Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, Δρ Τζέκυλ κος Χάιντ, Εκδόσεις Αίολος

Ο Mark Twain είχε πει κάποτε πως κλασικό είναι ένα βιβλίο που όλοι το επαινούν και κανείς δεν το διαβάζει. Ο Στήβενσον, στο μυθιστόρημα αυτό καταθέτει μία ιστορία, η οποία ξεπερνά κατά πολύ τα όρια ενός απλού μυθιστορήματος και αυτό γιατί ο συγγραφέας διεισδύει σε πεδία πολύ ευαίσθητα που αγγίζουν τα σύνορα της ψυχολογίας, της μεταφυσικής, της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε στο μεταίχμιο μιας ολόκληρης εποχής, εκείνης που ξεκινά με την εκβιομηχάνιση της ευρωπαϊκής ηπείρου, με την έλευση της επιστήμης σε πρώτη προβολή, εκείνης που ο άνθρωπος πασχίζει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τις συνέπειες στη ζωή του. Δεν είναι ο μόνος ο Στήβενσον που καταπιάνεται με ένα τέτοιο θέμα, απλά εκείνος προσφέρει στην αφήγησή του μία δόση φόβου και τρόμου για την αλλαγή της φύσης του ανθρώπου.

Η τρομακτική ιστορία που επινοεί ο Στήβενσον δεν είναι έκπληξη, το είχε “διαπράξει” με μεγάλη επιτυχία και στο Νησί των Θησαυρών, όπου ο τρόμος εναλλασσόταν με την περιπέτεια και εκεί έδειξε, έστω και σε μία ιστορία που έμελλε στα επόμενα χρόνια να συγκινήσει κυρίως νέους, το μεγαλείο της συγγραφικής του δεξιότητας και την ψυχολογική ακτινογραφία των χαρακτήρων των ηρώων του. Σε αυτό το πολυεπίπεδο και πολυσχιδές μυθιστόρημα, ο Στήβενσον κατεβαίνει στον Άδη των ψυχών και ως ψυχαναλυτής πριν τους ψυχαναλυτές καταθέτει ενώπιόν μας την πάλη του εαυτού μας με το άλλο του μισό. Ο Στήβενσον αναμετριέται με τα φαντάσματα και τις σκιές που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και τα αναδύει για να τα αναλύσει μέσα από την μυθοπλαστική του τέχνη, πατώντας όμως σε διάφορες επιστήμες όπως και εδώ και αναδεικνύοντας

Ένα δίπολο διαταραχής και αναζήτησης ταυτότητας

Ο μύθος του προσώπου του Δρ Τζέκυλ που μεταμορφώνεται σε κύριο Χάιντ και τούμπαλιν είναι απόρροια μιας κάποιας εσωτερικής σύγχυσης του σύγχρονου ανθρώπου, είναι η προσωποποίηση του καλού και του κακού σε ένα πρόσωπο έτσι όπως είχε εμφανιστεί και σε άλλες αφηγήσεις όπως εκείνης του Γκαίτε με τον πρωταγωνιστή Φάουστ, του Ντοστογιέφσκι με τον Ρασκόλνικοφ, του Μολιέρου με τον Δον Ζουάν, για άλλους όμως λόγους. Όπως εύστοχα αναφέρεται στον εξαιρετικό επίλογο που έχει επιμεληθεί ο εξαίρετος μεταφραστής του έργου Θόδωρος Καλοπίσης -και αξίζουν συγχαρητήρια και στις εκδόσεις Αίολος για αυτήν την έκδοση-, ο Τζέκυλ είναι ένας φαουστικός άνθρωπος. Σημασία, στο τέλος – τέλος, έχει η εγγραφή του ήρωά μας μέσα στα πλαίσια του μύθου του φαουστικού ανθρώπου, καθώς επίσης στην εξέλιξη του μύθου αυτού. Ο Δρ Τζέκυλ που μεταμορφώνεται σε κύριο Χάιντ είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τα ίδια του τα επιστημονικά ευρήματα.

