Patrick Boucheron, Λεονάρντο και Μακιαβέλι, Εκδόσεις Πόλις

“Έχουμε ανάγκη την ιστορία, γιατί μας χρειάζεται η ανάπαυλα. Μια παύση για να καταλαγιάσει η συνείδησή μας, για να διατηρήσουμε τη δυνατότητα να έχουμε συνείδηση – ως έδρα όχι μόνο της σκέψης, αλλά και ενός πρακτικού λόγου που θα μας δίνει κάθε ελευθερία δράσης. Σε αυτό το έργο αφοσιώνονται με απόλυτη συνέπεια οι ποιητές: να διασώσουν το παρελθόν, να διασώσουν τον χρόνο από τους φρενήρεις ρυθμούς του παρόντος”. Αυτά μεταξύ πολλών άλλων δήλωσε κατά το εναρκτήριο μάθημα ο Patrick Boucheron στο Collège de France, ένα από τα ιστορικότερα ιδρύματα της Γηραιάς ηπείρου. Σε αυτό το μάθημα υπό μορφή διάλεξης ο ιστορικός Boucheron θα σημειώσει τα ιστορικά γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας των εξουσιών της Δυτικής Ευρώπης κυρίως μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα όταν και διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές αλλαγές που έμελλε να γίνουν σημείο αναφοράς και για τα επερχόμενα χρόνια. Αυτή η ομιλία του κυκλοφορεί με τη μορφή βιβλίου επίσης από τις εκδόσεις Πόλις με τίτλο “Τι μπορεί να κάνει η ιστορία”.

Σε αυτό εδώ το μεγαλειώδες σε σημασία βιβλίο που αφορά στη ζωή δύο κορυφαίων προσωπικοτήτων και στους παράλληλους βίους τους, ο εκ των επιφανέστερων ιστορικών σε παγκόσμια κλίμακα Patrick Boucheron, εντρυφά για άλλη μια φορά με ζήλο και αγάπη στην επιστήμη της ιστορίας, αυτήν περασμένων αιώνων και δη στους ταραγμένους όσο και ασταθείς 15ο και 16ο αιώνα. Η ιστορία των παλαιότερων χρόνων είναι πυξίδα για τον κόσμο του μέλλοντος και ο ιστορικός αναλύει και περιγράφει τα όσα διαδραματίστηκαν κυρίως σε ιταλικό έδαφος και καθόρισαν εν πολλοίς τις ιστορικές συγκυρίες και την τάξη πραγμάτων εκείνον τον καιρό. “Είμαστε όλα αυτά που κρατάμε ͘  είμαστε όμως και ό,τι αφήνουμε πίσω μας” ισχυρίζεται ο συγγραφέας και πώς αλλιώς καθώς η ιστορία γράφεται από τους πρωταγωνιστές της που με τη δράση τους επηρεάζουν τις εξελίξεις, ο καθένας από το δικό του μετερίζι.

“Στους ώμους των γιγάντων” της ιστορίας

Η συνάντηση δύο φυσιογνωμιών όπως αυτή του συγγραφέα του περίφημου και διαχρονικού Ηγεμόνα Νικόλο Μακιαβέλι με τον ζωγράφο του Μυστικού δείπνου Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι σημείο αναφοράς, είναι μία ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη συνάντηση που είναι και αινιγματική και βέβαια είναι αντικείμενο έρευνας. Ο ιστορικός βρίσκεται αντιμέτωπος με τα όσα εκτυλίσσονται γύρω από την εξουσία του Καίσαρα Βοργία και της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα βασίλεια για την κυριαρχία των εδαφών με όπλο τις ζωές των δύο εμβληματικών προσώπων, του Λεονάρντο και του Μακιαβέλι, που υπήρξαν αναμφίβολα πρωταγωνιστές και που ίσως κάπου και κάπως συνδιαμόρφωσαν την ιστορία της εποχής τους. Οι πολιτικές συνωμοσίες, τα παρασκήνια εξουσίας και τα ιστορικά δεδομένα που παρουσιάζονται εδώ δείχνουν περίτρανα πως τίποτα δεν ήταν βέβαιο και όλα ετίθεντο υπό αμφισβήτηση. “Τόσο ο Λεονάρντο όσο και ο Μακιαβέλι εκφράζουν, εδώ ένα όνειρο της Αναγέννησης. Αναμετριούνται και οι δύο – αλλά ίσως για διαφορετικούς λόγους ο καθένας – με τους προγενέστερους, και η ανάμνησή τους τούς φοβίζει” θα γράψει ο Boucheron καθώς και οι δύο επιθυμούσαν τη Φλωρεντία κυρίαρχη πόλη σε μια ενωμένη Ιταλία που ακόμα θα αργούσε βέβαια να γεννηθεί.

