαθης ανθρωπότητας που μετρά νεκρούς νέους στρατιώτες, μητέρες, παιδιά, ηλικιωμένους και έναν πολύ σημαντικό αριθμό προσφύγων και αμάχων που βίωσαν τις συνέπειες του πολέμου αλλά και της μεταπολεμικής περιόδου. Η συγγραφέας του βιβλίου παραθέτει εξονυχιστικά και με πάσα λεπτομέρεια έναν μεγάλο αριθμό γεγονότων και αιτιών που οδήγησαν στο ξέσπασμα του πολέμου και τις ατελείωτες μάχες. Η Έλλη Λεμονίδου, μέσα από την αφήγηση των γεγονότων, ξεδιπλώνει το κουβάρι των πολιτικών, κοινωνικών και ιστορικών εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και την Αμερική που έλαβε και εκείνη μέρος σε αυτόν τον ντροπιαστικό για όλους πόλεμο. Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος είναι το γεγονός που επισφράγισε την εισαγωγή της έννοιας του μαζικού, βιομηχανοποιημένου θανάτου στην ιστορία της ανθρωπότητας”.

Ένας πόλεμος ολέθρια τραγικός σαν αρχαία τραγωδία

Πράγματι, ο πόλεμος αυτός στοίχισε τη ζωή σε πολλά αθώα θύματα γιατί όπως λέει και ο Πωλ Βαλερύ -και έχει δίκιο- πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν. Αυτή λοιπόν τη ζοφερή πραγματικότητα περιγράφει η συγγραφέας χαρίζοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να μάθει για τα πολιτικά πρόσωπα και τους στρατιωτικούς που έπαιξαν ρόλο στις αποφάσεις εκείνης της περιόδου. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η κρίσιμη απόφαση της Γερμανίας να αποδείξει την ηγεμονία της – κάτι που θα επαναλάμβανε ανεπιτυχώς για δεύτερη φορά και στην συνέχεια – στρεφόμενη εναντίον άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων μέσα από μία ισχυρή συμμαχία με άλλες δυνάμεις εξίσου ισχυρές. Στην αντίπερα όχθη, θα είχε να αντιμετωπίσει την Αντάντ που αποτελούνταν από Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία και άλλες δυνάμεις, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.

Οι επιπτώσεις είναι πάμπολλες από αυτήν την αιματηρή παγκόσμια σύγκρουση, κυρίως μια Ευρώπη διαλυμένη κυριολεκτικά από τις συρράξεις με τον θάνατο εκατομμυρίων αμάχων και στρατιωτών στα χαρακώματα, οικονομική καταβαράθρωση, κοινωνίες διαλυμένες, οικογένειες διαμελισμένες και κατεστραμμένες, δημόσια οικονομικά των κρατών κλονισμένα αφού έχουν δαπανήσει τεράστια ποσά στον πόλεμο και έτσι βρίσκονται υπό πλήρη κατάρρευση. Με λίγα λόγια, το κοινωνικό κράτος εμφανίζεται σχεδόν ανύπαρκτο. Η φρίκη του πολέμου προκαλεί μια συγκλονιστική κρίση συνείδησης στου Ευρωπαίους που αμφισβητούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Έχουμε άρνηση των παραδοσιακών αξιών, φυγή στο παράλογο, αμφισβήτηση της κατεστημένης κοινωνικής τάξης των ελίτ και αναζήτηση εξόδου από το αδιέξοδο με μία τάση στην γενική ανατροπή (κάτι που εκφράζεται και μέσω του σουρεαλισμού). Όσα καταθέτει η Έλλη Λεμονίδου με επιστημονική επάρκεια και αρτιότητα αποδεικνύουν αυτό που έλεγε κάποτε και ο Γερμανός καγκελάριος Φον Μπίσμαρκ και το οποίο αποδείχθηκε προφητικό: “Αν ξαναγίνει πόλεμος στην Ευρώπη, θα ξεκινήσει από κάποια ανοησία στα Βαλκάνια”.

“Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ένα από τα πιο κρίσιμα διακυβεύματα σε εθνικό, τοπικό και ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο ήταν η διατήρηση και η ανάδειξη της μνήμης του γεγονότος, με επίκεντρο την απόδοση τιμής στους πεσόντες”.

“Η είσοδος των Άγγλων στον πόλεμο άλλαζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δυναμική προσδίδοντας διαστάσεις που υπερέβαιναν τα ευρωπαϊκά όρια, λόγω της παγκόσμιας κυριαρχίας της Βρετανίας στη θάλασσα και του εκτεταμένου δικτύου των αποικιών της”.