Ο ίδιος ο Δρ Τζέκυλ είναι αναμφίβολα ένας άνθρωπος του καιρού του που παλεύει από την μία να είναι συμβατός με όσα υπαγορεύει ο κοινωνικός περίγυρος και τα ορθά κοινωνικά πρότυπα ενώ από την άλλη πασχίζει να ξεφύγει από τον καθωσπρεπισμό και μετατρέπεται σε ένα περίεργο ον που δεν υπόκειται σε κανόνες, είναι έρμαιο των άμεσων επιθυμιών του και δεν υπολογίζει καμία γνώμη σαν θελήσει να επιτύχει όσα έχει κατά νου. Αναρωτιέται εύλογα λοιπόν και μοιάζει διχασμένος και σε απόλυτη σύγχυση όταν διαπιστώνει και έρχεται αντιμέτωπος με τις δικές του προσωπικές ανακαλύψεις. “Ναι, είχα πέσει στο κρεβάτι μου σαν Χένρυ Τζέκυλ, και είχα ξυπνήσει σαν Έντουαρντ Χάιντ. “Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό;” Έτσι ρώτησα τον εαυτό μου. Και ύστερα, μ’ ένα καινούργιο αναπήδημα τρόμου: “Πώς θα γινόταν να θεραπευτεί;”.

Αυτό που κατανοούμε είναι πως τότε όπως και σήμερα είναι επιβεβλημένη η ορθή χρήση της επιστήμης, η επιστήμη οφείλει να υπηρετεί τον άνθρωπο και εκείνος να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις αντιδράσεις που αυτή μπορεί να επιφέρει όταν δεν έχει σχεδιαστεί σωστά. Ο Δρ Τζέκυλ είναι λοιπόν θύμα της δικής του επιστήμης και οδηγείται μαθηματικά στη διχοτόμηση του ίδιου του του εαυτού, η οποία όμως συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό που καταλήγει ανεξέλεγκτη για εκείνον. Ο ίδιος γίνεται έρμαιο του κακού του εαυτού του κυρίου Χάιντ και πλέον πραγματοποιείται ένας αγώνας ανάμεσα στον πρότερο εαυτό του και τον τωρινό, αυτόν που όλοι αποδοκιμάζουν αλλά εκείνος ως δημιουργός του πιο αποτρόπαιου τέρατος κλείνεται στον εαυτό του. “Όλες οι ενδείξεις έμοιαζαν να καταλήγουν σε τούτο: ότι σιγά – σιγά έχανα τον έλεγχο του αρχικού και καλύτερου εαυτού μου, και καταντούσα σιγά – σιγά να ταυτίζομαι με τον δεύτερο και τον χειρότερο. Τώρα συναισθάνθηκα ότι έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο. Οι δύο φύσεις μου είχαν τη μνήμη τους κοινή, όλες οι άλλες τους όμως ιδιότητες ήταν μοιρασμένες εντελώς ανόμοια μεταξύ τους”.

Οι ερμηνείες για αυτό το έργο είναι πολλές γιατί είναι ένα έργο που πραγματεύεται ποικίλες πτυχές του ανθρώπου της εποχής του Στήβενσον και των ανησυχιών του, ένα έργο που αντανακλά πλήθος αγωνιών για το αύριο σε σχέση με το χθες και το τώρα. Ο μεταφραστής στον επίλογό του προσεγγίζει τον διπλό χαρακτήρα από διαφορετικές οπτικές γωνίες μία από τις οποίες έγκειται στην πολύ εύστοχη παρατήρηση πως η μετάλλαξη αυτή έχει και ως πηγή την έντονη επιθυμία του πρωταγωνιστή να επιστρέψει στην τρέλα και την ανεμελιά της εφηβείας. Ωστόσο, υπάρχει και η άποψη πως ο πρωταγωνιστής διαπνέεται από μια νοσταλγία για το μυστικιστικό κλίμα που προσέφερε η αλχημεία ως φαινόμενο στον Μεσαίωνα, τότε δηλαδή που η γνώση δεν ήταν διαδεδομένη και ο άνθρωπος αναγκαζόταν να υποκύψει σε κάθε είδους αποκαλούμενους θαυματοποιούς. Όπως και να έχει, το μυθιστόρημα αυτό μας εισάγει στον υπέροχο κόσμο του Στήβενσον και πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει να μελετηθεί, όχι μία αλλά πολλές φορές, για να επιβεβαιώσει τον Ίταλο Καλβίνο που δήλωνε πως κλασικό είναι ένα βιβλίο που ποτέ δεν έχει ολοκληρώσει αυτά που έχει να πει.

“Ο Τζέκυλ έδειχνε κάτι περισσότερο από το ενδιαφέρον ενός πατέρα. Ο Χάιντ έδειχνε κάτι περισσότερο από την αδιαφορία ενός υιού”.

“Είναι τόσο παράξενο πράμα, η ψυχή του ανθρώπου να βρίσκεται παλουκωμένη μέσα στο φθαρτό κορμί του”.