Με πλήθος βιβλιογραφικών στοιχείων που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου και χωρίς υποσημειώσεις – τους λόγους της έλλειψής τους τις εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου – ο ιστορικός αναφέρεται στα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Καίσαρα Βοργία αλλά και αργότερα και στην σχέση εξουσίας του με τους δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου και εμφανίζεται έτσι ένα τρίπτυχο όμοιο με αυτά που φιλοτεχνούνταν στην Αναγέννηση. “Ένας ιστορικός χωρίς τις υποσημειώσεις του είναι σαν το παιδί που του έχουν μόλις αφαιρέσει από το ποδήλατό του τις “βοηθητικές ρόδες”: τις ήθελε, νόμιζε ότι ποτέ δεν θα τα κατάφερνε χωρίς αυτές, και τελικά, έπειτα από μερικές πτώσεις και κάμποσα πειράγματα, τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους”. Αυτό εξηγεί πόσο σημαντικό είναι το συγγραφικό εγχείρημα του ιστορικού που ίσως ο αναγνώστης να μην έχει κατανοήσει πλήρως όσο διαβάζει αυτές τις σελίδες.

Στα μονοπάτια μιας περίεργης συνύπαρξης

Ο Λεονάρντο αναζητά στέγη και θαλπωρή για να συνεχίσει το σημαντικό έργο του, κάτι που τελικά βρίσκει στη Γαλλία στο τέλος της ζωής του καθώς σε ιταλικό έδαφος θα βιώσει δύσκολες καταστάσεις αστάθειας και θα βρεθεί ανάμεσα σε συγκρούσεις και φιλονικίες, οι οποίες τον αποπροσανατολίζουν από το έργο του. Ο περίφημος πίνακας της μάχης του Ανγκιάρι, η μοναδική αυτή τοιχογραφία, την οποία ξεκίνησε το 1505 και για την οποία γίνεται πολύς λόγος στο βιβλίο, ποτέ δεν θα ολοκληρωθεί και μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο το τι απέγινε καθώς χάθηκαν τα ίχνη της το 1563. Για τον Λεονάρντο ο ιστορικός αναφέρει πως “δημιουργεί το έργο του όπως ίσως ένας σκηνοθέτης δημιουργεί την ταινία του ͘  ποτέ απομονωμένος και πάντα μόνος, στριμωγμένος μέσα σε ένα πλήθος τεχνικών και παραγωγών, μηχανικών σκηνής και θαυμαστών, αναγκάζεται διαρκώς να παρεκκλίνει από τη γενική ιδέα για να ρυθμίσει χιλιάδες λεπτομέρειες, να τροποποιήσει και να προσαρμόσει τις επιθυμίες του στις αντιφατικές του απαιτήσεις”.

Ο άλλος πόλος είναι ο Μακιαβέλι για τον οποίο γίνεται λόγος ͘  ο ίδιος αρχίζει σιγά σιγά να αγιάζει τα μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του, είναι φιλόδοξος, πολυμήχανος σαν Οδυσσέας και υφαίνει ήδη τον ιστό της πολιτικής του αναρρίχησης με υπομονή και στρατηγική που πολλοί θα ζήλευαν. Ζυγίζει τις καταστάσεις και φροντίζει να “χτυπήσει” την κατάλληλη στιγμή για να αδράξει την ευκαιρία που γνωρίζει πως θα του δοθεί, είναι η τέχνη, η δική του τέχνη αυτή. Ο Μακιαβέλι είναι πανούργος και “η πολιτική είναι η μοναδική φιλοσοφία του: την επιβάλλει στη φιλοσοφία, χωρίς όμως να την ασκεί πραγματικά, και μέσα στην αναμπουμπούλα της δράσης οι στοχασμοί του τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Μακιαβέλι αμφισβητεί την τυπολογία των καθεστώτων σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, διότι η ίδια η ιδέα των θεμελίων τον εξοργίζει. Όταν περιγράφει την πολιτική, είναι σαν να απεικονίζει μία μάχη”.

Δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις παρά μόνο εικασίες τι μπορεί να ειπώθηκε μεταξύ τους, υποθέσεις για το πότε και πού συναντήθηκαν και υπό ποιες συνθήκες συνεργάστηκαν, αν κάτι τέτοιο συνέβη όντως. Εικάζεται πάντως, και επάξια έγινε το θέμα ενός βιβλίου αυτή τους η συνύπαρξη και η παρουσίαση της παράλληλης δράσης τους, πως και οι δύο συμμετείχαν σε ένα κοινό σχέδιο, πάνω σε ένα κοινό εγχείρημα, την κατασκευή που θα επιτρέψει την εκτροπή του ποταμού Άρνου άρα θεωρητικά θα πρέπει να υπήρξε κάποιου είδους επικοινωνία, ένα κάποιο μυστικό στο “Δωμάτιο των συζύγων”. Ουδείς γνωρίζει για τις ενδεχόμενες συνομιλίες τους και τις σκέψεις που ίσως αντάλλαξαν, ωστόσο είναι βέβαιο πως η συμβολή και των δύο στα πεπραγμένα της εποχής, με σχέδια όπως αυτό καθιστούν την παρουσία τους εδραιωμένη και το όνομά τους χαραγμένο στην αιωνιότητα.

“Η πολιτική μπορεί να είναι η τέχνη της λεπτομέρειας, μα, και στη ζωγραφική, στις λεπτομέρειες βρίσκεται η αλήθεια”.

“Αλλά η πολιτική δεν είναι παρά η τέχνη της λεπτομέρειας. Και η ιστορία είναι αυτό ακριβώς: η μεγάλη και βαθιά πνοή που παρασύρει όλες τις λεπτομέρειες σε έναν εχθρικό ανεμοστρόβιλο, ακατανόητο για τους αποπροσανατολισμένους και απεγνωσμένους ανθρώπους”.