Άλκη Ζέη: ένα μικρό αντίο σε μια μεγάλη συγγραφέα

Έχει περάσει πάνω από ένας μήνας από τις 27 Φεβρουαρίου, την ημέρα που η πολυαγαπημένη συγγραφέας Άλκη Ζέη έκλεισε για πάντα τα μάτια της. Πολλά γράφτηκαν τότε και ακόμα πιο πολλοί, είτε ήταν αναγνώστες της είτε όχι, τη θυμήθηκαν και την ανέφεραν σε συζητήσεις και σε αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Τι παραπάνω, λοιπόν, να γραφτεί για εκείνη; Αυτό το κείμενο, ίσως δεν είναι κάτι παραπάνω, μα είναι σίγουρα μια εσωτερική ανάγκη, ένα μικρό ευχαριστώ σε μια γυναίκα που πραγματικά σημάδεψε τα παιδικά χρόνια πολλών μικρών και άλλαξε την αντίληψη πολλών μεγάλων.

Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε το 1923 στην Αθήνα, αλλά πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στη Σάμο με την αδερφή και τον παππού της. Τα χρόνια εκείνα ήταν μαγευτικά και χαράχτηκαν με τα πιο φωτεινά χρώματα στη μνήμη της. Ήταν εκείνα που της έδωσαν την έμπνευση να γράψει κάποια χρόνια μετά το πρώτο της βιβλίο. Αφότου μετακόμισε στην Αθήνα με τους γονείς της, κάθε στιγμή της ζωής της ήταν ένας σταθμός που συνοδευόταν από σπουδαία πρόσωπα των τεχνών και των γραμμάτων και σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας.

Στην ιδιωτική σχολή όπου φοιτούσε αρχικά γνωρίστηκε με τη μετέπειτα φίλη της και συγγραφέα Ζωρζ Σαρή. Ήδη από μαθήτρια είχε αρχίσει να γράφει έργα για κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες μέσα στην κατοχή. Σε μία παράσταση κουκλοθεάτρου η δασκάλα της κάλεσε να παρακολουθήσουν τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Πλωρίτη και το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, τον μετέπειτα σύζυγό της. Εκείνα τα χρόνια οργανώθηκε στην αντίσταση. Η Διδώ Σωτηρίου, η σύζυγος του αδερφού της και πρότυπό της, ήταν εκείνη που την παρέσυρε σ’ αυτόν τον αγώνα. Στο σπίτι τους γινόταν μέχρι και συγκεντρώσεις γυναικών, κρυφά, φυσικά, από τον πατέρα της.

Τα χρόνια που ακολούθησαν έζησε ως πολιτική εξόριστη στη Χίο και αργότερα για τους ίδιους λόγους, από το 1952 ως το 1964 στη Σοβιετική Ένωση με το σύζυγό της. Εκεί γεννήθηκαν τα δύο παιδιά τους. Στη Μόσχα έγραψε και το πρώτο της βιβλίο, «Το καπλάνι της βιτρίνας». Όπως δήλωσε και η ίδια, το μυθιστόρημα αυτό δεν τη δυσκόλεψε, καθώς απλά αφηγήθηκε ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια. Δεν το ζήτησε εκείνη να μπλεχτεί η ζωή της με τόσο σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Το βιβλίο αυτό στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ως πολιτικό και απαγορεύτηκε από τη χούντα, την ίδια στιγμή που κυκλοφορούσε σε 33 χώρες και στην Αμερική βραβευόταν ως το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο.

Το 1964 επιστρέφοντας στην Ελλάδα παρατήρησε πως ούτε οι γονείς, ούτε το σχολείο μάθαιναν στα παιδιά για την αντίσταση στην κατοχή. Στην επόμενη εξορία της στο Παρίσι, λόγω της χούντας, συνδέθηκε στενά με τη Μελίνα Μερκούρη και προσπάθησε να αλλάξει την άγνοια των παιδιών γράφοντας το «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Ο πρωταγωνιστής ήταν ένα μικρό αγόρι, ώστε να μπορέσει η ίδια να αποστασιοποιηθεί από την αφήγηση, αλλά και τα παιδιά να νιώσουν κοντά στα γεγονότα. Στις σελίδες του βιβλίου κατάφερε να κλείσει όλες τις φρικαλεότητες και της δυσκολίες της κατοχής, όπως τις είχε βιώσει η ίδια, ντύνοντας τες με τρυφερότητα και χιούμορ. Κάποια χρόνια αργότερα και έχοντας πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα, η συγγραφέας ολοκλήρωσε την τριλογία παιδικών βιβλίων που περιγράφουν τα γεγονότα από τη δικτατορία του Μεταξά ως την απελευθέρωση, γράφοντας το «Η μωβ ομπρέλα».

Το επόμενο βιβλίο αποτέλεσε μια πρόκληση για την Άλκη Ζέη, καθώς επέλεξε να γράψει για πρώτη και τελευταία φορά ένα βιβλίο για ενήλικες. «Η αρραβωνιαστικά του Αχιλλέα» παρουσιάζει μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριας τις τρεις πιο σημαντικές δεκαετίες της χώρας μας από το ’40 ως το ’70. «Τα γεγονότα δεν είναι φανταστικά,  τα έχω ζήσει εγώ η ίδια. Θα μπορούσε λοιπόν να τα έχει ζήσει και η ηρωΐδα μου περνώντας τα μέσα από το δικό της πρίσμα», είπε για το βιβλίο η συγγραφέας.

Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της αλλά και την ιστορία δεν μπορούσαν να σταματήσουν να την ακολουθούν ούτε και όταν έγραφε για σύγχρονες εποχές και για παιδιά που μεγάλωσαν σε περιόδους μεταγενέστερες από τη δική της. Στα βιβλία «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» και «Ο ψεύτης παππούς» μπορεί οι κύριοι χαρακτήρες να είναι παιδιά πιο πρόσφατων εποχών, μα η γιαγιά στο πρώτο βιβλίο και ο παππούς στο δεύτερο μιλούν για τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες τους, φέρνοντας πάλι την ιστορία στο προσκήνιο.

Θα μπορούσαμε να γεμίσουμε σελίδες γράφοντας τις σπουδές της Άλκης Ζέη, τις γλώσσες στις οποίες έχουν μεταφραστεί τα βιβλία της, τα βραβεία που απέσπασε και τις θέσεις της ως επίτιμη διδάκτωρ σε πολλά πανεπιστήμια. Όμως όλα αυτά φαντάζουν μικρά και ασήμαντα. Αυτά που έχουν σημασία είναι οι ζωές που άγγιξε και τα αναρίθμητα παιδιά τα οποία όπλισε με ιστορικές γνώσεις και ασταμάτητη φαντασία. Σε μια συνέντευξη της είχε πει πως ίσως τα παιδιά συνεχίζουν να τη διαβάζουν ακόμα γιατί αγάπησε τους ήρωες της και γινόταν κάθε φορά το παιδί για το οποίο έγραφε. Σίγουρα όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε αυτό. Η Άλκη Ζέη δεν έφυγε και δε θα φύγει ποτέ, θα συνεχίσει να ζει για πάντα μέσα στα βιβλία της, που δε θα σταματήσουν να διαβάζονται, αλλά και στις καρδιές μικρών και μεγάλων.